|
ΧΟΡΟΣ |
|
|
Τί χρή, τί χρή με, δέσποτ', ἐν ξένᾳ ξένον |
στροφή α΄ |
|
στέγειν, ἢ τί λέγειν πρὸς ἄνδρ' ὑπόπταν; |
136 |
|
Φράζε μοι.
Τέχνα γὰρ τέχνας ἑτέρας
προὔχει καὶ γνώμα παρ' ὅτῳ τὸ θεῖον |
|
|
Διὸς σκῆπτρον ἀνάσσεται. |
140 |
|
Σὲ δ', ὦ τέκνον, τόδ' ἐλήλυθεν
πᾶν κράτος ὠγύγιον· τό μοι ἔννεπε
τί σοι χρεὼν ὑπουργεῖν. |
|
|
|
|
ΝΕ. |
Νῦν μέν, ἴσως γὰρ τόπον ἐσχατιᾶς |
|
|
προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται, |
145 |
|
δέρκου θαρσῶν· ὁπόταν δὲ μόλῃ
δεινὸς ὁδίτης, τῶνδ' ἐκ μελάθρων
πρὸς ἐμὴν αἰεὶ χεῖρα προχωρῶν
πειρῶ τὸ παρὸν θεραπεύειν. |
|
|
|
|
ΧΟ. |
Μέλον πάλαι μέλημά μοι λέγεις, ἄναξ, |
αντ. α΄ |
|
φρουρεῖν ὄμμ' ἐπὶ σῷ μάλιστα καιρῷ· |
151 |
|
νῦν δέ μοι λέγ' αὐλὰς ποίας ἔνεδρος
ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει· τὸ γάρ μοι
μαθεῖν οὐκ ἀποκαίριον, |
|
|
μὴ προσπεσών με λάθῃ ποθέν, |
155 |
|
τίς τόπος ἢ τίς ἕδρα, τίν' ἔχει στίβον,
ἔναυλος ἢ θυραῖος; |
|
|
|
|
ΝΕ. |
Οἶκον μὲν ὁρᾷς τόνδ' ἀμφίθυρον |
|
|
πετρίνης κοίτης. |
160 |
ΧΟ. |
Ποῦ γὰρ ὁ τλήμων αὐτὸς ἄπεστιν; |
|
ΝΕ. |
Δῆλον ἔμοιγ' ὡς φορβῆς χρείᾳ
στίβον ὀγμεύει τόνδε πέλας που. |
|
|
Ταύτην γὰρ ἔχειν βιοτῆς αὐτὸν |
|
|
λόγος ἐστὶ φύσιν, θηροβολοῦντα |
165 |
|
πτηνοῖς ἰοῖς, στυγερὸν στυγερῶς,
οὐδέ τιν' αὑτῷ
παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν. |
|
|
|
|
ΧΟ. |
Οἰκτίρω νιν ἔγωγ', ὅπως, |
στροφή α΄ |
|
μή του κηδομένου βροτῶν |
|
|
μηδὲ ξύντροφον ὄμμ' ἔχων,
δύστανος, μόνος αἰεί,
νοσεῖ μὲν νόσον ἀγρίαν,
ἀλύει δ' ἐπὶ παντί τῳ |
170 |
|
χρείας ἱσταμένῳ. Πῶς ποτε, πῶς
δύσμορος ἀντέχει;
Ὦ παλάμαι θνητῶν,
ὦ δύστανα γένη βροτῶν
οἷς μὴ μέτριος αἰών. |
175 |
|
|
|
|
Οὗτος πρωτογόνων ἴσως |
αντ. β΄ |
|
οἴκων οὐδενὸς ὕστερος,
πάντων ἄμμορος ἐν βίῳ
κεῖται μοῦνος ἀπ' ἄλλων,
στικτῶν ἢ λασίων μετὰ |
181 |
|
θηρῶν, ἔν τ' ὀδύναις ὁμοῦ
λιμῷ τ' οἰκτρὸς ἀνήκεστα μερι-
μνήματ' ἔχων βοᾷ.
Ἁ δ' ἀθυρόστομος
ἀχὼ τηλεφανὴς πικρὰς |
185 |
|
οἰμωγᾶς ὕπο χεῖται. |
190 |
|
|
|
ΝΕ. |
Οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοί·
θεῖα γάρ, εἴπερ κἀγώ τι φρονῶ,
καὶ τὰ παθήματα κεῖνα πρὸς αὐτὸν
τῆς ὠμόφρονος Χρύσης ἐπέβη, |
|
|
καὶ νῦν ἃ πονεῖ δίχα κηδεμόνων,
οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ θεῶν του μελέτῃ, |
195 |
|
τοῦ μὴ πρότερον τόνδ' ἐπὶ Τροίᾳ
τεῖναι τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη,
πρὶν ὅδ' ἐξήκοι χρόνος ᾧ λέγεται |
|
|
χρῆναί σφ' ὑπὸ τῶνδε δαμῆναι. |
200 |
ΧΟ. |
Εὔστομ' ἔχε, παῖ. ΝΕ. Τί τόδε; |
|
|
|
|
ΧΟ. |
Προὐφάνη κτύπος, |
|
|
φωτὸς σύντροφος ὡς τειρομένοιο <του>, |
στρ. γ΄ |
|
ἤ που τῇδ' ἢ τῇδε τόπων. |
|
|
Βάλλει, βάλλει μ' ἐτύμα
φθογγά του στίβον κατ' ἀνάγ-
καν ἕρποντος, οὐδέ με λά-
θει βαρεῖα τηλόθεν αὐ- |
205 |
|
δὰ τρυσάνωρ· διάσημα θροεῖ γάρ.
Ἀλλ' ἔχε, τέκνον.ΝΕ. Λέγ' ὅ τι. |
209 |
|
|
|
ΧΟ. |
Φροντίδας νέας· |
αντ. γ΄ |
|
ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ' ἔντοπος ἁνήρ,
οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων,
ὡς ποιμὴν ἀγροβότας, |
|
|
ἀλλ' ἤ που πταίων ὑπ' ἀνάγ-
κας βοᾷ τηλωπὸν ἰω-
άν, ἢ ναὸς ἄξενον αὐ-
γάζων ὅρμον· προβοᾷ γάρ τι δεινόν. |
215 |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
|
ΧΟΡΟΣ |
|
|
Τι πρέπει, τι πρέπει να κάνω
ο ξένος εγώ, βασιλιά μου, στα ξένα,
το στόμα μου να 'χω κλεισμένο
ή τη γλώσσα μου λεύτερη
μπροστά σ' άντρα καχύποπτο;
Λέγε μου. Γιατί πάντοτε στέκεται
ψηλότερα η τέχνη από την τέχνη των άλλων
κι η γνώμη απ' την γνώμη των άλλων
σ' αυτόν που τα σκήπτρα του Δία
βασιλιάς τα κρατά.
Ετούτη η πανάρχαιη εξουσία
εδόθη, παιδί μου, σε σένα· μα πέσμου
τι πρέπει να κάνω για σένα. |
140 |
|
|
|
ΝΕ. |
Αν θέλεις τώρα κοίτα χωρίς φόβο
πού κατοικεί· όμως όταν έρθει
ο φοβερός διαβάτης φεύγα απ' την σπηλιά,
κι όπου το χέρι μου σου δείχνει, εκεί προχώρα
βοηθώντας σε κάθε περίσταση. |
|
|
|
|
|
(Έξοδος Οδυσσέα. Μπαίνει ο χορός.) |
|
|
|
|
ΧΟ. |
Λες το παλιό μου χρέος, να φροντίζω
κάθε σου δύσκολη στιγμή, βασιλιά μου.
Μα τώρα πέσμου
πού μένει αυτός και ποια η μονιά του;
Γιατί παράκαιρο δεν είναι το ξέρω,
μήπως και μου 'ρθει απάντεχα κρυμμένος·
πού μένει, ποιος ο δρόμος του,
μέσα είναι τώρα ή μακριά πλανιέται; |
150 |
|
|
|
ΝΕ. |
Κοίταξε αυτή τη δίστομη σπηλιά στους βράχους. |
160 |
ΧΟ. |
Πού να 'ναι τώρα αυτός ο δύστυχος; |
|
ΝΕ. |
Θαρρώ πως ψάχνει για τροφή και κάπου
τριγύρω εδώ θα σούρνεται με κόπο. |
|
|
Γιατί όπως λεν τέτοιο συνήθειον έχει
να κυνηγάει με τις γοργές σαΐτες
αγρίμια για να ζήσει ο δύστυχος
κι ούτε κανείς υπάρχει να γιατρέψει
τις μαύρες συμφορές του. |
|
|
|
|
ΧΟ. |
Πώς θλίβομαι κι αυτόν που μόνος
χωρίς κανένας να τον γνοιάζεται
χωρίς κανένα σύντροφο σιμά του
δυστυχισμένος κι έρμος πάντοτε
απ' τη βαρειά του αρρώστια λιώνει,
κι οι πιο μικρές ανάγκες τον τσακίζουν.
Αχ! πώς αντέχει ο δόλιος, πώς αντέχει;
Ω έργα των θεών,
ω δύστυχες γενιές των ανθρώπων
αν η ζωή σας ξεπέρασε το μέτρο. |
170 |
|
|
|
|
Όντας αυτός με βασιλόπουλα παρόμοιος
όλα του λείπουν τώρα κι απομένει
μόνος απόμακρα απ' τον κόσμο
κι έχοντας συντροφιά τα μαλλιαρά
και τα στικτά του λόγγου αγρίμια
μέσα στους πόνους και στην πείνα ο δύστυχος
παλεύει με τα πάθη του τ' αγιάτρευτα.
Βαρύς κι αλαργινός ο αντίλαλος
μακριάθε στέλνει την απόκριση
στα βογγητά και τις πικρές κραυγές του. |
180
190 |
|
|
|
ΝΕ. |
Για τίποτε απ' αυτά δεν απορώ· γιατί,
αν βλέπει καθαρά κι εμένα ο νους μου,
θεοσταλμένες συμφορές τον βρήκαν
από τη Χρύση την σκληρόκαρδη και τώρα
όσα παθαίνει δίχως έναν σύντροφο,
είναι φροντίδα κάποιου απ' τους θεούς |
|
|
στην Τροία τις θεϊκές ανίκητες σαΐτες
να μην τεντώσει πριν να φτάσει ο χρόνος,
που, καθώς λένε, είναι ταγμένο
η πόλη του Πριάμου να πέσει απ' αυτές. |
200 |
ΧΟ. |
Σώπασε τώρα, παιδί μου, |
|
ΝΕ. |
Τι 'ναι; |
|
ΧΟ. |
Ακούστηκε κραυγή, συνηθισμένο
βογγητό κάποιου που τον τρώει ο πόνος·
σαν κατά δω, σαν κατά κει.
Ξάστερη φτάνει στ' αυτιά μου, με φτάνει,
ανθρώπου φωνή που με κόπο
στο δρόμο πασκίζει σερνάμενος,
και δε μου ξεφεύγει το κλάμα του
μακρινό και βαθύ που τον σκίζει·
γιατί βόγγει ξεκάθαρα. |
|
|
|
|
ΧΟ. |
Όμως, παιδί μου, τώρα πρόσεχε. |
|
ΝΕ. |
Λέγε τι τρέχει. |
210 |
ΧΟ. |
Πρόσεχε τώρα· ο άνδρας μακριά μας
δεν είναι, αλλά κοντά κι ούτε τραγούδια
παίζει με το σουραύλι σα βοσκός
του λόγγου, μα σκοντάφτοντας μεγάλη
βγάζει φωνή απ' τον πόνο ή βλέπει
δίχως καράβι το άξενο λιμάνι·
γιατί 'ναι φοβερή η κραυγή του. |
|
|
|
|
|
(Εμφανίζεται ο Φιλοκτήτης με βρώμικα ρούχα και άγρια όψη σέρνοντας το πονεμένο πόδι του) |
|