Σοφοκλέους Τραγωδίαι (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Α΄ Επεισόδιο: Α΄ Σκηνή: στ. 391-541 Α΄ Επεισόδιο: Γ΄ Σκηνή: στ. 628-675 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΕΜΠΟΡΟΣ
 
 
Ἀχιλλέως παῖ, τόνδε τὸν ξυνέμπορον,
ὃς ἦν νεὼς σῆς σὺν δυοῖν ἄλλοιν φύλαξ,
ἐκέλευσ' ἐμοί σε ποῦ κυρῶν εἴης φράσαι,
 
ἐπείπερ ἀντέκυρσα, δοξάζων μὲν οὔ,
τύχῃ δέ πως πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς πέδον.
Πλέων γάρ, ὡς ναύκληρος, οὐ πολλῷ στόλῳ
ἀπ' Ἰλίου πρὸς οἶκον ἐς τὴν εὔβοτρυν
Πεπάρηθον, ὡς ἤκουσα τοὺς ναύτας ὅτι
545
σοὶ πάντες εἶεν συννεναυστοληκότες,
ἔδοξέ μοι μὴ σῖγα, πρὶν φράσαιμί σοι,
τὸν πλοῦν ποεῖσθαι προστυχόντι τῶν ἴσων.
Οὐδὲν σύ που κάτοισθα τῶν σαυτοῦ πέρι,
ἃ τοῖσιν Ἀργείοισιν ἀμφὶ σοῦ νέα
550
βουλεύματ' ἐστί, κοὐ μόνον βουλεύματα,
ἀλλ' ἔργα δρώμεν', οὐκέτ' ἐξαργούμενα.
555
ΝΕ. Ἀλλ' ἡ χάρις μὲν τῆς προμηθίας, ξένε,
εἰ μὴ κακὸς πέφυκα, προσφιλὴς μενεῖ·
φράσον δ' ἅπερ γ' ἔλεξας, ὡς μάθω τί μοι
 
  νεώτερον βούλευμ' ἀπ' Ἀργείων ἔχεις. 560
ΕΜ. Φροῦδοι διώκοντές σε ναυτικῷ στόλῳ
Φοῖνιξ ὁ πρέσβυς οἵ τε Θησέως κόροι.
 
ΝΕ. Ὡς ἐκ βίας μ' ἄξοντες ἢ λόγοις πάλιν;  
ΕΜ. Οὐκ οἶδ'· ἀκούσας δ' ἄγγελος πάρειμί σοι.  
ΝΕ. Ἦ ταῦτα δὴ Φοῖνίξ τε χοἰ ξυνναυβάται 565
  οὕτω καθ' ὁρμὴν δρῶσιν Ἀτρειδῶν χάριν;  
ΕΜ. Ὡς ταῦτ' ἐπίστω δρώμεν', οὐ μέλλοντ' ἔτι.  
ΝΕ. Πῶς οὖν Ὀδυσσεὺς πρὸς τάδ' οὐκ αὐτάγγελος
πλεῖν ἦν ἑτοῖμος; Ἢ φόβος τις εἶργέ νιν;
 
ΕΜ. Κεῖνός γ' ἐπ' ἄλλον ἄνδρ' ὁ Τυδέως τε παῖς
ἔστελλον, ἡνίκ' ἐξανηγόμην ἐγώ.
570
ΝΕ. Πρὸς ποῖον αὖ τόνδ' αὐτὸς Οὑδυσσεὺς ἔπλει;  
ΕΜ. Ἦν δή τις —ἀλλὰ τόνδε μοι πρῶτον φράσον
τίς ἐστιν· ἃν λέγῃς δὲ μὴ φώνει μέγα.
 
ΝΕ. Ὅδ' ἔσθ' ὁ κλεινός σοι Φιλοκτήτης, ξένε. 575
ΕΜ. Μή νύν μ' ἔρῃ τὰ πλείον', ἀλλ' ὅσον τάχος
ἔκπλει σεαυτὸν ξυλλαβὼν ἐκ τῆσδε γῆς.
ΦΙ. Τί φησιν, ὦ παῖ; τί με κατὰ σκότον ποτὲ
διεμπολᾷ λόγοισι πρός σ' ὁ ναυβάτης;
ΝΕ. Οὐκ οἶδά πω τί φησι· δεῖ δ' αὐτὸν λέγειν
εἰς φῶς ὃ λέξει, πρὸς σὲ κἀμὲ τούσδε τε.
580
ΕΜ. Ὦ σπέρμ' Ἀχιλλέως, μή με διαβάλῃς στρατῷ
λέγονθ' ἃ μὴ δεῖ· πόλλ' ἐγὼ κείνων ὕπο
δρῶν ἀντιπάσχω χρηστά θ', οἷ' ἀνὴρ πένης.
ΝΕ. Ἐγώ εἰμ' Ἀτρείδαις δυσμενής· οὗτος δέ μοι
φίλος μέγιστος, οὕνεκ' Ἀτρείδας στυγεῖ.
Δεῖ δή σ', ἔμοιγ' ἐλθόντα προσφιλῆ, λόγων
κρύψαι πρὸς ἡμᾶς μηδέν' ὧν ἀκήκοας.
585
ΕΜ. Ὅρα τί ποιεῖς, παῖ. ΝΕ. Σκοπῶ κἀγὼ πάλαι.
ΕΜ. Σὲ θήσομαι τῶνδ' αἴτιον. ΝΕ. Ποιοῦ λέγων. 590
ΕΜ. Λέγω. Ἐπὶ τοῦτον ἄνδρε τώδ' ὥπερ κλύεις,
ὁ Τυδέως παῖς ἥ τ' Ὀδυσσέως βία,
διώμοτοι πλέουσιν ἦ μὴν ἢ λόγῳ
πείσαντες ἄξειν, ἢ πρὸς ἰσχύος κράτος.
  Καὶ ταῦτ' Ἀχαιοὶ πάντες ἤκουον σαφῶς
Ὀδυσσέως λέγοντος· οὗτος γὰρ πλέον
τὸ θάρσος εἶχε θἀτέρου δράσειν τάδε.
595
ΝΕ. Τίνος δ' Ἀτρεῖδαι τοῦδ' ἄγαν οὕτω χρόνῳ
τοσῷδ' ἐπεστρέφοντο πράγματος χάριν,
  ὅν γ' εἶχον ἤδη χρόνιον ἐκβεβληκότες; 600
  Τίς ὁ πόθος αὐτοὺς ἵκετ', ἢ θεῶν βία
καὶ νέμεσις, οἵπερ ἔργ' ἀμύνουσιν κακά;
ΕΜ. Ἐγὼ σὲ τοῦτ', ἴσως γὰρ οὐκ ἀκήκοας,
πᾶν ἐκδιδάξω. Μάντις ἦν τις εὐγενής,
  Πριάμου μὲν υἱός, ὄνομα δ' ὠνομάζετο
Ἕλενος, ὃν οὗτος νυκτὸς ἐξελθὼν μόνος
ὁ πάντ' ἀκούων αἰσχρὰ καὶ λωβήτ' ἔπη
δόλιος Ὀδυσσεὺς εἷλε· δέσμιόν τ' ἄγων
ἔδειξ' Ἀχαιοῖς ἐς μέσον, θήραν καλήν·
605
  ὃς δὴ τά τ' ἄλλ' αὐτοῖσι πάντ' ἐθέσπισε,
καὶ τἀπὶ Τροίᾳ πέργαμ' ὡς οὐ μή ποτε
610
πέρσοιεν, εἰ μὴ τόνδε πείσαντες λόγῳ
ἄγοιντο νήσου τῆσδ' ἐφ' ἧς ναίει τὰ νῦν.
Καὶ ταῦθ' ὅπως ἤκουσ' ὁ Λαέρτου τόκος
τὸν μάντιν εἰπόντ', εὐθέως ὑπέσχετο
τὸν ἄνδρ' Ἀχαιοῖς τόνδε δηλώσειν ἄγων·
οἴοιτο μὲν μάλισθ' ἑκούσιον λαβών,
εἰ μὴ θέλοι δ', ἄκοντα· καὶ τούτων κάρα
τέμνειν ἐφεῖτο τῷ θέλοντι μὴ τυχών.
615
Ἤκουσας, ὦ παῖ, πάντα· τὸ σπεύδειν δέ σοι 620
καὐτῷ παραινῶ κεἴ τινος κήδῃ πέρι.
ΦΙ. Οἴμοι τάλας. Ἦ κεῖνος, ἡ πᾶσα βλάβη,
ἔμ' εἰς Ἀχαιοὺς ὤμοσεν πείσας στελεῖν;
Πεισθήσομαι γὰρ ὧδε κἀξ Ἅιδου θανὼν
πρὸς φῶς ἀνελθεῖν, ὥσπερ οὑκείνου πατήρ. 625
ΕΜ. Οὐκ οἶδ' ἐγὼ ταῦτ'· ἀλλ' ἐγὼ μὲν εἶμ' ἐπὶ
ναῦν, σφῷν δ' ὅπως ἄριστα συμφέροι θεός.

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 
ΕΜΠΟΡΟΣ
 
 
Του Αχιλλέα γιε, το ναύτη ετούτον
που μ' άλλους δύο το πλοίο σου εφρουρούσε,
ρώτησα να μου πει πού θα βρισκόσουν
τι απρόσμενα στο δρόμο μου σε βρήκα,
αράζοντας τυχαία σ' αυτό το μέρος.
Πλέοντας μ' ένα σκάφος απ' την Τροία
για την πατρίδα μου με τα καλά σταφύλια,
τη Σκόπελο, όταν άκουσα πως είναι
δικοί σου ναύτες, σκέφτηκα πως θα 'ταν
συμφέρο να μη φύγω δίχως λέξη,
παρά όσα ξέρω να σου εξιστορήσω
και κάποια αντάξια πλερωμή να πάρω.
Γιατί νομίζω τίποτε δεν ξέρεις
από τα σχέδια των Αργείων
για σένα, όχι σχέδια μονάχα,
μα έργα που άρχισαν και δεν αργούνε.








550
ΝΕ. Βέβαια τη χάρη που μου κάνεις τώρα
δε θα ξεχάσω, ξένε, αφού δεν είμαι
αχάριστος· εμπρός, λέγε να μάθω
τι νέο κακό από τους Αργείους μου φέρνεις.



560
ΕΜ. Σε κυνηγάνε τώρα με καράβια
ο γέρο Φοίνικας και του Θησέα τ' αγόρια.
 
ΝΕ. Αφού με πείσουν να με πάρουν, ή με τη βία;  
ΕΜ. Δεν ξέρω· ό,τι άκουσα σου λέω.  
ΝΕ. Ο Φοίνικας κι οι ναύτες του στ' αλήθεια
μόνο για τους Ατρείδες θα το κάνουν;
 
ΕΜ. Ναι, μάθε δεν αργούν, αλλά κινήσαν.  
ΝΕ. Και πώς μαζί δεν ήταν κι ο Οδυσσέας;
ή μήπως τον κρατούσε κάποιος φόβος;
 
ΕΜ. Σαν έφευγα κι αυτός κι ο Διομήδης
για κάποιον άλλον άντρα ξεκινούσαν.
570
ΝΕ. Τάχα για ποιον να ταξιδεύει ο Οδυσσέας;  
ΕΜ. Ήτανε κάποιος -όμως πρώτα πες μου
ποιος είν' αυτός και μίλα σιγανά.
 
ΝΕ. Ο ξακουσμένος Φιλοκτήτης, ξένε.  
EM. Μη με ρωτάς περσότερα, μα κάνε
πανιά γοργά απ'τη χώρα αυτή και φύγε.
ΦΙ. Τι λέει, παιδί μου; Τι πουλάει για μένα
λόγια προδοτικά τούτος ο ναύτης;
ΝΕ. Τι λέει και εγώ δεν ξέρω. Πρέπει ωστόσο
σ' όλους εδώ καθάρια να μιλήσει.
580
ΕΜ. Γιε του Αχιλλέα, μη με κακολογήσεις
στο στράτευμα, γιατί σου φανερώνω
όσα δεν πρέπει· εγώ φτωχός και εκείνοι
πλούσια τη δουλεία μου αντιπληρώνουν.
ΝΕ. Δε στέργω τους Ατρείδες κι αυτός είναι
φίλος μου γκαρδιακός, γιατί παρόμοιο
μίσος νιώθει γι΄ αυτούς. Έτσι μην κρύψεις
τίποτε απ' όσα φτάσανε στ' αυτιά σου,
μια κι έχεις έρθει εδώ σα φίλος.
ΕΜ. Σκέψου τι κάνεις, παιδί μου.
ΝΕ. Το 'χω σκεφτεί από πριν.
ΕΜ. Εσέ θα βάλω αιτία για τούτα. 590
ΝΕ. Βάλε με, όμως λέγε.
ΕΜ. Μιλάω. Γι' αυτόν που ακούς τον άντρα
ταξιδεύουν ορκισμένοι πως θα φέρουν
Διομήδης και Οδυσσέας πάλι πίσω
αφού τον πείσουν με τα λόγια ή με τη βία.
Ο γιος του Λαέρτη σ' όλους τους Αργείους
το είπε καθαρά· γιατί κανένας άλλος
δε θα 'χε τόσο θάρρος να το κάνει.
ΝΕ. Και τι είναι αυτό που κάνει τους Ατρείδες
τόσο πολύ να νοιάζονται για τούτον
που 'χαν από καιρούς παρατημένο;
Ποια πεθυμιά τούς σπρώχνει; Ποια οργισμένη βία
των θεών που τιμωρούν ανόσιες πράξεις;


600
ΕΜ. Ό,τι δεν άκουσες εγώ θα σου ιστορήσω.
Ήταν κάποιος μάντης. Έλενο τον λέγαν,
του Πριάμου γιος λαμπρός, αυτόν μια νύχτα
βγαίνοντας ο πανούργος Οδυσσέας
που όλοι κακολογούσαν και βρίζαν μόνος
τον επαγίδεψε και σούρνοντάς τον
μπρος σ' όλους τους Αργείους δεμένο
τον έδειξε, καλό κυνήγι· εκείνος είπε
χρησμούς πολλούς κι ακόμη πως την Τροία
ποτέ δε θα κουρσέψουν, αν δε φέρουν










610
απ' το νησί που μένει τώρα ετούτον,
κι αφού τον πείσουν. Τότε ο γιος του Λαέρτη,
σαν άκουσε το μάντη αυτά να λέει,
στους Αχαιούς υπόσχονταν να φέρει
τον άντρα αυτόν, θαρρώντας πως μπορούσε
με το καλό να τόνε πάρει ή με τη βία·
κι αν αποτύχαινε, καθένας είχε
δικαίωμα να του κόψει το κεφάλι.
Τ' άκουσες όλα· λέω κι εσύ να φύγεις
και κάποιος άλλος που γι' αυτόν φροντίζει.










620
ΦΙ. Του μαύρου αλίμονό μου· αλήθεια ορκίστη
κείνος, η πάσα συμφορά, πως θα με φέρει
αφού με πείσει πάλι στους Αργείους;
Γιατί έτσι θα τον άκουγα όπως όταν
νεκρός από τον Άδη θα μπορούσα
ν' ανέβαινα στο φως σαν το γονιό του.
ΕΜ. Δεν ξέρω εγώ γι' αυτά· πάω στο καράβι
κι ας δώσουν οι θεοί ό,τι σας συμφέρει.
 
(Φεύγει ο έμπορος)