Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
object (noun) | a thing that you can see or touch but that is usually not alive, αντικείμενο
|
obligation (noun) | something that someone should or should not do because of a law or moral principle, υποχρέωση
|
obvious (adjective) | easily seen or understood; clear, προφανής
|
occur (verb) | to take place, συμβαίνω
|
offer (noun) | when someone asks you if you would like to have something or if you would like them to do something, προσφορά
|
offer (verb) | to give or provide something, προσφέρω
|
old fashioned (adjective) | not modern, παλιομοδίτικος
|
on the market (phrase) | available to buy, διαθέσιμος στην αγορά
|
on the spot (phrase) | at the place where an event is happening or has recently happened, επί τόπου
|
online (adverb) | connected to the internet, στο διαδίκτυο
|
operate (verb) | to work or run, λειτουργώ
|
order (noun) | the arrangement of a group of people or things in a list from first to last, σειρά
|
order (verb) | to ask to be delivered or made, παραγγέλνω
|
ordinary (adjective) | not special or different in any way, συνηθισμένος
|
organisation (noun) | an official group of people who work together for the same purpose, οργάνωση
|
original (adjective) | first; earliest, αρχικός
|
outfit (noun) | a complete set of clothes, σύνολο ρούχων
|
overweight (adjective) | having too much weight; too heavy, υπέρβαρος
|
own (adjective) | belonging to or done by a particular person or thing, δικός μου
|
owner (noun) | the person that something belongs to, ιδιοκτήτης
|
oxide (noun) | a compound that includes oxygen, οξείδιο
|