|
καὶ μὴν |
αλλά να |
|
εἴβομαι |
σταλάζω, χύνω |
|
νεφέλη........αἰσχύνει |
η συντακτ. σειρά: ὑπὲρ δ' ὀφρύων νεφέλη αἰσχύνει αἱματόεν ῥέθος = και πάνω από τα φρύδια της ένα σύννεφο ασχημίζει το κατακόκκινο πρόσωπό της |
530 |
τέγγω |
υγραίνω, βρέχω |
|
εὐώψ -ῶπος (ὁ, ἡ) |
αυτός που έχει ωραία όψη, ωραίος |
|
ὡς ἔχιδν' ὑφειμένη (ὑφίεμαι) |
σαν οχιά κρυμμένη |
|
μ' ἐξέπινες |
μου έπινες το αίμα |
|
ἄτη -ης |
συμφορά, καταστροφή |
|
κἀπαναστάσεις (το αφηρημένο αντί του συγκεκριμ.) |
και επαναστάτριες |
|
τοῦδε τοῦ τάφου |
σε τούτη την ταφή |
|
ἤ (ἐ)ξομῇ (ἐξομνύω) τὸ μὴ εἰδέναι |
ή θα ορκιστείς ότι δεν ξέρεις τίποτα |
|
ὁμορροθῶ(μεταφορά από την κωπηλασία) |
συμφωνώ |
|
φέρω τῆς αἰτίας |
δέχομαι την κατηγορία |
|
ἀλλ' οὐκ ἐάσει τοῦτό γ' ἡ δίκη σ(οι) |
όμως δε θα στο επιτρέψει αυτό η δικαιοσύνη |
|
κοινοῦμαι (-όομαι) |
κάνω κάποιον συνεργό |
540 |
ἐν κακοῖς τοῖς σοῖσιν |
μέσα στις συμφορές σου |
|
ξύμπλους (ὁ, ἡ), ξύμπλουν (τὸ) |
συνταξιδιώτης, συμμέτοχος |
|
ὧν τοὔργον.....ξυνίστορες |
η συντακτ. σειρά: Ἅιδης χοὶ κάτω ξυνίστορες εἰσὶ ὦν (ἐστι) τοὔργον = ο Άδης και οι θεοί του Κάτω Κόσμου ξέρουν καλά ποιοι έκαναν αυτήν την πράξη (της ταφής) |
|
οὐ στέργω φίλην |
δεν τη θεωρώ δικό μου άνθρωπο |
|
ἀτιμάζω |
στερώ την ταφή |
|
τὸ μὴ οὐ θανεῖν |
διπλή άρνηση, γιατί εξαρτάται από ρήμα με άρνηση: μήτοι ἀτιμάσῃς
|
|
ἁγνίζω |
εξαγνίζω, εξιλεώνω |
|
μή μοι θάνῃς σύ κοινὰ (κοινῇ) |
να μην πεθάνεις μαζί μου, αρνούμαι να πεθάνεις μαζί μου |
|
ἅ μὴ (ἔ)θιγες (θιγγάνω) |
αυτά που δεν άγγιξες |
|
ἀρκέσω (προσ. αντί απρόσ.) |
θα είναι αρκετό ότι.... |
|
καὶ τίς βίος μοι φίλος |
και ποια χαρά θα έχω στη ζωή |
|
σοῦ λελειμμένη |
αν στερηθώ εσένα |
|
κηδεμών (ενν. εἶ) |
ενδιαφέρεσαι, νοιάζεσαι γι' αυτόν |
550 |
ἀνιῶ (‹ἀνία) |
λυπώ, πικραίνω |
|
εἰ γέλωτ' ἐν σοι γελῶ (αιτιολ. πρότ.) |
αν (διότι) γελώ εις βάρος σου |
|
τί δῆτ' ἃν ὠφελοῖμ' ἐγὼ |
σε τι λοιπόν θα μπορούσα να σε ωφελήσω |
|
ἀλλὰ νῦν |
έστω και τώρα |
|
ὑπεκφεύγω |
διαφεύγω (τον κίνδυνο), γλιτώνω |
|
ἀμπλάκω (αόρ. β΄ του ρ. ἀμπλακίσκω) |
να στερηθώ, να μη συμμερισθώ |
|
ἀλλ' οὐκ ἐπ' ἀρρήτοις τοῖς ἐμοῖς λόγοις |
αλλά όχι χωρίς να εκφράσω τις δικαιολογίες μου |
|
σὺ μὲν τοῖς, τοῖς δ' ἐγὼ |
εσύ στα μάτια αυτών εδώ (του Κρέοντα και των Θηβαίων που συντάσσονται μ' αυτόν), εγώ στα μάτια των άλλων (του Άδη και των νεκρών) |
|
νῷν (δοτ. δυϊκ. αρ.) |
ἡμῖν, για τις δυο μας |
|
ἡ (ἐ)ξαμαρτία |
το αμάρτημα, το παράπτωμα |
560 |
τὼ παῖδε (αιτιατ. δυϊκού) |
τὰς παῖδας (αντί τῶν παίδων) |
|
τὼ παῖδε.....τὴν μέν....τήν δ' |
σχήμα «καθ' όλον και μέρος» |
|
ὁ, ἡ ἄνους, τὸ ἄνουν |
ανόητος, άμυαλος |
|
ἀφ' οὗ τὰ πρῶτ' ἔφυ |
από την πρώτη στιγμή της γέννησής της |
|
οὐδ' ὃς ἂν βλάστῃ νοῦς |
ούτε η φρόνηση που έχουμε έμφυτη |
|
ἐξίσταμαι |
φεύγω από τη θέση μου, χάνομαι |
|
σοὶ γοῦν (ενν. ἐξέστη) |
εσένα λοιπόν σου σάλεψε |
|
ὅθ' (= ὅτε) |
αφότου, από τη στιγμή που |
|
μόνῃ μοι βιώσιμον (= βιωτὸν μοι μόνῃ ἐστὶ) |
μπορώ μόνη μου να ζήσω |
|
τῆσδ' ἄτερ (= ἄτερ τῆσδε) |
χωρίς αυτήν εδώ |
|
νυμφεῖα |
γάμοι, μνηστή |
|
ἀρώσιμοι (μεταφ. από τη σπορά) |
κατάλληλοι για καλλιέργεια |
|
ὁ γύης, -ου |
το χωράφι |
570 |
οὐχ ὡς γ'....ἡρμοσμένα |
η συντακτ. σειρά: ἀλλὰ τὰ τοῦ γάμου οὐκ ἔσται ἡρμοσμένα, ὡς γ' ἐκείνῳ τῇδε θ' ἡρμοσμένα ἦν = όμως ο γάμος με άλλη δε θα είναι τόσο ταιριαστός όσο μεταξύ εκείνου και αυτής |
|
υἱεὺς -ος (= υἱὸς) |
γιος |
|
στυγῶ |
μισώ |
|
τὸ σὸν λέχος |
ο γάμος σου (ο γάμος για τον οποίο μιλάς) |
|
δεδογμένα (ενν. ἐστὶ) |
έχει αποφασιστεί |
|
καὶ σοί γε κἀμοὶ (ενν. δεδογμένα ἐστὶ) |
και από σένα βέβαια και από μένα |
|
τριβὰς (ενν. ποιοῦμαι) |
χρονοτριβώ, καθυστερώ |
|
δμὼς -ωὸς |
δούλος |
|
ἀνειμέναι γυναῖκες |
γυναίκες ελεύθερες |
580 |
πέλας τοῦ βίου |
κοντά στη ζωή τους |