Σοφοκλέους Τραγωδίαι (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Α΄ Επεισόδιο: Γ΄ Σκηνή: στ. 628-675 Β΄ Επεισόδιο: στ. 730-759 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΧΟ. Λόγῳ μὲν ἐξήκουσ', ὄπωπα δ' οὐ μάλα,
τὸν πελάταν λέκτρων ποτὲ <τῶν> Διὸς
κατὰ δρομάδ' ἄμπυκα δέσμιον ὡς ἔλαβεν
παγκρατὴς Κρόνου παῖς·
στρ. α΄
ἄλλον δ' οὔτιν' ἔγω-
γ' οἶδα κλύων οὐδ' ἐσιδὼν μοίρᾳ
τοῦδ' ἐχθίονι συντυχόντα θνατῶν,
680
ὃς οὔτ' ἔρξας τιν' οὔτε νοσφίσας,
ἀλλ' ἴσος ὢν ἴσοις ἀνὴρ,
ὤλλυθ' ὧδ' ἀναξίως.
Τόδε <τοι> θαῦμά μ' ἔχει
πῶς ποτε πῶς ποτ' ἀμφιπλά-
κτων ῥοθίων μόνος κλύων,
πῶς ἄρα πανδάκρυτον οὕ-
685
τω βιοτὰν κατέσχεν· 690
 
ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος οὐκ ἔχων βάσιν,
οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα,
παρ' ᾧ στόνον ἀντίτυπον βαρυβρῶτ' ἀποκλαύ-
αντ. α΄
σειεν αἱματηρόν·
οὐδ' ὃς θερμοτάταν
αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων
ἐνθήρου ποδὸς ἠπίοισι φύλλοις
κατευνάσειεν, εἴ τις ἐμπέσοι,
695
φορβάδος ἐκ γαίας ἑλών·
εἷρπε δ' ἄλλοτ' ἀλλ<αχ>ᾷ
τότ' ἂν εἰλυόμενος,
παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιθή-
νας, ὅθεν εὐμάρει' ὑπάρ-
700
χοι πόρου, ἁνίκ' ἐξανεί-
η δακέθυμος ἄτα·
705
   
οὐ φορβὰν ἱερᾶς γᾶς σπόρον, οὐκ ἄλλων στρ. β΄
αἴρων τῶν νεμόμεσθ' ἀνέρες ἀλφησταί,  
πλὴν ἐξ ὠκυβόλων εἴ ποτε τόξων 710
πτανοῖς ἰοῖς ἀνύσειε γαστρὶ φορβάν.
Ὦ μελέα ψυχά,
ὃς μηδ' οἰνοχύτου
 
πώματος ἥσθη δεκέτη χρόνον,
λεύσσων δ' ὅπου γνοίη στατὸν εἰς ὕδωρ
αἰεὶ προσενώμα.
715
Νῦν δ' ἀνδρῶν ἀγαθῶν παιδὶ συναντήσας αντ. β΄
εὐδαίμων ἀνύσει καὶ μέγας ἐκ κείνων·
ὅς νιν ποντοπόρῳ δούρατι, πλήθει
πολλῶν μηνῶν, πατρίαν ἄγει πρὸς αὐλὰν
720
Μαλιάδων νυμφᾶν,
Σπερχειοῦ τε παρ' ὄ-
χθας, ἵν' ὁ χάλκασπις ἀνὴρ θεοῖς
πλάθει πᾶσιν θείῳ πυρὶ παμφαής,
Οἴτας ὑπὲρ ὄχθων.
725

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 
ΧΟ. Δεν το 'δα μα το 'χω ακουσμένο
πως όταν ο Ιξίονας ζύγωσε
του Δία το ταίρι με πόθο παράνομο,
πιάνοντάς τον, σφιχτά
σε γοργόστροφη ρόδα τον έδεσε
του Κρόνου ο παντοδύναμος γιος·
μα σαν ετούτον δεν είδα κι ούτε άκουσα
κανένα σε τέτοια τρισκότεινη μοίρα







680
βαθιά βουλιαγμένο,
που δίχως κακό να 'χει κάμει
μα δίκιος σε δίκιους ανάμεσα
έτσι ανάξια χάνεται.
Κι αλήθεια ρωτιέμαι, μα πώς,
πώς ακούγοντας μόνο το βόγγο απ' το κύμα
να χτυπάει με φόρα στους βράχους ολούθε,
την άντεξ' ο έρμος μια τέτοια ζωή όλο δάκρυα.









690
 
Όπου μ' άρρωστο πόδι κι ανήμπορος
να βαδίσει, ολομόναχος ζούσε
και κανένας στο πλάγι του γείτονας
απ' τους ντόπιους παρηγόρια να δώσει
στους βαριούς στεναγμούς του απ' την άγρια
ματωμένη πληγή του· ουδέ κι όταν
έπιανε ολόφλογη βρύση
το αίμα να τρέχει απ' τις σάπιες
του ποδιού του πληγές που σκουλήκιαζε,
δε βρισκόταν σιμά του κανένας
να γλυκάνει τους πόνους με βότανα
της πολύδωρης γης, άμα τα 'βρισκε κάπου·
κι όπως παιδάκι μικρό που 'χει χάσει
την τροφό του και μονάχο κυλιέται,
έτσι κι αυτός δώθε κείθε σερνόταν
ψάχνοντας λίγα βοτάνια να βρει
όταν οι πόνοι τον άφησαν
απ' την πληγή την αγλύκαντη.











700
 
Κι ούτε έχοντας της άγριας γης τους σπόρους
ούτε κανένα απ' τ' αγαθά που εμείς
με χίλιες τέχνες φτιάχνουμε και τρώμε,
παρά μονάχα με τις γρήγορες σαΐτες,
τοξεύοντας πετούμενα την πείνα του
την άγρια χόρταινε.
Ω! δύστυχη ψυχή του ανθρώπου
που δέκα χρόνια τώρα το κρασί
δε γεύτηκε καθόλου και μονάχα
ψάχνοντας όπου έβρισκε νερό
στεκούμενο, σερνόταν πάντα.



710
Τώρα που τόνε βρήκε ο γιος
ευγενικής γενιάς θα γίνει
ευτυχισμένος πάλι, πάλι μέγας
τις συμφορές του εκείνες ξεπερνώντας.
Τώρα με το θαλασσοπόρο του καράβι,
μετά από τόσα χρόνια, τον πηγαίνει
στην πατρική του γη, που οι νύμφες
οι Μαλιάδες κατοικούν, στου Σπερχειού
τις όχθες, όπου κάποτες
ο ασπιδοφόρος ήρωας τους θεούς,
ζωσμένος θεία φωτιά, συνάντησε
πάνω στης Οίτης τις κορφές.


720