|
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
όλες την Άρτα πέρασαν, τα Γιάννινα* τις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι αρφανές*, σκλαβώθηκαν
οι μαύρες*,
κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν* πήρε δίπλα τα βουνά*,
δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ* κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη
μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι*.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου*,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά και
βόλια στις μπαλάσκες*.
— Κόρη,
για ρίξε τ' άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου.
— Τι
λέτε, μωρ' παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια*;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή
του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».
|