
Γλωσσάριο

αλέτρι, το (εν. 20): εργαλείο για το όργωµα της γης.

ανθόνερο, το (εν. 21): υγρό που βγάζουµε από λουλούδια ή αρωµατικά φυτά.
απόκρηµνος, -η -ο (εν. 20): (για τόπο, πλαγιά) που είναι γεµάτος γκρεµούς.
αράδα, η (εν. 18): σειρά, γραµµή.

βιβλιοπαρουσίαση, η (εν. 17): γραπτή ή προφορική παρουσίαση του περιεχοµένου ενός βιβλίου.
βυζασταρούδι, το (εν. 18): µικρό παιδί.

γουδί, το (εν. 20): σκεύος από ξύλο ή µέταλλο για να λιώνουµε ή να κοπανίζουµε διάφορα υλικά.


δαχτυλήθρα, η (εν. 20): µικρή θήκη η οποία προστατεύει το δάχτυλο που σπρώχνει τη βελόνα, όταν ράβουµε.

δρεπάνι, το (εν. 24): γεωργικό εργαλείο για να κόβουµε χόρτα ή δηµητριακά όπως το σιτάρι.


έντυπο, το (εν. 17): καθετί τυπωµένο σε χαρτί.
εξαιρετικός, -ή -ό (εν. 20): πολύ καλός.

-

ηµικύκλιο, το (εν. 22): µισός κύκλος.

θαρρώ (εν. 21): νοµίζω.
θερίζω (εν. 24): κόβω τα δηµητριακά ή τα χόρτα µε το δρεπάνι.

ίωση, η (εν. 23): αρρώστια που οφείλεται σε ιό.

καλντερίµι, το (εν. 18): στενός δρόµος στρωµένος µε πέτρες.
καρτερώ (εν. 17): περιµένω, είµαι υποµονετικός.
κέλυφος, το (εν. 20): το εξωτερικό του αυγού, τσόφλι.


λιθάρι, το (εν. 18): πέτρα.
λιθόστρωτος, -η -ο (εν. 18): στρωµένος µε πέτρες.
λικνίζοµαι (εν. 23): κουνιέµαι ελαφρά.
λουστρίνι, το (εν. 20): παπούτσι από µαύρο γυαλιστερό δέρµα.

µαίανδρος, ο (εν. 13): γεωµετρικό σχήµα όπως το ακόλουθο:


νόηµα, το (εν. 18): σηµασία.

ξεθωριάζω (εν. 19): χάνω τη ζωντάνια των χρωµάτων µου.
ξεφαντώνω (εν. 21): διασκεδάζω πολύ.

-

πασπαλίζω (εν. 21): ρίχνω ζάχαρη, αλεύρι ή άλλο υλικό σε σκόνη σε ένα γλυκό ή φαγητό.
πεζοπορία, η (εν. 18): πορεία µε τα πόδια.
περιηγούµαι (εν. 19): ταξιδεύω σε ξένο τόπο, τριγυρνώ.
προεξέχω (εν. 22): περισσεύω από τη µία ή την άλλη πλευρά.

ροδοπέταλο, το (εν. 23): πέταλο από τριαντάφυλλο.

σκαρπίνι, το (εν. 20): χαμηλό παπούτσι με κορδόνια.

σκίνο, το (εν. 18): φυτό με μορφή θάμνου.
σμίγω (εν. 17): συναντιέμαι.
σuναγωνίζομαι (εν. 21): αγωνίζομαι μαζί με κάποιον, παραβγαίνω.
σύριγγα, η (εν. 20): συσκευή για ενέσεις.

σφάλμα, το (εν. 18): λάθος.

ταμπουρώνομαι, (εν. 18): κρύβομαι πίσω από κάτι, για να προστατευτώ.
τέμπλο, το (εν. 20): το ψηλό εικονοστάσι που χωρίζει το ιερό από την υπόλοιπη εκκλησία.
τόπι, το (εν. 19): μικρή μπάλα.
τραγανιστός, -ή -ό (εν. 20): σκληρός ή ξεροψημένος.
τσάπα, η (εν. 20): εργαλείο για να σκάβουμε.

-

φανταχτερός, -ή -ό (εν. 22): που μας κάνει μεγάλη εντύπωση.

χαίτη, , η (εν. 22): σειρά από μακριές τρίχες που κρέμονται από τον σβέρκο κάποιων ζώων, όπως το άλογο ή το γαϊδούρι.

χρονομετρώ (εν. 19): μετρώ το χρόνο που χρειάζεται για κάτι.

-

-