|
Ύπνε, που
παίρνεις τα μωρά, έλα πάρε και τούτο,
μικρό μικρό σου το 'δωσα, μεγάλο φέρε μου
το,
μεγάλο σαν ψηλό δεντρί κι ίσο σα γκυπαρίσσι*,
κι οι κλώνοι
ντου* ν' απλώνουνται σ' ανετολή* και δύση.
* * *
Έλα, νύπνε*,
κι έπαρέ το
και γλυκά αποκοίμησέ το.
Έλα, νύπνε,
μερωτή* μου,
μέρωσέ μου το παιδί μου.
Δώσ' του,
Παναγία, χρόνοι,
να γενεί παππούς μ' αγγόνι.
Νάνι το παιδί
μου, νάνι,
κι όπου του πονεί να γειάνει.
Που κοιμάται
και μερώνει
και ξυπνά και μεγαλώνει.
Που κοιμάται
σαν αρνάκι
το γλυκό μου μωρουδάκι.
|
|