ΕΝΟΤΗΤΑ 13
ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
|
|
: ἐγώ, σύ, (αὐτός) - ἡμεῖς, ὑμεῖς, (σφεῖς) |
|
: οὗτος, αὕτη, τοῦτο, ὅδε, ἡδε, τόδε κ.ά. |
|
: αὐτός, αὐτή, αὐτό |
|
: ἐμός-ή-όν, σός-ή-όν, ἐός-ή-όν |
|
: ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς-σεαυτοῦ, σεαυτῆς- ἑαυτοῦ, ἑαυτῆς κ.λπ. |
|
: ἀλλήλων, ἀλλήλοις, ἀλλήλους - ἀλλήλων, ἀλλήλαις, ἀλλήλας - ἀλλήλων, ἀλλήλοις, ἄλληλα |
|
: τίς, τί - τίνες, τίνα ποῖος, ποία, ποῖον κ.ά. |
|
: τίς τί - τινές, τινά (ἄττα) κ.ά. |
|
: ὅς, ἥ, ὅ - ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ - ὅστις, ἥτις, ὅ,τι κ.ά. |
Παρατηρήστε στα επόμενα παραδείγματα τους υπογραμμισμένους τύπους:
Οι υπογραμμισμένοι τύποι είναι κτητικές αντωνυμίες (παραδ. 1-4) και αλληλοπαθητικές αντωνυμίες (παραδ. 5 και 6).
Α’ Για έναν κτήτορα
α’ πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (= δικός μου, δική μου, δικό μου)
β’ πρόσωπο: σός, σή, σόν (= δικός σου, δική σου, δικό σου)
γ’ πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑόν (= δικός του, δική του, δικό του)
Β’ Για πολλούς κτήτορες
α’ πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (= δικός μας, δική μας, δικό μας)
β’ πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (= δικός σας, δική σας, δικό σας)
γ’ πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (=δικός τους, δική τους, δικό τους)
— η γενική της επαναληπτικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό.
— η γενική της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος ή ἐκεῖνος για έμφαση.
— η γενική της αυτοπαθητικής αντωνυμίας ἑαυτοῦ, ἑαυτῶν.
Δείτε τα επόμενα παραδείγματα:
— Ὁ πατήρ αὐτοῦ ἐπείσθη μὲν ὑπὸ Περικλέους εἰς ταύτην τὴν γὴν ἀφικέσθαι ἔτη δὲ τριάκοντα ᾤκησε.
— Τοσαύτην σωφροσύνην καὶ δέος ἡ τούτων ἀρετὴ πᾶσιν ἀνθρώποις παρεῖχεν.
— Οὗτοι παιδευθέντες μὲν ἐν τοῖς τῶν προγόνων ἀγαθοῖς, ἄνδρες δὲ γενόμενοι τὴν ἐκείνων δόξαν διέσωσαν.
— Πολλῶν μὲν γὰρ καὶ καλῶν αἴτιοι γεγένηνται τῇ ἑαυτῶν πατρίδι.
Κλίνεται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της β’ κλίσης:
Πληθυντικός αριθμός |
||
αρσ. |
θηλ. |
ουδ. |
ἀλλήλων ἀλλήλοις ἀλλήλους |
ἀλλήλων ἀλλήλαις ἀλλήλας |
ἀλλήλων ἀλλήλοις ἄλληλα |
Να συμπληρώσετε τις προτάσεις με τον κατάλληλο τύπο των αντωνυμιών που δίνονται σε παρένθεση:
Να διαβάσετε το παρακάτω κείμενο και να αναγνωρίσετε με τη βοήθεια των πινάκων της γραμματικής σας τα είδη των αντωνυμιών που υπάρχουν σ' αυτό:
Σωκράτης: Πότερον οὖν ἐν ἀνθρώπῳ μόνον νομίζεις τὸ καλὸν εἶναι ἢ καὶ ἐν ἄλλῳ τινί; Ἐγὼ μὲν ναὶ μὰ Δί’, ἔφη, καὶ ἐν ἵππῳ καὶ βοῒ καὶ ἐν ἀψύχοις πολλοῖς. Οἶδα γοῦν οὖσαν καὶ ἀσπίδα καλὴν καὶ ξίφος καὶ δόρυ. Καὶ πῶς, ἔφη, οἷόν τε ταῦτα μηδὲν ὅμοια ὄντα ἀλλήλοις πάντα καλὰ εἶναι: Ἄν νὴ Δί’, ἔφη, πρὸς τὰ ἔργα ὦν ἕνεκα ἕκαστα κτώμεθα εὖ εἰργασμένα ᾖ ἢ εὖ πεφυκότα πρὸς ἃ ἂν δεώμεθα, καὶ ταῦτ’, ἔφη ὁ Κριτόβουλος, καλά. Οἶσθα οὖν, ἔφη, ὀφθαλμῶν τίνος ἕνεκα δεόμεθα; Δῆλον, ἔφη, ὅτι τοῦ ὁρᾶν. Οὕτω μὲν τοίνυν ἤδη οἱ ἐμοὶ ὀφθαλμοὶ καλλίονες ἂν τῶν σῶν εἴησαν. Πῶς δή; Ὅτι οἱ μὲν σοὶ τὸ κατ’ εὐθὺ μόνον ὁρῶσιν, οἱ δὲ ἐμοὶ καὶ τὸ ἐκ πλαγίου διὰ τὸ ἐπιπόλαιοι εἶναι. Λέγεις σύ, ἔφη, καρκίνον εὐοφθαλμότατον εἶναι τῶν ζῴων; Πάντως δήπου, ἔφη· ἐπεὶ καὶ πρὸς ἰσχὺν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄριστα πεφυκότας ἔχει. Εἶεν, ἔφη, τῶν δὲ ῥινῶν ποτέρα καλλίων, ἡ σὴ ἢ ἡ ἐμή; Ἐγὼ μέν, ἔφη, οἶμαι τὴν ἐμὴν, εἴπερ γε τοῦ ὀσφραίνεσθαι ἕνεκεν ἐποίησαν ἡμῖν ῥῖνας οἱ θεοί. Οἱ μὲν γὰρ σοὶ μυκτῆρες εἰς γῆν ὁρῶσιν, οἱ δὲ ἐμοὶ ἀναπέπτανται, ὥστε τὰς πάντοθεν ὀσμὰς προσδέχεσθαι.
Ξενοφῶντος Συμπόσιον V 3-6
καλός, -ή, -ὸν | ωραίος, καλός |
οἷόν τ’ (ἐστὶ) | είναι δυνατόν |
πεφυκότα (φύομαι) | είναι από τη φύση τους |
δὴ | λοιπόν |
ἐπιπόλαιοι | γουρλωτοί |
καρκίνον | κάβουρα |
εὐοφθαλμότατον | αυτός που έχει την οξύτερη όραση |
πάντως δήπου | εξάπαντος, βεβαιότατα, αναμφίβολα |
εἶεν | καλά |
εἴπερ γε | εάν πράγματι στ’ αλήθεια |
μυκτῆρες (μυκτήρ, ὁ) | ρουθούνια |
ἀναπέπτανται (ἀναπετάννυμαι) | είναι ορθάνοιχτα |
πάντοθεν | από παντού |