Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
annual (adjective) | happening once every year, ετήσιος
|
bonfire (noun) | a large fire built outside for celebration or warmth, μεγάλη φωτιά υπάιθρου
|
broom (noun) | a long handle with a brush on one end used for sweeping, σκούπα
|
carve (verb) | to form or write by cutting, σμιλεύω
|
cloak (noun) | a long, loose, outer garment without sleeves, μανδύας/μπέρτα
|
creepy (adjective) | strange or unnatural and making you feel frightened, ανατριχιαστικός
|
custom (noun) | a way of acting that is usual or accepted for a person or a social group, έθιμο
|
donate (verb) | to give in order to help a charity or other group, δωρίζω
|
engage (verb) | to involve yourself in something; to take part in, εμπλέκομαι
|
generation (noun) | the entire group of people who were born around the same time, γενεά
|
howl (verb) | to make a long, loud, sad sound like a wolf or dog, ουρλιάζω
|
parade (noun) | groups of people moving down a public street together to celebrate something, παρέλαση
|
pretend (verb) | to behave as if something is true when you know that it is not, προσποιούμαι
|
pumpkin (noun) | a large, round, orange fruit that has a thick pulp inside that can be eaten, κολοκύθα
|
spirit (noun) | a being that is not real and not of this world, πνεύμα
|
spooky (adjective) | eerie and mysterious; weirdly disturbing, στοιχειωμένος
|
treat (noun) | anything considered as a source of pleasure, κέρασμα
|
treat (verb) | to act toward someone or something in a particular way, μεταχειρίζομαι
|
undesirable (adjective) | not wanted or liked; unattractive, unfavourable, ανεπιθύμητος
|
witch (noun) | a woman who is believed to have magic powers, μάγισσα
|