Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
natural (adjective) | produced by nature; not made by humans, φυσικός
|
natural disaster (noun) | a disaster that is caused by natural forces and not by a human, φυσική καταστροφή
|
natural features (noun) | landscape features that were created by natural processes, φυσικά χαρακτηριστικά
|
nature (noun) | all the animals, plants, rocks, etc. in the world and all the features, forces and processes that happen or exist independently of people, φύση
|
navigation (noun) | the act of setting a course for or controlling a ship or aircraft, πλοήγηση
|
Navy (noun) | ships and soldiers used for fighting wars at sea, Ναυτικό
|
nearby (adverb) | in an area or position close by, κοντά
|
necklace (noun) | jewellery worn around the neck, περιδέραιο
|
need (noun) | something that is necessary to have or do, ανάγκη
|
negative (adjective) | saying or meaning "no”, αρνητικός
|
nervous (adjective) | worried and anxious, αγχωμένος
|
nettle (noun) | a wild plant whose leaves sting you if you touch them, τσουκνίδα
|
nickname (noun) | a name given to a person, place, or thing in place of the real name, παρατσούκλι
|
nightmare (noun) | a frightening dream, εφιάλτης
|
non-profit (adjective) | an organization that uses the money it earns to help people instead of making a profit, μη κερδοσκοπικός
|
note (noun) | a short piece of writing, σημείωμα
|
notepad (noun) | a pad of writing paper, σημειωματάριο
|
nowadays (adverb) | at the present time, especially when compared to the past, στην εποχή μας
|
nun (noun) | a member of a group of religious women who live away from other people, καλόγρια
|
nut (noun) | the dry fruit of some trees which grows in a hard shell, and can often be eaten, ξηρός καρπός
|