Σοφοκλέους Τραγωδίαι (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Α΄ Επεισόδιο: Β΄ Σκηνή: στ. 542-627 Α΄ Στάσιμο: στ. 676-729 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΦΙ. Οὔκουν τάδ', ὦ παῖ, δεινά, τὸν Λαερτίου
ἔμ' ἐλπίσαι ποτ' ἂν λόγοισι μαλθακοῖς
δεῖξαι νεὼς ἄγοντ' ἐν Ἀργείοις μέσοις;
Οὔ· θᾶσσον ἂν τῆς πλεῖστον ἐχθίστης ἐμοὶ
κλύοιμ' ἐχίδνης, ἥ μ' ἔθηκεν ὧδ' ἄπουν.
Ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα δὲ
τολμητά· καὶ νῦν οἶδ' ὁθούνεχ' ἵξεται.
630
Ἀλλ', ὦ τέκνον, χωρῶμεν, ὡς ἡμᾶς πολὺ
πέλαγος ὁρίζῃ τῆς Ὀδυσσέως νεώς.
Ἴωμεν· ἥ τοι καίριος σπουδή, πόνου
λήξαντος ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν.
635
ΝΕ. Οὐκοῦν ἐπειδὰν πνεῦμα τοὐκ πρῴρας ἀνῇ,
τότε στελοῦμεν· νῦν γὰρ ἀντιοστατεῖ. 640
ΦΙ. Ἀεὶ καλὸς πλοῦς ἔσθ', ὅταν φεύγῃς κακά.
ΝΕ. Οὔκ· ἀλλὰ κἀκείνοισι ταῦτ' ἐναντία.
ΦΙ. Οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ' ἐναντιούμενον,
ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ.
ΝΕ. Ἀλλ', εἰ δοκεῖ, χωρῶμεν, ἔνδοθεν λαβὼν 645
ὅτου σε χρεία καὶ πόθος μάλιστ' ἔχει.
ΦΙ. Ἀλλ' ἔστιν ὧν δεῖ, καίπερ οὐ πολλῶν ἄπο.
ΝΕ. Τί τοῦθ' ὃ μὴ νεώς γε τῆς ἐμῆς ἔπι;
ΦΙ. Φύλλον τί μοι πάρεστιν, ᾧ μάλιστ' ἀεὶ
  κοιμῶ τόδ' ἕλκος, ὥστε πραΰνειν πάνυ. 650
ΝΕ. Ἀλλ' ἔκφερ' αὐτό· τί γὰρ ἔτ' ἄλλ' ἐρᾷς λαβεῖν;
ΦΙ. Εἴ μοί τι τόξων τῶνδ' ἀπημελημένον
παρερρύηκεν, ὡς λίπω μή τῳ λαβεῖν.
ΝΕ. Ἦ ταῦτα γὰρ τὰ κλεινὰ τόξ' ἃ νῦν ἔχεις;
ΦΙ. Ταῦτ' οὐ γὰρ ἄλλα γ' ἔσθ', ἃ βαστάζω χεροῖν. 655
ΝΕ. Ἆρ' ἔστιν ὥστε κἀγγύθεν θέαν λαβεῖν,
καὶ βαστάσαι με προσκύσαι θ' ὥσπερ θεόν;
ΦΙ. Σοί γ', ὦ τέκνον, καὶ τοῦτο κἄλλο τῶν ἐμῶν
ὁποῖον ἄν σοι ξυμφέρῃ γενήσεται.
ΝΕ. Καὶ μὴν ἐρῶ γε· τὸν δ' ἔρωθ' οὕτως ἔχω· 660
  εἴ μοι θέμις, θέλοιμ' ἄν· εἰ δὲ μή, πάρες.
ΦΙ. Ὅσιά τε φωνεῖς ἔστι τ', ὦ τέκνον, θέμις,
ὅς γ' ἡλίου τόδ' εἰσορᾶν ἐμοὶ φάος
μόνος δέδωκας, ὃς χθόν' Οἰταίαν ἰδεῖν,
  ὃς πατέρα πρέσβυν, ὃς φίλους, ὃς τῶν ἐμῶν 665
  ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας μ' ὕπερ.
Θάρσει, παρέσται ταῦτά σοι καὶ θιγγάνειν
καὶ δόντι δοῦναι κἀξεπεύξασθαι βροτῶν
ἀρετῆς ἕκατι τῶνδ' ἐπιψαῦσαι μόνον·
  εὐεργετῶν γὰρ καὐτὸς αὔτ' ἐκτησάμην. 670
ΝΕ. Οὐκ ἄχθομαί σ' ἰδών τε καὶ λαβὼν φίλον.
Ὅστις γὰρ εὖ δρᾶν εὖ παθὼν ἐπίσταται,
παντὸς γένοιτ' ἂν κτήματος κρείσσων φίλος.
Χωροῖς ἂν εἴσω. ΦΙ. Καὶ σέ γ' εἰσάξω· τὸ γὰρ
  νοσοῦν ποθεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν. 675

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 
ΦΙ. Δεν είναι τούτα φοβερά, παιδί μου,
να ελπίζει ότι θα με φέρει στους Αργείους
με λόγια μαλακά ο γιος του Λαέρτη;
Ποτέ· πιο πρόθυμα θα υπάκουγα στο φίδι
το μισητό, που μ' άφησε έτσι δίχως
ποδάρι. Όμως αυτός μπορεί τα πάντα
να λέει και να τολμάει τα πάντα· τώρα
καλά το ξέρω θα 'ρθει εδώ. Παιδί μου,
φεύγουμε για να μας χωρίζει μέγα
πέλαγο απ'το καράβι του. Μπρος, πάμε·
η σωστή βιάση, όταν τελειώσει ο κόπος,
ξεκούραση κι ύπνο αλαφρό σου φέρνει.


630
ΝΕ. Σηκώνουμε πανιά σαν έρθει αγέρι
πρυμνήσιο· τώρα αντίδρομα φυσάει.

640
ΦΙ. Πάντα καλό απ' τις συμφορές να φεύγεις.
ΝΕ. Ναι· μα εμπόδιο και σ' αυτούς ο αγέρας,
όταν κινούν να κλέψουν ή ν' αρπάξουν.
ΝΕ. Φεύγουμε· αφού το θες· απ' τη σπηλιά σου
ό,τι αγαπάς ή ανάγκη το 'χεις, παρ' το.
ΦΙ. Λίγο το βιος μου, όμως υπάρχει κάτι.
ΝΕ. Τι να 'ναι που δεν το 'χω στο καράβι;
ΦΙ. Είναι κάποιο βοτάνι που γλυκαίνει
κι ανακουφίζει κάπως την πληγή μου.

650
ΝΕ. Φέρ' το έξω· και τι άλλο θες να πάρεις;
ΦΙ. Κάτι απ' τα τόξα μου να μην αφήσω
παρατημένο και το πάρει κάποιος.
ΝΕ. Αυτά 'ναι τα ξακουσμένα τόξα που 'χεις;
ΦΙ. Αυτά 'ναι που βαστάω, άλλα δεν έχω.
ΝΕ. Μπορώ να τα κοιτάξω, να τα πιάσω
και να τα προσκυνήσω όπως θεό;
ΦΙ. Και βέβαια, γιε μου, παρ' τα κι ό,τι άλλο
σ' αρέσει απ' τα δικά μου, κοίταξέ το.
ΝΕ. Πολύ το θέλω κι έχω τέτοιο πόθο·
αν είναι δίκιο δος μου τα, αλλιώς ασ' τα.

660
ΦΙ. Ευλαβικά μιλάς παιδί μου, κι είναι δίκιο,
εσύ που μ' έκανες να δω τον ήλιο,
να δω τη γη της Οίτης και το γέρο
πατέρα μου, τους φίλους, συ που μ' έχεις
υψώσει πιο ψηλά από τους εχθρούς μου.
Μπορείς τα τόξα να κρατήσεις κι όταν
μου τα γυρίσεις πίσω, να καυχιέσαι
πως είσαι ο μόνος άνθρωπος που χάρη
στην αρετή σου τ' άγγιξες.
Τι έτσι τ' απόχτησα κι εγώ βοηθώντας κάποιον.











670
ΝΕ. Χαίρομαι που σε γνώρισα και σ' έχω
φίλο· γιατί όποιος ξέρει να πληρώνει
την καλοσύνη με καλό, είναι φίλος
απ' όλα ο πιο καλός· προχώρα μέσα·
ΦΙ. Κι εσύ να μπεις· η αρρώστια μου σε θέλει
βοηθό μου και συμπαραστάτη.
 
  (Μπαίνουν στη σπηλιά)