Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
ideal (adjective) | perfect, the best possible, ιδανικός
|
idiom (noun) | a group of words in a fixed order that have a particular meaning, ιδιωματισμός
|
illustrate (verb) | to draw pictures for a book, εικονογραφώ
|
imaginary (adjective) | not real, existing only in the mind, φανταστικός
|
imagine (verb) | to make an idea or picture of something in your mind, φαντάζομαι
|
immediately (adverb) | right away; at once, αμέσως
|
in the wild (expression) | in natural conditions, independent of humans, στην άγρια φύση
|
include (verb) | if one thing includes another, the second thing is part of the first, περιλαμβάνω
|
Indonesia (noun) | a country in southeastern Asia made up of a group of islands stretching from the Indian Ocean into the Pacific Ocean, Ινδονησία
|
information (noun) | knowledge or facts about something, πληροφορία
|
ingredient (noun) | one of the parts of a mixture, συστατικό
|
inspire (verb) | to give someone an idea for a book, painting, poem etc, εμπνέω
|
instructor (noun) | a person whose job is to teach people a practical skill; a teacher, εκπαιδευτής
|
instrument (noun) | a thing used for making music, μουσικό όργανο
|
intelligent (adjective) | able to learn and understand things easily, έξυπνος, ευφυής
|
intention (noun) | something that you want and plan to do, πρόθεση
|
interview (noun) | a conversation in which someone asks questions of a person in order to learn more about that person, συνέντευξη
|
invent (verb) | to make, design, or think of something new, εφευρίσκω
|
inventive (adjective) | very good at thinking of new and original ideas, εφευρετικός
|
item (noun) | a single thing, especially one thing in a list, group, or set of things, αντικείμενο
|
itinerary (noun) | a detailed plan or route of a journey, δρομολόγιο
|