φωτογραφία φόντου

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | Y | Z
Όρος
Ορισμός
public school (noun) 1. (in the US) an elementary, middle, or high school that is free and supported by people's taxes, δημόσιο δωρεάν σχολείο στις Ηνωμένες Πολιτείες, 2. (in the UK) a private boarding school that prepares students for university entrance, ιδιωτικό σχολείο-οικοτροφείο στο Ηνωμένο Βασίλειο