ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙΒιβλίο 7. Κεφάλαιο 75Κείμενο
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
[1] Μετὰ δὲ τοῦτο, ἐπειδὴ ἐδόκει τῷ Νικίᾳ καὶ τῷ Δημοσθένει ἱκανῶς παρεσκευάσθαι, καὶ ἡ ἀνάστασις ἤδη τοῦ στρατεύματος τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀπὸ τῆς ναυμαχίας ἐγίγνετο. [2] Δεινὸν οὖν ἦν οὐ καθ᾽ ἓν μόνον τῶν πραγμάτων, ὅτι τάς τε ναῦς ἀπολωλεκότες πάσας ἀπεχώρουν καὶ ἀντὶ μεγάλης ἐλπίδος καὶ αὐτοὶ καὶ ἡ πόλις κινδυνεύοντες, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ ἀπολείψει τοῦ στρατοπέδου ξυνέβαινε τῇ τε ὄψει ἑκάστῳ ἀλγεινὰ καὶ τῇ γνώμῃ αἰσθέσθαι. [3] Τῶν τε γὰρ νεκρῶν ἀτάφων ὄντων, ὁπότε τις ἴδοι τινὰ τῶν ἐπιτηδείων κείμενον, ἐς λύπην μετὰ φόβου καθίστατο, καὶ οἱ ζῶντες καταλειπόμενοι τραυματίαι τε καὶ ἀσθενεῖς πολὺ τῶν τεθνεώτων τοῖς ζῶσι λυπηρότεροι ἦσαν καὶ τῶν ἀπολωλότων ἀθλιώτεροι. [4] Πρὸς γὰρ ἀντιβολίαν καὶ ὀλοφυρμὸν τραπόμενοι ἐς ἀπορίαν καθίστασαν, ἄγειν τε σφᾶς ἀξιοῦντες καὶ ἕνα ἕκαστον ἐπιβοώμενοι, εἴ τινά πού τις ἴδοι ἢ ἑταίρων ἢ οἰκείων, τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον δύναιντο, εἴ τῳ δὲ προλίποι ἡ ῥώμη καὶ τὸ σῶμα, οὐκ ἄνευ ὀλίγων ἐπιθειασμῶν καὶ οἰμωγῆς ὑπολειπόμενοι, ὥστε δάκρυσι πᾶν τὸ στράτευμα πλησθὲν καὶ ἀπορίᾳ τοιαύτῃ μὴ ῥᾳδίως ἀφορμᾶσθαι, καίπερ ἐκ πολεμίας τε καὶ μείζω ἢ κατὰ δάκρυα τὰ μὲν πεπονθότας ἤδη, τὰ δὲ περὶ τῶν ἐν ἀφανεῖ δεδιότας μὴ πάθωσιν. [5] Κατήφειά τέ τις ἅμα καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν. Οὐδὲν γὰρ ἄλλο ἢ πόλει ἐκπεπολιορκημένῃ ἐῴκεσαν ὑποφευγούσῃ, καὶ ταύτῃ οὐ σμικρᾷ· μυριάδες γὰρ τοῦ ξύμπαντος ὄχλου οὐκ ἐλάσσους τεσσάρων ἅμα ἐπορεύοντο. Καὶ τούτων οἵ τε ἄλλοι πάντες ἔφερον ὅτι τις ἐδύνατο ἕκαστος χρήσιμον, καὶ οἱ ὁπλῖται καὶ οἱ ἱππῆς παρὰ τὸ εἰωθὸς αὐτοὶ τὰ σφέτερα αὐτῶν σιτία ὑπὸ τοῖς ὅπλοις, οἱ μὲν ἀπορίᾳ ἀκολούθων, οἱ δὲ ἀπιστίᾳ· ἀπηυτομολήκεσαν γὰρ πάλαι τε καὶ οἱ πλεῖστοι παραχρῆμα. Ἔφερον δὲ οὐδὲ ταῦτα ἱκανά· σῖτος γὰρ οὐκέτι ἦν ἐν τῷ στρατοπέδῳ. [6] Καὶ μὴν ἡ ἄλλη αἰκία καὶ ἡ ἰσομοιρία τῶν κακῶν, ἔχουσά τινα ὅμως τὸ μετὰ πολλῶν κούφισιν, οὐδ᾽ ὣς ῥᾳδία ἐν τῷ παρόντι ἐδοξάζετο, ἄλλως τε καὶ ἀπὸ οἵας λαμπρότητος καὶ αὐχήματος τοῦ πρώτου ἐς οἵαν τελευτὴν καὶ ταπεινότητα ἀφῖκτο. [7] Μέγιστον γὰρ δὴ τὸ διάφορον τοῦτο [τῷ] Ἑλληνικῷ στρατεύματι ἐγένετο, οἷς ἀντὶ μὲν τοῦ ἄλλους δουλωσομένους ἥκειν αὐτοὺς τοῦτο μᾶλλον δεδιότας μὴ πάθωσι ξυνέβη ἀπιέναι, ἀντὶ δ᾽ εὐχῆς τε καὶ παιάνων, μεθ᾽ ὧν ἐξέπλεον, πάλιν τούτων τοῖς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾶσθαι, πεζούς τε ἀντὶ ναυβατῶν πορευομένους καὶ ὁπλιτικῷ προσέχοντας μᾶλλον ἢ ναυτικῷ. ὅμως δὲ ὑπὸ μεγέθους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου πάντα ταῦτα αὐτοῖς οἰστὰ ἐφαίνετο. |
Εγκατάλειψη του στρατοπέδου.
Αναχώρηση των Αθηναίων |
ἐδόκει· δοκεῖ |
φαίνεται καλό / ἔδοξε τῇ βουλῇ, ἔδοξε τῷ δήμῳ = αποφασίστηκε, νομοθετήθηκε, ψηφίστηκε από τη βουλή | |
ἀνάστασις τοῦ στρατεύματος |
διάλυση και εγκατάλειψη του στρατοπέδου. Ως στρατιωτικός όρος η ἀνάστασις έχει πάντοτε κακή σημασία | |
ἀπολωλεκότες· (ἀπόλλυμι) |
αφού είχαν χάσει | |
ἀπολείψει· ἀπόλειψις |
εγκατάλειψη | |
ἀλγεινός |
οδυνηρός, λυπηρός (πβ. ΝΕ άλγος, νοσταλγία, ισχυαλγία, κεφαλαλγία, μυαλγία, ανάλγητος, αναλγητικό κ.ά.) | |
ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ ἀπολείψει...
αἰσθέσθαι |
αλλά επίσης επειδή, όταν εγκατέλειπαν το στρατόπεδο, συνέβαινε στον καθένα και με τα μάτια του να βλέπει θλιβερά πράγματα και με την ψυχή του να τα αισθάνεται | |
οἱ ἐπιτήδειοι (ουσ.) |
οι οικείοι, οι στενοί φίλοι | |
ἐς λύπην μετὰ φόβου καθίστατο |
δοκίμαζε αίσθημα λύπης ανάμεικτο με φόβο | |
τῶν τεθνεώτων·οἱ
τεθνεῶτες (μτχ.πρκ. του ρ. θνῄσκω) |
οι νεκροί, αυτοί που είχαν πεθάνει | |
ἀντιβολία |
παράκληση, δέηση, ικεσία | |
ὀλοφυρμὸς |
θρήνος | |
ἐς ἀπορίαν καθίστασαν |
έφερναν σε αμηχανία (ενν. τους ἀπιόντας) | |
ἐπιβοώμενοί· ἐπιβοάομαι,
-ῶμαι |
φωνάζω μεγαλόφωνα | |
ξύσκηνος |
αυτός που μένει στην ίδια σκηνή, ο σύντροφος της ίδιας σκηνής | |
τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων |
και κρέμονταν από τους συντρόφους τους | |
ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες
ἐς ὅσον δύναιντο |
της ίδιας σκηνής, οι οποίοι αποχωρούσαν πλέον, και τους ακολουθούσαν όσο μπορούσαν | |
ἐκκρεμαννύμενοι· ἐκκρεμάννυμαι |
κρέμομαι από κάποιον, πιάνομαι από τα χέρια του ή από τα ενδύματά του (πβ. ΝΕ εκκρεμής, εκκρεμές, εκκρεμότητα) | |
καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον
δύναιντο |
ενν. ἐπακολουθεῖν | |
εἴ τῳ δὲ προλίποι ἡ ῥώμη καὶ
τό σῶμα |
όταν απόκαμε κανενός η δύναμη και το κορμί | |
ἐπιθειασμὸς |
επίκληση των θεών | |
οἰμωγή >οἴμοι |
αναστεναγμός, θρήνος, οδυρμός | |
ὥστε δάκρυσι πᾶν τὸ στράτευμα πλησθὲν καὶ ἀπορίᾳ τοιαύτῃ
μὴ ῥᾳδίως ἀφορμᾶσθαι |
έτσι όλοι στο στράτευμα πλημμύρισαν δάκρυα και βρέθηκαν σε τέτοια αγωνία, ώστε δεν ξεκινούσαν εύκολα | |
ἀφορμᾶσθαι· ἀφορμάομαι, -ῶμαι |
ξεκινώ, αναχωρώ | |
καίπερ ἐκ πολεμίας |
ενν. ἀφορμωμένους | |
τὰ δὲ περὶ τῶν ἐν ἀφανεῖ δεδιότας
μὴ πάθωσιν |
φοβούνταν, μήπως στο σκοτεινό μέλλον πάθουν κι άλλες (συμφορές) ακόμη | |
δεδιότας· δέδοικα ή δέδια |
φοβούμαι | |
κατάμεμψις |
ψόγος, κατηγορία, μομφή | |
ἐῴκεσαν· ἔοικα |
μοιάζω | |
ὑποφευγούσῃ· ὑποφεύγω |
ξεφεύγω, διαφεύγω, φεύγω κρυφά | |
παρὰ τὸ εἰωθὸς |
παρά τη συνήθεια | |
οἱ μὲν ἀπορίᾳ ἀκολούθων, οἱ
δὲ ἀπιστίᾳ, |
άλλοι γιατί δεν είχαν ακολούθους και άλλοι γιατί δεν τους εμπιστεύονταν | |
ἀπηυτομολήκεσαν γὰρ πάλαι τε
καὶ οἱ πλεῖστοι παραχρῆμα |
γιατί και από παλιά είχαν αυτομολήσει πολλοί και οι περισσότεροι λιποτακτούσαν τώρα | |
ἀπαυτομολεω, -ῶ <αὐτὸς + μολεῖν |
λιποτακτώ | |
αἰκία |
εξαθλίωση, δυστυχία | |
ἰσομοιρίας <ἴσος + μοῖρα |
το ίσο μερίδιο, η ίση συμμετοχή | |
κούφισις |
ανακούφιση | |
οὐδ' ὡς ῥᾳδία ἐν τῷ παρόντι ἐδοξάζετο |
τους φαινόταν αυτή τη στιγμή αβάσταχτη | |
αὔχημα |
καύχημα | |
τὸ διάφορον |
η μεταβολή της κατάστασης | |
ἐπιφημίσμασιν· ἐπιφήμισμα |
κακός οιωνός, αντίθετος οιωνός (ενν. από τις ευχές και τους παιάνες) | |
ναυβάτης
<ναῦς + βαίνω |
οπλίτης που μεταφέρεται με πλοίο, (σε αντιδιαστολή προς τον ἐρέτην = τον κωπηλάτη), επιβάτης πλοίου | |
οἰστά <οἴσω (μέλλοντας του
φέρω) |
υποφερτά |
Μετά τη ναυμαχία στο λιμάνι των Συρακουσών και τη γενική συμπλοκή στη γύρω περιοχή, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι τους ἀνείλοντο (συγκέντρωσαν) τα ναυάγια και τους νεκρούς τους και τους έθαψαν με τιμές. Οι Αθηναίοι μετά τη συντριπτική τους ήττα ούτε καν διανοήθηκαν να ζητήσουν πρόσκαιρη ανακωχή για «ἀναίρεσιν» των δικών τους νεκρών (7.72.2). Ο πανικός τούς έκανε να σκέφτονται μόνο πώς θα διαφύγουν μέσα στη νύχτα. |
||
καὶ ἀνάστασις ἤδη τοῦ στρατεύματος τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἀπὸ τῆς ναυμαχίας ἐγένετο |
Μεσολάβησαν δηλαδή 48 ώρες από το βράδυ της ημέρας της ναυμαχίας έως την αυγή της αναχώρησης. Το χρονικό αυτό διάστημα εκμεταλλεύτηκαν οι Συρακούσιοι, για να οχυρώσουν όλες τις διαβάσεις, από τις οποίες θα περνούσαν οι Αθηναίοι. |
|
δεινὸν οὖν ἦν... τῶν πραγμάτων |
Ο Θουκυδίδης κάνει μία διάκριση μεταξύ της πραγματικής τους κατάστασης (πράγματα), της οποίας κάθε πτυχή (αναπτυσσόμενη με το ὅτι) ήταν αποθαρρυντική και της επίπτωσης που είχε στο ηθικό του στρατεύματος η εγκατάλειψη του στρατοπέδου. |
|
Πρόκειται για παραβίαση του άγραφου, ηθικού νόμου, που όριζε ότι οι νεκροί πρέπει οπωσδήποτε να θάβονται. Η πληροφορία αυτή δείχνει το βαθμό κατάπτωσης του ηθικού των Αθηναίων. |
||
|
ἐς λύπην μετὰ φόβου καθίστατο |
Φοβούνταν την οργή των θεῶν, οι οποίοι τιμωρούσαν, όσους άφηναν άταφους τους νεκρούς τους (πρβλ. Σοφ. Ἀντιγ.458-460: ἀνδρὸς οὐδενὸς/φρόνημα δείσασ', ἐν θεοῖσι τὴν δίκην/ δώσειν). Επίσης ο καθένας καταλαμβανόταν από τρόμο, μήπως μείνει και ο ίδιος άταφος, αν πεθάνει στην υποχώρηση. |
|
πολὺ τῶν τεθνεώτων τοῖς ζῶσι λυπηρότεροι ἦσαν καὶ τῶν ἀπολωλότων ἀθλιώτεροι |
Η μετοχή τεθνεώτων περιγράφει τους νεκρούς ως αντικείμενα, η δε ἀπολωλότων ως όντα, τα οποία δεν μπορούν πλέον να δρουν ούτε να υποφέρουν. |
|
οὐκ ἄνευ ὀλίγων ἐπιθειασμῶν καὶ οἰμωγῆς ὑπολειπόμενοι |
Γεγονός είναι ότι οι ασθενείς και οι τραυματίες δεν αποδέχτηκαν εύκολα τη μοίρα τους και το άκουσμα των θρήνων τους ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν οι αρτιμελείς, επειδή τους άφηναν πίσω. |
|
πεπονθότας... δεδιότας |
Οι δύο μετοχές προσδιορίζουν το στράτευμα και είναι σχήμα «κατά σύνεσιν» ή κατά το νοούμενο (βλ. A.B. Μουμτζάκη, Συντακτικό της Αρχαίας ελληνικής §188, σελ. 173). |
|
οὐδὲν γὰρ ἄλλο ἤ πόλει ἐκπεπολιορκημένῃ ἐῴκεσαν ὑποφευγούσῃ |
Η παρομοίωση των 40.000 ανδρών που άρχισαν να πορεύονται, με ένα πληθυσμό που προσπαθεί να γλιτώσει από μια πόλη που έχει καταληφθεί μετά από πολιορκία, μαρτυρεί την περιγραφική δύναμη, την παραστατικότητα, το ρεαλισμό αλλά και την τραγική ένταση της θουκυδίδειας γραφής. Πρόκειται για ευφυέστατη επινόηση του ιστορικού, η οποία αποδίδει το πλήθος των ανθρώπων αλλά και το μέγεθος της καταστροφής τους. Ωστόσο δεν πρόκειται για συρφετό. Το στράτευμα μέχρι αυτή τη στιγμή προχωρεί συντεταγμένο. |
|
μυριάδες γὰρ τοῦ ξύμπαντος ὄχλου οὐκ ἐλάσσους τεσσάρων ἅμα ἐπορεύοντο |
Ο Θουκυδίδης φαίνεται ότι υπολογίζει τον αριθμό αυτών που στάλθηκαν στη Σικελία σε όχι μικρότερο των 40.000 βάσει των όσων αναφέρει στο 6.43 και 7.16.2 και 42.1. Υποθέτει ότι τα 40 πλοία στην πρώτη επιχείρηση και ο ίδιος αριθμός πλοίων στη δεύτερη μετέφεραν στρατό (ήταν δηλαδή μεταγωγικά). Είναι ωστόσο βέβαιο ότι έχει συμπεριλάβει δούλους στον αριθμό των 40.000 ανδρών, υπολογίζοντας ότι ο αριθμός των δούλων, που έμεινε, ήταν περίπου ίσος με τον αριθμό των στρατιωτών και ναυτών που σκοτώθηκαν, αιχμαλωτίστηκαν ή χάθηκαν. (Πβ. Ίσοκρ. Περί εἰρήνης 86). |
|
παρὰ τὸ εἰωθὸς |
Είναι η σαφέστερη μαρτυρία, που επιβεβαιώνει ότι το σώμα των οπλιτών χρησιμοποιούσε στο πεδίο της μάχης δούλους για τη μεταφορά των χρησίμων. |
|
οἱ μὲν ἀπορίᾳ ἀκολούθων |
Οι ιππείς ακολουθούνταν από προσωπικούς ακολούθους (υπηρέτες), οι οποίοι μετέφεραν τα απαραίτητα. |
|
οἱ δὲ ἀπιστίᾳ |
Διότι δεν πίστευαν τους εναπομείναντες από τους δούλους, φοβούμενοι, μήπως και αυτοί αυτομολήσουν, όπως και οι υπόλοιποι. |
|
καὶ μὴν ἡ ἄλλη αἰκία... ἐδοξάζετο |
Η ανακούφιση που αισθάνεται κανείς, όταν βρίσκεται στην ίδια δεινή κατάσταση μαζί με πολλούς άλλους, δεν παρηγορούσε τους Αθηναίους, αντίθετα η διάχυτη σε όλους δυστυχία ενίσχυε την αίσθηση του τραγικού αδιεξόδου, που ορθωνόταν ενώπιον τους. |
|
οἷς |
Αναφέρεται στο «στρατεύματι»· λέξη με περιληπτική σημασία |
|
[τῷ] Ἑλληνικῷ στρατεύματι |
Ο προσδιορισμός Ἑλληνικῷ είναι απαραίτητος. Ο Θουκυδίδης είχε υπόψη του ολέθρους που έπληξαν πολυπληθή ανατολικά στρατεύματα. |
|
ἀντὶ δ' εὐχῆς τε καὶ παιάνων μεθ' ὧν ἐξέπλεον |
Κατά την αναχώρηση του στόλου από τον Πειραιά (βλ. 6.32). Πρόκειται για τραγική μεταβολή της θέσης τους. |
| [76] Ὁρῶν δὲ ὁ Νικίας τὸ στράτευμα ἀθυμοῦν καὶ ἐν μεγάλῃ μεταβολῇ ὄν, ἐπιπαριὼν ὡς ἐκ τῶν ὑπαρχόντων ἐθάρσυνέ τε καὶ παρεμυθεῖτο, βοῇ τε χρώμενος ἔτι μᾶλλον ἑκάστοις καθ᾽ οὓς γίγνοιτο ὑπὸ προθυμίας καὶ βουλόμενος ὡς ἐπὶ πλεῖστον γεγωνίσκων ὠφελεῖν τι. | Ο Νικίας προσπαθεί να ενθαρρύνει το στράτευμα | |
[77.1] «Καὶ ἐκ τῶν παρόντων, ὦ Ἀθηναῖοι καὶ ξύμμαχοι, ἐλπίδα χρὴ ἔχειν (ἤδη τινὲς καὶ ἐκ δεινοτέρων ἢ τοιῶνδε ἐσώθησαν), μηδὲ καταμέμφεσθαι ὑμᾶς ἄγαν αὐτοὺς μήτε ταῖς ξυμφοραῖς μήτε ταῖς παρὰ τὴν ἀξίαν νῦν κακοπαθίαις. [2] Κἀγώ τοι οὐδενὸς ὑμῶν οὔτε ῥώμῃ προφέρων (ἀλλ᾽ ὁρᾶτε δὴ ὡς διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου) οὔτ᾽ εὐτυχίᾳ δοκῶν που ὕστερός του εἶναι κατά τε τὸν ἴδιον βίον καὶ ἐς τὰ ἄλλα, νῦν ἐν τῷ αὐτῷ κινδύνῳ τοῖς φαυλοτάτοις αἰωροῦμαι· καίτοι πολλὰ μὲν ἐς θεοὺς νόμιμα δεδιῄτημαι, πολλὰ δὲ ἐς ἀνθρώπους δίκαια καὶ ἀνεπίφθονα. [3] Ἀνθ᾽ ὧν ἡ μὲν ἐλπὶς ὅμως θρασεῖα τοῦ μέλλοντος, αἱ δὲ ξυμφοραὶ οὐ κατ᾽ ἀξίαν δὴ φοβοῦσιν. Τάχα δὲ ἂν καὶ λωφήσειαν· ἱκανὰ γὰρ τοῖς τε πολεμίοις ηὐτύχηται, καὶ εἴ τῳ θεῶν ἐπίφθονοι ἐστρατεύσαμεν, ἀποχρώντως ἤδη τετιμωρήμεθα. [4] Ἦλθον γάρ που καὶ ἄλλοι τινὲς ἤδη ἐφ᾽ ἑτέρους, καὶ ἀνθρώπεια δράσαντες ἀνεκτὰ ἔπαθον. Καὶ ἡμᾶς εἰκὸς νῦν τά τε ἀπὸ τοῦ θεοῦ ἐλπίζειν ἠπιώτερα ἕξειν (οἴκτου γὰρ ἀπ᾽ αὐτῶν ἀξιώτεροι ἤδη ἐσμὲν ἢ φθόνου), καὶ ὁρῶντες ὑμᾶς αὐτοὺς οἷοι ὁπλῖται ἅμα καὶ ὅσοι ξυντεταγμένοι χωρεῖτε μὴ καταπέπληχθε ἄγαν, λογίζεσθε δὲ ὅτι αὐτοί τε πόλις εὐθύς ἐστε ὅποι ἂν καθέζησθε καὶ ἄλλη οὐδεμία ὑμᾶς τῶν ἐν Σικελίᾳ οὔτ᾽ ἂν ἐπιόντας δέξαιτο ῥᾳδίως οὔτ᾽ ἂν ἱδρυθέντας που ἐξαναστήσειεν. [5] Τὴν δὲ πορείαν ὥστ᾽ ἀσφαλῆ καὶ εὔτακτον εἶναι αὐτοὶ φυλάξατε, μὴ ἄλλο τι ἡγησάμενος ἕκαστος ἢ ἐν ᾧ ἂν ἀναγκασθῇ χωρίῳ μάχεσθαι, τοῦτο καὶ πατρίδα καὶ τεῖχος κρατήσας ἕξειν. [6] Σπουδὴ δὲ ὁμοίως καὶ νύκτα καὶ ἡμέραν ἔσται τῆς ὁδοῦ· τὰ γὰρ ἐπιτήδεια βραχέα ἔχομεν, καὶ ἢν ἀντιλαβώμεθά του φιλίου χωρίου τῶν Σικελῶν (οὗτοι γὰρ ἡμῖν διὰ τὸ Συρακοσίων δέος ἔτι βέβαιοι εἰσίν), ἤδη νομίζετε ἐν τῷ ἐχυρῷ εἶναι. Προπέπεμπται δ᾽ ὡς αὐτούς, καὶ ἀπαντᾶν εἰρημένον καὶ σιτία ἄλλα κομίζειν. |
Ο λόγος του Νικία |
|
| Κεφ. 76 | ἀθυμοῦν· ἀθυμέω, -ῶ |
είμαι άθυμος, βαρύθυμος, αποκαρδιωμένος | |
ἐν μεγάλῃ μεταβολῇ ὄν |
βρισκόταν (το στράτευμα) σε μεγάλη μεταβολή του φρονήματος | ||
ἐπιπαριών· (ἐπιπάρειμι) |
διερχόμενος τις τάξεις του στρατού | ||
παρεμυθεῖτο· παραμυθέομαι,
-οῦμαι |
παρηγορώ, καθησυχάζω, καταπραύνω | ||
γεγωνίσκων (γεγωνίσκω επεκτετ.
εν.αντί γέγωνα) |
φωνάζοντας δυνατά | ||
| Κεφ. 77 | καταμέμφεσθαι· καταμέμφομαι |
κατηγορώ, ψέγω | |
ξυμφοραῖς... κακοπαθίαις |
«ξυμφοραί» είναι οι μεταβολές της τύχης, προς το χειρότερο, «κακοπαθίαι» είναι οι ταλαιπωρίες | ||
προφέρων·
προφέρω |
υπερτερώ, υπερέχω | ||
κἀγώ τοι οὐδενὸς ὑμῶν οὔτε ρώμῃ προφέρων |
κι εγώ βέβαια ούτε πιο δυνατός είμαι από κανένα σας | ||
ὡς διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου |
πώς έχω καταντήσει από την αρρώστια | ||
αἰωρέομαι, -οῦμαι |
κινδυνεύω, είμαι εκτεθειμένος σε κίνδυνο | ||
δεδιήτημαι· διαιτάομαι, -ῶμαι |
τηρώ (πβ. δίαιτα, διαιτητής, ενδιαιτήματα) | ||
καίτοι πολλὰ μὲν ἐν θεοὺς νόμιμα δεδιήτημαι |
και όμως πάντοτε στη ζωή μου τήρησα πιστά τα καθιερωμένα θρησκευτικά έθιμα, τίμησα τους θεούς με όλες τις καθιερωμένες τιμές | ||
ἀνεπίφθονος (α στερ. + ἐπίφθονος) |
άμεμπτος, αυτός που δεν προκαλεί το φθόνο | ||
λωφήσειαν· λωφάω, -ῶ |
παύομαι, λήγω, κοπάζω (πβ. ΝΕ λουφάζω) | ||
ἀποχρώντως |
αρκετά, ικανοποιητικά | ||
καταπέπληχθε· καταπλήττομαι |
είμαι πανικόβλητος, καταλαμβάνομαι από δεινό φόβο | ||
ἄγαν (επίρρ.) |
πάρα πολύ, υπερβολικά | ||
καθέζησθε· καθέζομαι |
εγκαθίσταμαι, στρατοπεδεύω | ||
ἱδρυθέντες· ἱδρύομαι |
εγκαθίσταμαι | ||
ἐξαναστήσειεν· ἐξανίστημι |
μετακινώ, σηκώνω κάποιον από τη θέση του, διώχνω | ||
εὔτακτος (ὁ, ἡ), τὸ εὔτακτον |
αυτός που τηρεί καλή τάξη, για στρατιώτες, ο πειθαρχημένος | ||
ἐν τῷ ἐχυρῷ εἰμι |
είμαι σε ασφαλές μέρος | ||
προπέπεμπται (προπέμπομαι) |
έχει σταλεί εκ των προτέρων (ενν. μήνυμα) | ||
τό τε ξύμπαν |
και γενικά, και με λίγα λόγια | ||
μαλακισθέντες· μαλακίζομαι |
δείχνω δειλία, αδυναμία | ||
ἐπιδεῖν· ἐφοράω, -ῶ |
ξαναβλέπω |
|
2. Πβ. Ομ. Οδ. ε 118: «Σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων» «Θεοί, είστε φοβεροί, και φθονεροί περισσότερο απ' τους άλλους» (Μετάφραση Γ.Δ. Ζευγώλη) Ηρόδ. 1. 32. 1 (Σόλων προς Κροίσο):
«Ὦ Κροῖσε, ἐπιστάμενόν με τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες
ἐπειρωτᾷς ἀνθρωπηίων πρηγμάτων πέρι». Ηρόδ. 7. 10 ε (Αρτάβανος προς Ξέρξη): «Ὁρᾷς δὲ ὡς ἐς οἰκήματα τὰ μέγιστα
αἰεὶ καὶ δένδρεα τὰ τοιαῦτα ἀποσκήπτει τὰ βέλεα. Φιλέει γὰρ ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα
πάντα κολούειν. Οὕτω δὲ καὶ στρατὸς πολλὸς ὑπὸ ὀλίγου διαφθείρεται κατὰ τοιόνδε·
ἐπεάν σφι ὁ θεὸς φθονήσας φόβον ἐμβάλῃ ἤ βροντήν, δι' ὧν ἐφθάρησαν ἀναξίως ἑωυτῶν.
Οὐ γὰρ ἔα φρονέειν μέγα ὁ θεὸς ἄλλον ἤ ἑωυτόν». |
3. (Ιερεύς) «Ὡς εἴπερ ἄρξεις τῆσδε
γῆς, ὥσπερ κρατεῖς, / ξὺν ἀνδράσιν κάλλιον ἤ κενῆς κρατεῖν / ὡς οὐδέν ἐστιν οὔτε
πύργος οὔτε ναῦς / ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω». (Οιδίπους τύραννος,
54-57) |
Κεφ. 75-77
1. Το κείμενο του Κεφ. 76 να μεταγραφεί σαν να το διηγείται ο ίδιος ο Νικίας (δηλ. σε α' ενικό πρόσωπο).
2. Να ξαναγράψετε το κείμενο του Κεφ. 76 μεταφέροντας τις μετοχές στους άλλους χρόνους της ίδιας φωνής.
3. Να μεταφερθούν στον ενεστώτα οι ρηματικοί τύποι του κειμένου 77. 3-4 «τάχα δὲ ἄν καὶ λωφήσειαν... ἔπαθον».
4. «τὴν δὲ πορείαν ὥστ' ἀσφαλῆ καὶ εὔτακτον εἶναι αὐτοὶ φυλάξατε» (77, 5), «ἄνδρες γὰρ πόλις, καὶ οὐ τείχη οὐδὲ νῆες ἀνδρῶν κεναί» (77.7): Να ξαναγράψετε τις προτάσεις μεταφέροντας όλους τους κλιτούς τύπους στον αντίθετο αριθμό.
5. Να εντοπίσετε όλα τα τριτόκλιτα ουσιαστικά του Κεφ. 77, να τα κατατάξετε σε κατηγορίες σύμφωνα με το χαρακτήρα τους και να γράψετε τις πλάγιες πτώσεις τους και στους δύο αριθμούς .
6. Η φράση ἐς ἀπορίαν καθίστασαν (75.4) σημαίνει: α) απορούσαν, β) ήταν φτωχοί, γ) τους έφερναν σε αμηχανία, δ) τους προξενούσαν έκπληξη.
7. Προσπαθήστε να αποδώσετε την ψυχολογική κατάσταση του αθηναϊκού στρατού με βάση τις πληροφορίες που σας παρέχει το Κεφ. 75.
8. Παρακάτω παρατίθεται το κεφ. 2.52. 2-4, στο οποίο ο Θουκυδίδης περιγράφει την αδιαφορία των Αθηναίων, μέσα στη φρίκη του λοιμού, για την ταφή των νεκρών. Να συγκρίνετε τα όσα αναφέρονται στο κεφ. αυτό με τη συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι ηττημένοι Αθηναίοι την ώρα της εγκατάλειψης του στρατοπέδου προς τους νεκρούς και τραυματισμένους συστρατιώτες τους (7.75.2-4). Σε ποια συμπεράσματα οδηγείστε; «Μη έχοντας σπίτια, ζούσαν σε πνιγηρές καλύβες μέσα στο καλοκαίρι και πέθαιναν ανάκατα ο ένας απάνω στον άλλο ή σέρνονταν μέσ' στους δρόμους μισοπεθαμένοι, ενώ άλλοι, από την άσβηστη δίψα τους, μαζεύονταν γύρω από τις βρύσες. Οι περίβολοι των ναών, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήσαν γεμάτοι νεκρούς που πέθαιναν εκεί, γιατί καθώς φούντωνε το κακό, οι άνθρωποι, βασανισμένοι απ' την αρρώστια, έφταναν σε απόγνωση κι αδιαφορούσαν πια για τα ιερά και τα όσια. Δεν τηρούσαν πια καμιά απ' τις τελετές για την ταφή των νεκρών κι ο καθένας έθαβε τους δικούς του όπως μπορούσε. Πολλοί, που, απ' τους πολλούς θανάτους στην οικογένεια τους, τους είχαν λείψει τα χρειαζούμενα, μεταχειρίζονταν άπρεπους τρόπους. Άλλοι απόθεταν τον δικό τους νεκρό σε ξένη έτοιμη πυρά κ' έβαζαν φωτιά στα ξύλα κι άλλοι έριχναν τον νεκρό τους επάνω σε πυρά όπου καιγόταν άλλος νεκρός κ' έφευγαν γρήγορα». (Μετάφραση Άγγελου Βλάχου).
9. Να μελετήσετε την περιγραφή της αναχώρησης του αθηναϊκού στόλου από τον Πειραιά, όπως τη δίνει ο Θουκυδίδης στο 6.30-32, και να τη συγκρίνετε με την τωρινή αναχώρηση από τις Συρακούσες. Ποιες αντιθέσεις παρατηρείτε;
10. Βρίσκει κατά τη γνώμη σας εφαρμογή στο Κεφ. 75 η ακόλουθη παρατήρηση ενός μελετητή; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας. «Καθώς η αντίθεση είναι ίσως το βασικότερο και αποτελεσματικότερο μέσο για τη διαπίστωση της διαφοράς, το αντιθετικό ύφος θα μπορούσε να αποκληθεί περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο το ύφος της σαφήνειας, μιας σαφήνειας που ίσως σπαταλιέται στις λεπτομέρειες αλλά που είναι ωστόσο πανταχού παρούσα και επίμονη» (John Η. Finley, Θουκυδίδης, σ. 259).
11. Ο Νικίας στο λόγο του (κεφ. 77) αναφέρεται σε δύο βασικές πηγές από τις οποίες μπορούν οι Αθηναίοι να αντλήσουν ελπίδα. Να τις εντοπίσετε και να συζητήσετε τη διαφορά τους. Πιστεύετε ότι η αναφορά αυτή κατορθώνει πράγματι να εμψυχώσει το στρατό;
12. Να καταγράψετε τα βασικά επιχειρήματα που αναπτύσσει ο Νικίας στο λόγο του (Κεφ. 77). Αξιολογήστε το σημαντικότερο από αυτά. Σας φαίνεται πειστικό; Ποια επίδραση πιστεύετε ότι θα είχε στο καταρρακωμένο ηθικό του στρατού του;
13. Να χαρακτηρίσετε το Νικία με βάση α) τις ενέργειες του στο κεφ. 76 και β) το λόγο που απευθύνει στους άνδρες του (Κεφ. 77).
14. Να αναλύσετε και να αιτιολογήσετε την καταληκτική φράση του λόγου του Νικία: «ἄνδρες γὰρ πόλις... κεναί». Ισχύει κατά τη γνώμη σας η άποψη αυτή στην εποχή μας;
15. Οι τρεις λέξεις που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη συχνότητα στο λόγο του Νικία είναι (σε διάφορες παραλλαγμένες μορφές) οι λέξεις ελπίδα, πόλις και άνδρες. Δικαιολογήστε την επαναληπτική τους χρήση.

|
|