Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
nail (noun) | a hard growth at the end of a finger or toe, νύχι
|
narrator (noun) | a person or character who tells a story, αφηγητής
|
nation (noun) | a country or the people living in a country, έθνος
|
national curriculum (noun) | the set of subjects that children in England and Wales must study from the age of 5 to 16, εθνικό πρόγραμμα σπουδών
|
nationality (noun) | being legally the member of a coyntry, εθνικότητα
|
neat (adjective) | clean and in proper order, or liking to keep things that way; tidy,τακτικός
|
neck (noun) | the part of the body of both human beings and animals that connects the head with the body, λαιμός
|
neighbour (noun) | someone who lives very near you, especially in the next house, γείτονας
|
nervous (adjective) | feeling worry or fear about a particular thing or things, νευρικός/ανήσυχος
|
newcomer (noun) | someone who has only recently arrived or started doing something, νεόφερτος
|
news (noun) | (used with a singular verb) a report of recent important events, read out on the television or radio, or printed in a newspaper, magazine, or Web site, ειδήσεις, νέα
|
nominate (verb) | to choose for an office; to name for an honour, προτείνω
|
nomination (noun) | The act of choosing a person to run for office, υποψηφιότητα.
|
northern (adjective) | in, to, from, or having to do with the north, βόρειος
|
note (noun) | a short letter, σημείωση
|
note down (verb) | to write something so that you do not forget it, καταγράφω, σημειώνω
|
notice board (noun) | a flat piece of wood or plastic used for a particular purpose , πίνακας ανακοινώσεων
|
nowadays (adverb) | at the present time, in comparison to the past, στη σημερινή εποχή
|