ΧΟ. |
Λόγῳ μὲν ἐξήκουσ', ὄπωπα δ' οὐ μάλα,
τὸν πελάταν λέκτρων ποτὲ <τῶν> Διὸς
κατὰ δρομάδ' ἄμπυκα δέσμιον ὡς ἔλαβεν
παγκρατὴς Κρόνου παῖς· |
στρ. α΄ |
|
ἄλλον δ' οὔτιν' ἔγω-
γ' οἶδα κλύων οὐδ' ἐσιδὼν μοίρᾳ
τοῦδ' ἐχθίονι συντυχόντα θνατῶν, |
680 |
|
ὃς οὔτ' ἔρξας τιν' οὔτε νοσφίσας,
ἀλλ' ἴσος ὢν ἴσοις ἀνὴρ, |
|
|
ὤλλυθ' ὧδ' ἀναξίως.
Τόδε <τοι> θαῦμά μ' ἔχει
πῶς ποτε πῶς ποτ' ἀμφιπλά-
κτων ῥοθίων μόνος κλύων,
πῶς ἄρα πανδάκρυτον οὕ- |
685 |
|
τω βιοτὰν κατέσχεν· |
690 |
|
|
|
|
ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος οὐκ ἔχων βάσιν,
οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα,
παρ' ᾧ στόνον ἀντίτυπον βαρυβρῶτ' ἀποκλαύ- |
αντ. α΄ |
|
σειεν αἱματηρόν·
οὐδ' ὃς θερμοτάταν
αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων
ἐνθήρου ποδὸς ἠπίοισι φύλλοις
κατευνάσειεν, εἴ τις ἐμπέσοι, |
695 |
|
φορβάδος ἐκ γαίας ἑλών·
εἷρπε δ' ἄλλοτ' ἀλλ<αχ>ᾷ
τότ' ἂν εἰλυόμενος,
παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιθή-
νας, ὅθεν εὐμάρει' ὑπάρ- |
700 |
|
χοι πόρου, ἁνίκ' ἐξανεί-
η δακέθυμος ἄτα· |
705 |
|
|
|
|
οὐ φορβὰν ἱερᾶς γᾶς σπόρον, οὐκ ἄλλων |
στρ. β΄ |
|
αἴρων τῶν νεμόμεσθ' ἀνέρες ἀλφησταί, |
|
|
πλὴν ἐξ ὠκυβόλων εἴ ποτε τόξων |
710 |
|
πτανοῖς ἰοῖς ἀνύσειε γαστρὶ φορβάν.
Ὦ μελέα ψυχά,
ὃς μηδ' οἰνοχύτου |
|
|
πώματος ἥσθη δεκέτη χρόνον,
λεύσσων δ' ὅπου γνοίη στατὸν εἰς ὕδωρ
αἰεὶ προσενώμα. |
715 |
|
Νῦν δ' ἀνδρῶν ἀγαθῶν παιδὶ συναντήσας |
αντ. β΄ |
|
εὐδαίμων ἀνύσει καὶ μέγας ἐκ κείνων·
ὅς νιν ποντοπόρῳ δούρατι, πλήθει
πολλῶν μηνῶν, πατρίαν ἄγει πρὸς αὐλὰν |
720 |
|
Μαλιάδων νυμφᾶν,
Σπερχειοῦ τε παρ' ὄ-
χθας, ἵν' ὁ χάλκασπις ἀνὴρ θεοῖς
πλάθει πᾶσιν θείῳ πυρὶ παμφαής,
Οἴτας ὑπὲρ ὄχθων. |
725 |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΧΟ. |
Δεν το 'δα μα το 'χω ακουσμένο
πως όταν ο Ιξίονας ζύγωσε
του Δία το ταίρι με πόθο παράνομο,
πιάνοντάς τον, σφιχτά
σε γοργόστροφη ρόδα τον έδεσε
του Κρόνου ο παντοδύναμος γιος·
μα σαν ετούτον δεν είδα κι ούτε άκουσα
κανένα σε τέτοια τρισκότεινη μοίρα |
680 |
|
βαθιά βουλιαγμένο,
που δίχως κακό να 'χει κάμει
μα δίκιος σε δίκιους ανάμεσα
έτσι ανάξια χάνεται.
Κι αλήθεια ρωτιέμαι, μα πώς,
πώς ακούγοντας μόνο το βόγγο απ' το κύμα
να χτυπάει με φόρα στους βράχους ολούθε,
την άντεξ' ο έρμος μια τέτοια ζωή όλο δάκρυα. |
690 |
|
|
|
|
Όπου μ' άρρωστο πόδι κι ανήμπορος
να βαδίσει, ολομόναχος ζούσε
και κανένας στο πλάγι του γείτονας
απ' τους ντόπιους παρηγόρια να δώσει
στους βαριούς στεναγμούς του απ' την άγρια
ματωμένη πληγή του· ουδέ κι όταν
έπιανε ολόφλογη βρύση
το αίμα να τρέχει απ' τις σάπιες
του ποδιού του πληγές που σκουλήκιαζε,
δε βρισκόταν σιμά του κανένας
να γλυκάνει τους πόνους με βότανα
της πολύδωρης γης, άμα τα 'βρισκε κάπου·
κι όπως παιδάκι μικρό που 'χει χάσει
την τροφό του και μονάχο κυλιέται,
έτσι κι αυτός δώθε κείθε σερνόταν
ψάχνοντας λίγα βοτάνια να βρει
όταν οι πόνοι τον άφησαν
απ' την πληγή την αγλύκαντη. |
700 |
|
|
|
|
Κι ούτε έχοντας της άγριας γης τους σπόρους
ούτε κανένα απ' τ' αγαθά που εμείς
με χίλιες τέχνες φτιάχνουμε και τρώμε,
παρά μονάχα με τις γρήγορες σαΐτες,
τοξεύοντας πετούμενα την πείνα του
την άγρια χόρταινε.
Ω! δύστυχη ψυχή του ανθρώπου
που δέκα χρόνια τώρα το κρασί
δε γεύτηκε καθόλου και μονάχα
ψάχνοντας όπου έβρισκε νερό
στεκούμενο, σερνόταν πάντα. |
710 |
|
Τώρα που τόνε βρήκε ο γιος
ευγενικής γενιάς θα γίνει
ευτυχισμένος πάλι, πάλι μέγας
τις συμφορές του εκείνες ξεπερνώντας.
Τώρα με το θαλασσοπόρο του καράβι,
μετά από τόσα χρόνια, τον πηγαίνει
στην πατρική του γη, που οι νύμφες
οι Μαλιάδες κατοικούν, στου Σπερχειού
τις όχθες, όπου κάποτες
ο ασπιδοφόρος ήρωας τους θεούς,
ζωσμένος θεία φωτιά, συνάντησε
πάνω στης Οίτης τις κορφές. |
720 |
|