Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
object (noun) | a noun or noun phrase that receives the action of a verb in a sentence. In the sentence, "I forgot my bag," the noun "bag" is the object, αντικείμενο πρότασης
|
occasion (noun) | an event or the time at which it happens, συμβάν, περιστατικό
|
ocean (noun) | the vast body of salt water covering about three quarters of the earth's surface, ωκεανός
|
official (noun) | a person who performs a specific function or holds an office in a business organization or a government, επίσημος, ανώτερος υπάλληλος
|
on display (phrase) | arranged for people to look at or buy in a store, σε έκθεση
|
once (adverb) | one time, μια φορά
|
optimistic (adjective) | likely to be hopeful that things will work out well, αισιόδοξος
|
orator (noun) | someone who is good at public speaking, ρήτορας
|
order (noun) | the way that things or events are arranged in relation to each other, for example showing whether something is first, second, third etc [= sequence], σειρά
|
ordinary (adjective) | not special, different, or unusual in any way, συνηθισμένος
|
organisation (noun) | an official group of people who work together for the same purpose, οργανισμός
|
organiser (noun) | the person or group who plans and arranges an event or activity, οργανωτής
|
organize (verb) | to set in order; arrange in an orderly way, οργανώνω
|
otherwise (adverb) | different to what has just been stated, διαφορετικά
|
outdoor (adjective) | happening or used outside and not in a building, εξωτερικός, σε ανοικτό χώρο
|
overhead projector (noun) | a machine that projects films or pictures onto a screen or a wall, συσκευή προβολής διαφανειών
|
owner (noun) | a person or group to whom something belongs, ιδιοκτήτης
|
ox (noun) | one of a breed of large cattle used on farms to pull heavy loads, βόδι
|