1 |
περίρρυτος (<περὶ + ῥέω) |
αυτός που βρέχεται από θάλασσα |
|
χθὼν Λήμνου (περίφρ.) |
η Λήμνος |
|
βροτὸς
|
ο άνθρωπος |
|
ἄστιπτος (<ἀ + στείβω)
|
απάτητος |
|
ἔνθα
|
όπου |
|
κρατίστου....τραφεὶς (= ἐκ πατρὸς κρατίστου τραφεὶς) |
που ανατράφηκες από τον πιο γενναίο Έλληνα πατέρα |
|
Μηλιεὺς (αιτ. Μηλιᾶ) |
ο κάτοικος της Μαλίδας χώρας |
|
ἐξέθηκα (ἐκτίθημι) |
εγκατέλειψα, παράτησα |
|
ταχθεὶς (= διαταχθεὶς) |
αφού διατάχθηκα |
|
ἔρδω |
πράττω |
|
τῶν ἀνασσόντων ὕπο (= ὑπὸ τῶν ἀνασσόντων) |
από τους άρχοντες |
|
νόσῳ.... πόδα (αιτ. αναφ.) |
επειδή το πόδι του πυορροούσε από τη διαβρωτική νόσο |
|
διάβορος (διὰ + βιβρώσκω = κατατρώγω) |
διαβρωτικός, αυτός που κατατρώγει |
|
ὅτε |
επειδή |
|
λοιβὴ |
η σπονδή |
|
θύματα |
θυσίες |
|
οὔτε παρῆν ἑκήλοις (κατηγ. στο ἡμὶν) προσθιγεῖν (προσθιγγάνω)
|
δεν ήταν δυνατόν να προσφέρουμε με ησυχία |
10 |
δυσφημία |
η κατάρα |
|
κατεῖχε |
γέμιζε |
|
βοῶν, στενάζων (ασύνδ.) |
βογγώντας και στενάζοντας |
|
ἀκμὴ (ἐστι) |
είναι καιρός, κατάλληλη ώρα |
|
ἥκοντα (κτγρμ. μτχ.) |
ότι έχω έλθει |
|
κἀκχέω (= και ἐκχέω, υποτ. αορ. του ρ. ἐκχέω) |
και καταστρέψω |
|
σόφισμα |
σχέδιο |
|
τῷ (= ᾧ).... δοκῶ |
με το οποίο νομίζω ότι θα τον πι |
|
τὰ λοίφ' (σύστ. αντικ.) ὑπηρετεῖν (= τὰ λοιπὰ ὑπηρετήματα ὑπηρετεῖν)
|
να εκτελέσεις τις υπόλοιπες εργασίες |
|
δίστομος πέτρα |
σπηλιά με δύο στόμια |
|
ἵνα (επίρρ.) ἐν ψύχει (= ἐν χειμῶνι) μέν..... ἐνθάκησις (το αφηρ. αντί του συγκεκρ.) |
όπου τον χειμώνα και από τις δυο πλευρές ο ήλιος τη ζεσταίνει |
|
ἀμφιτρὴς (τε(ι)τραίνω = τρυπώ) |
τρυπημένος (ανοιχτός) από τις δύο πλευρές |
|
αὔλιον, τὸ |
αγροτική κατοικία, σπηλιά |
|
δι' ἀμφιτρῆτος αὐλίου πνοὴ |
από τις δύο πλευρές της σπηλιάς δροσερός αέρας |
20 |
βαιὸν δ' ἔνερθεν (ενν. πέτρας) |
λίγο πιο κάτω από τη σπηλιά |
|
ἐξ ἀριστερᾶς (= ἐν ἀριστερᾷ) τάχα |
προς τα αριστερά ίσως |
|
ποτὸν κρηναῖον |
πηγή με τρεχούμενο νερό |
|
εἴπερ ἐστὶ σῶν (= σῶον) |
αν βέβαια σώζεται |
|
ἃ (υποκ. των ἔχει και κυρεῖ)....σῖγα σήμαιν(ε)
|
αυτά, αφού πλησιάσεις αθόρυβα, φανέρωσε, γνέψε |
|
εἴτε....εἴτε κυρεῖ (πλάγια ερ.) |
αν βρίσκονται σ' αυτή τη θέση ή σ' άλλη |
|
ὡς.... κλύῃς (τελ. πρότ.) |
για ν'ακούσεις |
|
κοινὰ δ' ἐξ ἀμφοῖν ἴῃ (υποτ. ενεστ. του ρ. ἔρχομαι) |
και να πάει μπροστά η δουλειά και από τους δυο μας, και μαζί να δράσουμε |
|
τοὔργον οὐ μακρὰν (= οὐ μακρόν ἐστι) |
η δουλειά δεν είναι μακριά, δε χρειάζεται να πάω μακριά |
|
ἄντρον, τὸ |
η σπηλιά |
|
τόδ' ἐξύπερθε |
νάτην πάνω ψηλά |
|
καὶ οὐδεὶς τύπος στίβου
|
και κανένας θόρυβος από περπάτημα |
30 |
ὅρα...κυρῇ (= ὅρα μὴ κυρῇ καταυλισθεὶς καθ' ὕπνον) |
κοίτα μήπως είναι ξαπλωμένος και κοιμάται |
|
οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα
|
κατοικία χωρίς ανθρώπους |
|
οἰκοποιὸς τροφὴ |
νοικοκυριό και τρόφιμα (ἡ ἐν οἴκῳ γενομένη τροφή, Σχολ.) |
|
στιπτὴ φυλλὰς |
πατημένα φύλλα |
|
ὡς ἐναυλίζοντί τῳ (δοτ. ενεργ. προσώπου) |
σαν να κοιμάται κάποιος εκεί |
|
ὑπόστεγον (< ὑπὸ + στέγη) |
το μέρος κάτω από τη στέγη |
|
αὐτόξυλον ἔκπωμα |
ξυλοπότηρο (από ατόφιο ξύλο) |
|
φλαυρουργὸς (φλαῦρος + ἔργον) |
αδέξιος τεχνίτης |
|
πυρεῖα |
πυρόλιθοι, τσακμακόπετρες |
|
θησαύρισμα (ειρων.) |
το βιος (περιουσία), τα υπάρχοντα |
|
κείνου τό.... τόδε (= κείνου ἔστιν τόδε τὸ θησαύρισμα, ὅπερ σημαίνεις)
|
κι εκείνου είναι τα υπάρχοντα που λες |
|
ἰοὺ ἰοὺ (επιφών.) |
πω, πω |
|
θάλπομαι |
στεγνώνω, ξεραίνομαι |
|
ῥάκη, τὰ |
κουρέλια |
|
βαρείας του....πλέα
|
λερωμένα από την κακοφορμισμένη πληγή του |
40 |
ἁνὴρ (= ὁ ἀνήρ, κράση) |
ο άνθρωπος |
|
κἄστ' (= καὶ ἔστι)...... που |
κι είναι κάπου κοντά, όχι μακριά |
|
νοσῶν ἀνὴρ κῶλον (αιτ. αναφ.) |
άνθρωπος με σακατεμένο πόδι |
|
κὴρ-κηρός, ἡ |
η νόσος, η πληγή |
|
παλαιᾷ κηρὶ (δοτ. αιτίας) |
από την παλιά πληγή του |
|
προσβαίη ἂν μακρὰν |
θα πήγαινε μακριά |
|
(ἐ)'πὶ φορβῆς (γεν. αντικ.) νόστον
|
σε πορεία για αναζήτηση τροφής |
|
ἤ (ἐπὶ) φύλλον, εἴ τι νώδυνον
(νὴ + ὀδύνη) κάτοιδέ που |
ή να μαζέψει, αν ξέρει κάπου, κανένα βοτάνι παυσίπονο, που να καταπραΰνει τους πόνους |
|
τὸν οὖν παρόντα |
αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο |
|
ἐς κατασκοπὴν (τελ. αίτ.) |
για παρακολούθηση |
|
μὴ καὶ λάθῃ με προσπεσὼν
(δηλώνει απροσδόκητη ενέργεια) |
μήπως και αναπάντεχα βρεθεί μπροστά μας |
|
ὡς....ἄν ἕλοιτο |
γιατί θα προτιμούσε |
|
ἔρχεται (αντί ἀπέρχεται) |
φεύγει, πηγαίνει |
|
φυλάξεται στίβος |
θα φρουρείται το μονοπάτι |
|
φράζε δευτέρῳ λόγῳ |
πρόσταζε για δεύτερη φορά, λέγε το τώρα |