Σοφοκλέους Τραγωδίαι (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ - ΥΠΟΘΕΣΗ Πρόλογος: Β΄ Σκηνή: στ. 50-134 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
Α' ΜΕΡΟΣ
 
ΚΕΙΜΕΝΟ - ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΩΝ ΕΝΟΤΗΤΩΝ

 

 

ΟΔΥΣΣΕΥΣ*
 
 
Ἀκτὴ μὲν ἥδε τῆς περιρρύτου χθονὸς
Λήμνου, βροτοῖς ἄστιπτος οὐδ' οἰκουμένη,
ἔνθ', ὦ κρατίστου πατρὸς Ἑλλήνων τραφεὶς
Ἀχιλλέως παῖ Νεοπτόλεμε, τὸν Μηλιᾶ
 
Ποίαντος υἱὸν ἐξέθηκ' ἐγώ ποτε,
ταχθεὶς τόδ' ἔρδειν τῶν ἀνασσόντων ὕπο,
νόσῳ καταστάζοντα διαβόρῳ πόδα·
ὅτ' οὔτε λοιβῆς ἡμὶν οὔτε θυμάτων
παρῆν ἑκήλοις προσθιγεῖν, ἀλλ' ἀγρίαις
5
κατεῖχ' ἀεὶ πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις,
βοῶν, στενάζων. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν τί δεῖ
λέγειν; Ἀκμὴ γὰρ οὐ μακρῶν ἡμῖν λόγων,
μὴ καὶ μάθῃ μ' ἥκοντα κἀκχέω τὸ πᾶν
σόφισμα τῷ νιν αὐτίχ' αἱρήσειν δοκῶ.
10
Ἀλλ' ἔργον ἤδη σὸν τὰ λοίφ' ὑπηρετεῖν,
σκοπεῖν θ' ὅπου 'στ' ἐνταῦθα δίστομος πέτρα
τοιάδ', ἵν' ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ
πάρεστιν ἐνθάκησις, ἐν θέρει δ' ὕπνον
δι' ἀμφιτρῆτος αὐλίου πέμπει πνοή·
15
  Βαιὸν δ' ἔνερθεν ἐξ ἀριστερᾶς τάχ' ἂν
ἴδοις ποτὸν κρηναῖον, εἴπερ ἐστὶ σῶν.
Ἅ μοι προσελθὼν σῖγα σήμαιν' εἴτ' ἔχει
χῶρον πρὸς αὐτὸν τόνδ' ἔτ', εἴτ' ἄλλῃ κυρεῖ,
ὡς τἀπίλοιπα τῶν λόγων σὺ μὲν κλύῃς,
20
  ἐγὼ δὲ φράζω, κοινὰ δ' ἐξ ἀμφοῖν ἴῃ. 25
 
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
     
  Ἄναξ Ὀδυσσεῦ, τοὔργον οὐ μακρὰν λέγεις·
Δοκῶ γὰρ οἷον εἶπας ἄντρον εἰσορᾶν.
 
ΟΔ. Ἄνωθεν, ἢ κάτωθεν; οὐ γὰρ ἐννοῶ.  
ΝΕ. Τόδ' ἐξύπερθε, καὶ στίβου γ' οὐδεὶς τύπος.  
ΟΔ. Ὅρα καθ' ὕπνον μὴ καταυλισθεὶς κυρῇ. 30
ΝΕ. Ὁρῶ κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα.  
ΟΔ. Οὐδ' ἔνδον οἰκοποιός ἐστί τις τροφή;  
ΝΕ. Στιπτή γε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ.  
ΟΔ. Τὰ δ' ἄλλ' ἐρῆμα, κοὐδέν ἐσθ' ὑπόστεγον;  
ΝΕ. Αὐτόξυλόν γ' ἔκπωμα, φλαυρουργοῦ τινος 35
  τεχνήματ' ἀνδρός, καὶ πυρεῖ' ὁμοῦ τάδε.  
ΟΔ. Κείνου τὸ θησαύρισμα σημαίνεις τόδε.  
ΝΕ. Ἰοὺ ἰού· καὶ ταῦτά γ' ἄλλα θάλπεται  
  ῥάκη, βαρείας του νοσηλείας πλέα.  
ΟΔ. Ἁνὴρ κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σαφῶς, 40
  κἄστ' οὐχ ἑκάς που. Πῶς γὰρ ἂν νοσῶν ἀνὴρ  
  κῶλον παλαιᾷ κηρὶ προσβαίη μακράν;
Ἀλλ' ἢ 'πὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυθεν,
ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κάτοιδέ που.
 
  Τὸν οὖν παρόντα πέμψον εἰς κατασκοπήν,
μὴ καὶ λάθῃ με προσπεσών· ὡς μᾶλλον ἂν
ἕλοιτό μ' ἢ τοὺς πάντας Ἀργείους λαβεῖν.
45
ΝΕ. Ἀλλ' ἔρχεταί τε καὶ φυλάξεται στίβος.
Σὺ δ' εἴ τι χρῄζεις, φράζε δευτέρῳ λόγῳ.
 

 

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

1 περίρρυτος (<περὶ + ῥέω) αυτός που βρέχεται από θάλασσα
  χθὼν Λήμνου (περίφρ.) η Λήμνος
  βροτὸς ο άνθρωπος
  ἄστιπτος (<ἀ + στείβω) απάτητος
  ἔνθα όπου
  κρατίστου....τραφεὶς
(= ἐκ πατρὸς κρατίστου τραφεὶς)
που ανατράφηκες από τον πιο γενναίο Έλληνα πατέρα
  Μηλιεὺς (αιτ. Μηλιᾶ) ο κάτοικος της Μαλίδας χώρας
  ἐξέθηκα (ἐκτίθημι) εγκατέλειψα, παράτησα
  ταχθεὶς (= διαταχθεὶς) αφού διατάχθηκα
  ἔρδω πράττω
  τῶν ἀνασσόντων ὕπο (= ὑπὸ
τῶν ἀνασσόντων)
από τους άρχοντες
  νόσῳ.... πόδα (αιτ. αναφ.) επειδή το πόδι του πυορροούσε από τη διαβρωτική νόσο
  διάβορος (διὰ + βιβρώσκω
= κατατρώγω)
διαβρωτικός, αυτός που κατατρώγει
  ὅτε επειδή
  λοιβὴ η σπονδή
  θύματα θυσίες
  οὔτε παρῆν ἑκήλοις
(κατηγ. στο ἡμὶν)
προσθιγεῖν (προσθιγγάνω)
δεν ήταν δυνατόν να προσφέρουμε με ησυχία
10 δυσφημία η κατάρα
  κατεῖχε γέμιζε
  βοῶν, στενάζων (ασύνδ.) βογγώντας και στενάζοντας
  ἀκμὴ (ἐστι) είναι καιρός, κατάλληλη ώρα
  ἥκοντα (κτγρμ. μτχ.) ότι έχω έλθει
  κἀκχέω (= και ἐκχέω, υποτ.
αορ. του ρ. ἐκχέω)
και καταστρέψω
  σόφισμα σχέδιο
  τῷ (= ᾧ).... δοκῶ με το οποίο νομίζω ότι θα τον πι
  τὰ λοίφ' (σύστ. αντικ.)
ὑπηρετεῖν (= τὰ λοιπὰ
ὑπηρετήματα ὑπηρετεῖν)
να εκτελέσεις τις υπόλοιπες εργασίες
  δίστομος πέτρα σπηλιά με δύο στόμια
  ἵνα (επίρρ.) ἐν ψύχει
(= ἐν χειμῶνι) μέν.....
ἐνθάκησις
(το αφηρ. αντί
του συγκεκρ.)
όπου τον χειμώνα και από τις δυο πλευρές ο ήλιος τη ζεσταίνει
  ἀμφιτρὴς (τε(ι)τραίνω = τρυπώ) τρυπημένος (ανοιχτός) από τις δύο πλευρές
  αὔλιον, τὸ αγροτική κατοικία, σπηλιά
  δι' ἀμφιτρῆτος αὐλίου πνοὴ από τις δύο πλευρές της σπηλιάς δροσερός αέρας
20 βαιὸν δ' ἔνερθεν (ενν.
πέτρας)
λίγο πιο κάτω από τη σπηλιά
  ἐξ ἀριστερᾶς (= ἐν
ἀριστερᾷ) τάχα
προς τα αριστερά ίσως
  ποτὸν κρηναῖον πηγή με τρεχούμενο νερό
  εἴπερ ἐστὶ σῶν (= σῶον) αν βέβαια σώζεται
  (υποκ. των ἔχει και
κυρεῖ)....σῖγα σήμαιν(ε)
αυτά, αφού πλησιάσεις αθόρυβα, φανέρωσε, γνέψε
  εἴτε....εἴτε κυρεῖ (πλάγια ερ.) αν βρίσκονται σ' αυτή τη θέση ή σ' άλλη
  ὡς.... κλύῃς (τελ. πρότ.) για ν'ακούσεις
  κοινὰ δ' ἐξ ἀμφοῖν ἴῃ
(υποτ. ενεστ. του ρ. ἔρχομαι)
και να πάει μπροστά η δουλειά και από τους δυο μας, και μαζί να δράσουμε
  τοὔργον οὐ μακρὰν
(= οὐ μακρόν ἐστι)
η δουλειά δεν είναι μακριά, δε χρειάζεται να πάω μακριά
  ἄντρον, τὸ η σπηλιά
  τόδ' ἐξύπερθε νάτην πάνω ψηλά
  καὶ οὐδεὶς τύπος στίβου και κανένας θόρυβος από περπάτημα
30 ὅρα...κυρῇ (= ὅρα μὴ κυρῇ
καταυλισθεὶς καθ' ὕπνον)
κοίτα μήπως είναι ξαπλωμένος και κοιμάται
  οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα κατοικία χωρίς ανθρώπους
  οἰκοποιὸς τροφὴ νοικοκυριό και τρόφιμα (ἡ ἐν οἴκῳ γενομένη τροφή, Σχολ.)
  στιπτὴ φυλλὰς πατημένα φύλλα
  ὡς ἐναυλίζοντί τῳ (δοτ.
ενεργ. προσώπου)
σαν να κοιμάται κάποιος εκεί
  ὑπόστεγον (< ὑπὸ + στέγη) το μέρος κάτω από τη στέγη
  αὐτόξυλον ἔκπωμα ξυλοπότηρο (από ατόφιο ξύλο)
  φλαυρουργὸς (φλαῦρος + ἔργον) αδέξιος τεχνίτης
  πυρεῖα πυρόλιθοι, τσακμακόπετρες
  θησαύρισμα (ειρων.) το βιος (περιουσία), τα υπάρχοντα
  κείνου τό.... τόδε (= κείνου
ἔστιν τόδε τὸ θησαύρισμα,
ὅπερ σημαίνεις)
κι εκείνου είναι τα υπάρχοντα που λες
  ἰοὺ ἰοὺ (επιφών.) πω, πω
  θάλπομαι στεγνώνω, ξεραίνομαι
  ῥάκη, τὰ κουρέλια
  βαρείας του....πλέα λερωμένα από την κακοφορμισμένη πληγή του
40 ἁνὴρ (= ὁ ἀνήρ, κράση) ο άνθρωπος
  κἄστ' (= καὶ ἔστι)...... που κι είναι κάπου κοντά, όχι μακριά
  νοσῶν ἀνὴρ κῶλον (αιτ. αναφ.) άνθρωπος με σακατεμένο πόδι
  κὴρ-κηρός, ἡ η νόσος, η πληγή
  παλαιᾷ κηρὶ (δοτ. αιτίας) από την παλιά πληγή του
  προσβαίη ἂν μακρὰν θα πήγαινε μακριά
  (ἐ)'πὶ φορβῆς (γεν. αντικ.) νόστον σε πορεία για αναζήτηση τροφής
  ἤ (ἐπὶ) φύλλον, εἴ τι νώδυνον
(νὴ + ὀδύνη) κάτοιδέ που
ή να μαζέψει, αν ξέρει κάπου, κανένα βοτάνι παυσίπονο, που να καταπραΰνει τους πόνους
  τὸν οὖν παρόντα αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο
  ἐς κατασκοπὴν (τελ. αίτ.) για παρακολούθηση
  μὴ καὶ λάθῃ με προσπεσὼν
(δηλώνει απροσδόκητη ενέργεια)
μήπως και αναπάντεχα βρεθεί μπροστά μας
  ὡς....ἄν ἕλοιτο γιατί θα προτιμούσε
  ἔρχεται (αντί ἀπέρχεται) φεύγει, πηγαίνει
  φυλάξεται στίβος θα φρουρείται το μονοπάτι
  φράζε δευτέρῳ λόγῳ πρόσταζε για δεύτερη φορά, λέγε το τώρα

 

Νεοπτόλεμος

 
4. Νεοπτόλεμος. Απουλιακός κρατήρας. Περίπου 370 π.Χ. Μιλάνο, Συλλογή Torno.

 

Ο Οδυσσεύς

 
5. Ο Οδυσσεύς. Σφραγιδόλιθος. 4ος αι. π.Χ. Βερολίνο, Staatliche Museen.

 


  1. Το κείμενο ακολουθεί την έκδοση A.C.Pearson (OXFORD), 1967, με ελάχιστες, κατά περίπτωση, διαφορετικές γραφές.