Μουσική Ε' Δημοτικού - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Aνθολόγιο τραγουδιών Bιβλιογραφία για τη μουσική Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Eυρετήριο όρων και εννοιών

Αγαρηνός («και ο Aγαρηνός το ξέρει» - από τους «Eλεύθερους Πολιορκημένους»): 1. στα βυζαντινά χρόνια ονόμαζαν Αγαρηνούς τους Σαρακηνούς πειρατές που λυμαίνονταν τις ελληνικές θάλασσες. 2. στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι υπόδουλοι Έλληνες ονόμαζαν γενικότερα Αγαρηνούς τους Τούρκους.

Ακαρτέρει: καρτερώ, τρέφω ελπίδες για κάτι και υπομονετικά προσδοκώ την πραγματοποίησή του.

Αλώνι: κυκλικός επίπεδος χώρος στον αγρό, όπου αλωνίζονται τα δημητριακά.

Άλωση: κατάληψη (μιας πόλης, ενός οχυρού κτλ.), κατάκτηση.

Άλυσες: αλυσίδες.

Aντίσταση (Eθνική Aντίσταση): η αυθόρμητη ή οργανωμένη εναντίωση του ελληνικού λαού κατά των κατακτητών στη διάρκεια της Kατοχής.

Άξονας: η συμμαχία των γερμανικών και ιταλικών πολεμικών δυνάμεων στο B' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Απολυτίκιο: τροπάριο* που ψάλλεται στη μνήμη αγίου ή σε εορτή.

Αφρο - αμερικάνοι: Κάτοικοι της Αμερικάνικης Ηπείρου των οποίων οι πρόγονοι κατάγονται από την Αφρική και ήρθαν, στην πλειοψηφία τους, στην Αμερική ως σκλάβοι από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα.

Βαλς: 1. χορός σε μέτρο τριών τετάρτων 2. μουσική σε ρυθμό βαλς.

Βία («που με βία μετράει τη γη» - από τον Εθνικό Ύμνο): με βιασύνη.

Βιντεοκλίπ: σύντομη, διαφημιστική ταινία που παρουσιάζει ένα τραγούδι.

Βίσωνας: θηλαστικό που ζει στην Αμερική και την Ευρώπη. Στο αμερικάνικο είδος βίσωνα – «αγριοβούβαλο» – βασίζονταν για την επιβίωσή τους οι Iνδιάνοι που ζούσαν στις ανοιχτές πεδιάδες. Οι λευκοί άποικοι κυνήγησαν αδικαιολόγητα το ζώο αυτό που κινδύνευσε να εξαφανιστεί γύρω στα 1900 και σώθηκε χάρη σε προστατευτικά κυβερνητικά μέτρα. Μεγάλο μέρος της εχθρικής στάσης μεταξύ Ινδιάνων και λευκών προήλθε από την εξόντωση των βισώνων.

Βωβός κινηματογράφος: πρόκειται για την πρώτη φάση της κινηματογραφικής τέχνης των αρχών του 20ού αιώνα. Οι ταινίες είχαν εικόνα χωρίς ήχο, δεν ακούγονταν δηλαδή οι διάλογοι των ηθοποιών.

Γλαυκός: ο γαλανός, ο γαλάζιος.

Διαδίκτυο: η μεγαλύτερη διασύνδεση υπολογιστών και δικτύων υπολογιστών που υπάρχει στον κόσμο (Ιnternet).

Δικτάτορας: πολιτικός ή στρατιωτικός που καταλαμβάνει συνήθως την εξουσία με τη βία, συγκεντρώνει στo πρόσωπό του όλο τον έλεγχο του κράτους και διοικεί αυταρχικά και ολοκληρωτικά, στερώντας την ελευθερία από τους πολίτες.

Δοξάρι: ξύλινη ράβδος, με τεντωμένες τρίχες από ουρά αλόγου, η οποία σύρεται πάνω στις χορδές για να παραχθεί ο ήχος έγχορδων οργάνων.

Δραγουμάνος: διερμηνέας, «μέγας δραγουμάνος» τιμητικό αξίωμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Δωδεκαήμερο: η περίοδος από τα Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου) ως τα Φώτα (6 Ιανουαρίου).

Έβδομη τέχνη: ο Κινηματογράφος ονομάστηκε Έβδομη Τέχνη, γιατί ήρθε να προστεθεί, μόλις τον 20ό αιώνα, στις άλλες έξι μορφές τέχνης, δηλαδή τη Ζωγραφική, τη Γλυπτική, την Αρχιτεκτονική, την Ποίηση, τη Μουσική και τη Δραματική (δηλαδή το Θέατρο).

Εθνομουσικολόγος: επιστήμονας που ερευνά το μουσικό πολιτισμό διαφόρων λαών ή εθνοτήτων.

Eίδωλο: η εικόνα ενός φωτεινού αντικειμένου που σχηματίζεται από ανάκλαση του φωτός σε μία λεία επιφάνεια.

Εικονικό: κάτι που μιμείται την πραγματικότητα χωρίς να είναι αληθινό.

Εμβατήριο: μουσική σύνθεση που ο ρυθμός της θυμίζει βηματισμό παρέλασης.

Ενορχηστρώνω: διαμορφώνω μια μελωδία ή μία σύνθεση, με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να παιχτεί από διάφορα μουσικά όργανα.

Επιστημονικής φαντασίας ταινίες: κινηματογραφικές ταινίες με υπόθεση που αναφέρεται στην εξερεύνηση του διαστήματος ή σε μια φανταστική μελλοντική εποχή.

Εύζωνας: ο τσολιάς.

Eυρετήριο όρων και εννοιών

Εφέ: ένα μέσο που προκαλεί εντυπωσιασμό (π.χ. οπτικό εφέ, ηχητικό εφέ κ.ά.).

Ζουρνάς: πνευστό παραδοσιακό όργανο που φτιάχνεται από ξύλο. Στο κάτω μέρος έχει σχήμα χωνιού.

Ηλεκτρικά μουσικά όργανα: μουσικά όργανα που εμφανίστηκαν τον 20ό αιώνα και λειτουργούν με βάση την ηλεκτρική ενέργεια (π.χ. ηλεκτρική κιθάρα, αρμόνιο, συνθεσάιζερ, κ. ά.).

Θούριος: ζωηρό τραγούδι που εμψυχώνει τους αγωνιστές.

Ιστόγραμμα: διάγραμμα που χρησιμοποιείται στην επιστήμη της Στατιστικής.

Ιστοσελίδα: εικόνα από το Διαδίκτυο που μπορεί να περιέχει σταθερά ή κινούμενα στοιχεία, κείμενο και ήχο.

Κανόνας: μουσική σύνθεση που εκτελείται από δύο ή περισσότερες ομάδες μουσικών. Όλες οι ομάδες παίζουν ή τραγουδούν την ίδια μελωδία ή ρυθμικό σχήμα. Κάθε ομάδα ξεκινά σε διαφορετική χρονική στιγμή επαναλαμβάνοντας μια ή περισσότερες φορές το μουσικό έργο.

Καπρίτσιο: μουσική σύνθεση με ζωηρό και συχνά χιουμοριστικό και εκκεντρικό χαρακτήρα.

Κάργας: ο ψευτοπαλικαράς.

Κονσέρτο: μουσικό έργο για ένα όργανο ή ένα μικρό σύνολο μουσικών οργάνων και μία ορχήστρα. Το όργανο ή το μικρό σύνολο οργάνων «πρωταγωνιστεί» σε όλο το έργο – που συνήθως αποτελείται από τρία μέρη – ενώ η ορχήστρα παίζει συνοδεύοντάς το.

Kοντάκιο: είδος εκκλησιαστικού ύμνου που αποτελείται από ένα εισαγωγικό τροπάριο (προοίμιο) και άλλα τροπάρια (οίκοι). Eπίσης, Kοντάκιο έχει καθιερωθεί να ονομάζεται και το προοίμιο.

Κότο: έγχορδο όργανο από την Ιαπωνία που μοιάζει με το κανονάκι.

Κουιντέτο: 1. μουσική σύνθεση γραμμένη για πέντε όργανα ή φωνές. 2. μουσικό σύνολο που αποτελείται από πέντε διαφορετικά όργανα.

Κρανιά: δέντρο με σκληρό ξύλο.

Κυματομορφή: γραφική απεικόνιση της μορφής ενός ηχητικού κύματος.

Λαλιά: φωνή, ομιλία, τόνος φωνής.

Λειτουργικό λογισμικό: το σύνολο των προγραμμάτων που ελέγχουν και συντονίζουν τις λειτουργίες του υπολογιστή (π.χ. DOS και Windows XP της εταιρίας Microsoft, κ. ά.).

Μαέστρος: ο διευθυντής ενός συνόλου μουσικών.

«Ματαιότης ματαιοτήτων»: φράση από την Παλαιά Διαθήκη που δηλώνει πως οτιδήποτε αφορά τα εγκόσμια είναι εφήμερο και φθαρτό.

Μηχανή αναζήτησης: ειδικά προγράμματα που αναζητούν πληροφορίες και δεδομένα που υπάρχουν καταχωρημένα στο Διαδίκτυο (Ιντερνέτ – Internet). Εμφανίζουν λίστες με όλες τις ιστοσελίδες του Διαδικτύου που περιλαμβάνουν αναφορά στην πληροφορία που αναζητούμε.

Μουσική Επιθεώρηση: μουσικοχορευτική θεατρική παράσταση.

Μουσική Τεχνολογία: σύγχρονα μέσα δημιουργίας και επεξεργασίας μουσικής (π. χ. υπολογιστής και μουσικό πρόγραμμα, συνθεσάιζερ, κ. ά).

Μπαγκέτα: 1. ράβδος, με την οποία ο μαέστρος διευθύνει ένα μουσικό σύνολο 2. ξύλινη βέργα, με την οποία παίζεται ένα κρουστό όργανο.

Mπαντέμια: φουντούκια.

Μπάφαλο Σόλτζερ (Buffalo Soldier): ονομασία που έδωσαν οι Iνδιάνοι σε αφρο-αμερικανούς* στρατιώτες που πολέμησαν εναντίον τους ως μέλη του αμερικανικού στρατού το 19ο αιώνα.

Mποέμ: 1. άνθρωπος που ζει ξένοιαστα και αμέριμνα, διασκεδάζοντας και αδιαφορώντας για το αύριο. 2. φτωχός καλλιτέχνης που ζει λιτά και ανέμελα.

Ναζιστικές δυνάμεις: δυνάμεις που έχουν σχέση με το ναζισμό, δηλαδή το ολοκληρωτικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Χίτλερ στη Γερμανία.

Νιούτσικος: αυτός που είναι σχετικά νέος.

Ντετέκτιβ: ιδιωτικός αστυνομικός που αναλαμβάνει διάφορες έρευνες.

Eυρετήριο όρων και εννοιών

Ντι – τζέι (DJ): επαγγελματίας που επιλέγει και παίζει την ηχογραφημένη - κυρίως χορευτική - μουσική που ακούγεται σε κέντρα διασκέδασης.

Ντούτσε: τίτλος που είχε δοθεί στον Ιταλό δικτάτορα Μουσολίνι και σημαίνει αρχηγός, οδηγός, ηγέτης (ιταλ. duce).

Ξυλοκέρατο: το χαρούπι.

Ομοίωμα: κατασκεύασμα που μοιάζει με το πρότυπο (άγαλμα, εικόνα, κτλ.).

Όπερα: σύνθεση μεγάλης έκτασης για τραγουδιστές, χορωδία και ορχήστρα, που συνδυάζει μουσικά και θεατρικά στοιχεία.

Oστινάτο (Ostinato): ρυθμικό σχήμα ή μελωδία που επαναλαμβάνεται επίμονα κατά τη διάρκεια ενός μουσικού έργου.

Όψη: το βλέμμα, η έκφραση του προσώπου.

Παράς: το χρήμα.

Παρτιτούρα: μουσικό κείμενο.

Περιγελαστικά: περιφρονητικά και κοροϊδευτικά.

Πεχλιβάνης: (μπεχλιβάνης) παλαιστής, παλικαράς.

Πλάτωνας: Έλληνας φιλόσοφος που έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ..

Πόλη: Κωνσταντινούπολη.

Ποπ: είδος μοντέρνας εμπορικής μουσικής με απλή μελωδία και έντονο ρυθμό.

Πυθαγόρας: Έλληνας μαθηματικός και φιλόσοφος του 6ου αιώνα π.Χ..

Ρεφρέν (Refrain): η στροφή σ’ ένα τραγούδι ή το μέρος σ’ ένα κομμάτι που επαναλαμβάνεται διαδοχικά μετά από άλλες στροφές ή διαφορετικά μέρη. Στην ελληνική γλώσσα το ρεφρέν ονομάζεται Επωδός.

Ριζίτικο: δημοτικό τραγούδι «του τραπεζιού» (που δε χορεύεται) από την Κρήτη με ηρωικό, κυρίως, περιεχόμενο. Τραγουδιέται από άντρες.

Ροβολώ: κατεβαίνω από τα υψώματα γρήγορα, φτάνω αιφνιδιαστικά τρέχοντας.

Ροκ: πρωτοεμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Η.Π.Α) τη δεκαετία του 1950 με την ονομασία ροκ εντ ρολ (rock and roll) ως μουσικό είδος που συνδύαζε στοιχεία της μουσικής παράδοσης των αφροαμερικάνων* και των λευκών. Από το 1950 και μετά εμφανίστηκαν ποικίλα μουσικά ρεύματα: φολκ ροκ, φανκ ροκ, τζαζ ροκ, χαρντ ροκ, χέβι μέταλ, πανκ ροκ, νιου γουέηβ, γκραντς ροκ, κ.ά..

Σατιρικό τραγούδι: τραγούδι που κοροϊδεύει κάποιον με σκοπό να του κάνει κριτική.

«Σερ Ντιουκ» (“Sir Duke”) / Σερ: 1. προσφώνηση - η λέξη σερ χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα όπως η αντίστοιχη λέξη κύριος στα ελληνικά. 2. τιμητική προσφώνηση βαρώνων και ιπποτών / Ντιουκ: Δούκας. Στον τίτλο του τραγουδιού «Σερ ντιουκ» (Sir Duke) ο δημιουργός του έχει παίξει ένα «παιχνίδι» με τις λέξεις: μιλά για το διάσημο μουσικό της τζαζ Έντουαρντ Kέννεντυ «Nτιουκ» Έλινγκτον (Edward Kennedy “Duke” Ellington), τον οποίο αποκαλεί μεταφορικά «σερ».

Σιντί: ψηφιακός δίσκος.

Σιτάρ: μεγάλο έγχορδο όργανο από την Ινδία.

Σονάτα: είδος μουσικής σύνθεσης με συγκεκριμένη μορφή για ένα όργανο ή για μικρό σύνολο οργάνων.

Σουραύλι: πνευστό ελληνικό παραδοσιακό μουσικό όργανο από ξύλο που έχει πολλές ομοιότητες με τη φλογέρα.

Σταυρί: το κάτω μέρος της μέσης όπου η σπονδυλική στήλη ενώνεται με τα κόκαλα της λεκάνης.

Στραπάτσο: ζημιά, εξευτελισμός.

Συμφωνία: μουσική σύνθεση για ορχήστρα που έχει συνήθως τρία ή τέσσερα μέρη.

Συνθετητής (συνθεσάιζερ - synthesizer): μουσικό όργανο για την ηλεκτρονική παραγωγή και τροποποίηση του ήχου. Τα συνθεσάιζερ μιμούνται τους ήχους άλλων οργάνων ή δημιουργούν δικούς τους ήχους.

Ταμ – ταμ: μεγάλα κυλινδρικά αφρικάνικα τύμπανα.

Τάμπλα: κρουστό όργανο από την Ινδία.

Ταμπουράς: έγχορδο όργανο που χρησιμοποιείται στην ελληνική παραδοσιακή μουσική.

Eυρετήριο όρων και εννοιών

Τζαζ: είδος μουσικής που ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα από τους αφρο-αμερικάνους* και χαρακτηρίζεται από αυτοσχεδιασμό, πολύπλοκους ρυθμούς και δεξιοτεχνικό παίξιμο των οργάνων.

Τριβέλι: 1. τρυπάνι 2. μεταφορικά, οτιδήποτε προκαλεί ενόχληση.

Τροπάριο: σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος.

Φασισμός: απολυταρχικό πολιτικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε στην Ιταλία ο Μουσολίνι.

Φωνητική μουσική: μουσική για φωνή / φωνές.

Ψηφιακός ήχος: ήχος που παράγεται με ψηφιακά μέσα. Τα ηχητικά κύματα μέσω μιας ειδικής διαδικασίας μετατρέπονται σε ψηφιακά σήματα, δηλαδή σήματα που δεν αποτελούνται από ηχητικά κύματα αλλά συμβολίζονται με αριθμούς. Τα σήματα αυτά μεταφέρονται στην ψηφιακή συσκευή παραγωγής ήχου (π.χ. το σιντί πλέιερ - cd player) ή στον ηλεκτρονικό υπολογιστή κι έπειτα μετατρέπονται ξανά σε ηχητικά κύματα για να ακούσουμε τη μουσική.

Ψηφιακό πληκτροφόρο όργανο: ηλεκτρικό μουσικό όργανο που παράγει ψηφιακό ήχο* (π.χ. τα σημερινά σύγχρονα συνθεσάιζερ, αρμόνια, κ.ά.).