ΧΟ. |
Ὕπν' ὀδύνας ἀδαής, Ὕπνε δ' ἀλγέων, |
στρ. |
|
εὐαὲς ἡμῖν
ἔλθοις, εὐαίων εὐαίων, ὦναξ· |
|
|
ὄμμασι δ' ἀντίσχοις
τάνδ' αἴγλαν, ἃ τέταται τανῦν.
Ἴθι ἴθι μοι παιών.
Ὦ τέκνον, ὅρα ποῦ στάσῃ,
ποῖ δὲ βάσῃ, πῶς δέ μοι τἀντεῦθεν |
830 |
|
φροντίδος. Ὁρᾷς; Εὕδει.
Πρὸς τί μένομεν πράσσειν;
Καιρός τοι πάντων γνώμαν ἴσχων
<πολύ τι> πολὺ παρὰ πόδα κράτος ἄρνυται. |
835 |
|
|
|
ΝΕ. |
Ἀλλ' ὅδε μὲν κλύει οὐδέν, ἐγὼ δ' ὁρῶ οὕνεκα θήραν |
|
|
τήνδ' ἁλίως ἔχομεν τόξων, δίχα τοῦδε πλέοντες. |
840 |
|
Τοῦδε γὰρ ὁ στέφανος, τοῦτον θεὸς εἶπε κομίζειν.
Κομπεῖν δ' ἔστ' ἀτελῆ σὺν ψεύδεσιν αἰσχρὸν ὄνειδος. |
|
|
|
|
ΧΟ. |
Ἀλλά, τέκνον, τάδε μὲν θεὸς ὄψεται· |
αντ. |
|
ὧν δ' ἂν ἀμείβῃ μ' |
|
|
αὖθις, βαιάν μοι, βαιάν, ὦ τέκνον, |
845 |
|
πέμπε λόγων φάμαν·
ὡς πάντων ἐν νόσῳ εὐδρακὴς
ὕπνος ἄυπνος λεύσσειν.
Ἀλλ' ὅ τι δύνᾳ μάκιστον, |
|
|
κεῖνο <δή> μοι, κεῖνό <μοι> λαθραίως
ἐξιδοῦ ὅπως πράξεις.
Οἶσθα γὰρ ὃν αὐδῶμαι,
εἰ ταὐτᾷ τούτῳ γνώμαν ἴσχεις,
μάλα τοι ἄπορα πυκινοῖς ἐνιδεῖν πάθη. |
850 |
|
|
|
|
Οὖρός τοι, τέκνον, οὖρος· ἁ- |
επωδ. |
|
νὴρ δ' ἀνόμματος, οὐδ' ἔχων ἀρωγάν,
ἐκτέταται νύχιος, —
ἀλεὴς ὕπνος ἐσθλός, —
οὐ χερός, οὐ ποδός, οὔ τινος ἄρχων, |
856 |
|
ἀλλά τις ὡς Ἁΐδᾳ πάρα κείμενος.
Ὅρα, βλέπ' εἰ καίρια
φθέγγῃ· τὸ δ' ἁλώσιμον
ἐμᾷ φροντίδι, παῖ, πόνος
ὁ μὴ φοβῶν κράτιστος. |
860 |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΧΟ. |
Ύπνε που λύπες και πόνους δεν ξέρεις,
μακάρι απαλός σαν αγέρι, καλόβουλος
να φτάσεις για μας, βασιλιά, και το φως
που απλώνεται τώρα στα μάτια του,
να σκεπάσεις σωτήρας μας έλα.
Πρόσεχε τώρα, παιδί μου,
πού θα σταθείς, πού θα πας και μετά
πώς θα φροντίσεις το πράγμα.
Βλέπεις; Κοιμάται. Γιατί να ξαργούμε
στο έργο μας; Η γρήγορη απόφαση
θα 'ναι κέρδος για μας στην κατάλληλην ώρα. |
830 |
|
|
|
ΝΕ. |
Τίποτα δεν ακούει αυτός, μα βλέπω
πως είναι μάταιο τα τόξα κρατώντας
να φύγουμε χωρίς αυτόν. Γιατί 'ναι,
ως είπεν ο θεός, δικιά του η νίκη.
Κι είναι ντροπή μεγάλη να καυχιέσαι
με ψέματα για όσα δε γινήκαν. |
840 |
|
|
|
ΧΟ. |
Γι' αυτά θα φροντίσει ο θεός· όμως όταν
μου απαντήσεις ξανά, τη φωνή σου,
παιδί μου, χαμήλωσε, μίλα σιγά·
τι πάντοτες είναι ο άρρωστος ύπνος
ανοιχτομάτης και βλέπει.
Κι ό,τι λογιάζεις καλύτερο, κοίτα
πώς θα το πράξεις κρυφά·
γιατί αν έχεις μ' αυτόν ίδια γνώμη,
το ξέρεις για ποιον σου μιλάω,
πολλά θ'αντικρίσουν οι φρόνιμοι πάθη. |
850 |
|
|
|
|
Τώρα η στιγμή, παιδί μου, τώρα·
δίχως βοήθεια ο άντρας, δίχως βλέμμα
βαθειά υπνωμένος μένει, —ο ύπνος
στον ήλιο είναι σα λήθαργος βαρύς,—
κι ούτε το χέρι κυβερνά
ουδέ το πόδι ή τίποτε άλλο
αλλά κοιμάται του θανάτου.
Πρόσεχε, κοίτα αν θα μιλάς
σωστά για την περίσταση·
εγώ νομίζω ο κόπος που δεν κρύβει
φόβους πως είναι ο πιο καλός. |
860 |
|