Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
charge (verb) | to ask for a certain amount of money as the price of something, χρεώνω
|
constitution (noun) | the system of basic laws that govern a nation, σύνταγμα
|
dock (noun) | a raised, flat surface that is built out into the water, αποβάθρα
|
Drain (noun) | a pipe, through which water flows, αποχέτευση
|
encourage (verb) | to give hope or courage to someone; give confidence or support, ενθαρρύνω
|
football pools (noun) | a bet on football games results, προ-πο
|
Headmaster (noun) | the head of an elementary or secondary school, διευθυντής σχολείου
|
install (verb) | to put into position and make ready for use, εγκαθιστώ
|
invisible (adjective) | not able to be seen, αόρατος
|
leisure (noun) | freedom from work; free time, ελεύθερος χρόνος
|
mature (adjective) | grown in full, ώριμος
|
mayor (noun) | the head of government in a village, town, or city, δήμαρχος
|
prefecture (noun) | the office, authority, territory, or official residence of a prefect, νομός
|
prime minister (noun) | the chief minister and head of a government in parliament, πρωθυπουργός
|
rumour (noun) | a piece of information or a story passed from one person to another without any proof that it is true, φήμη
|
severe (adjective) | very hard, difficult, or strong, αυστηρός/σκληρός
|
solution (noun) | an answer to a problem or a way to fix it, λύση
|
spread (verb) | to make known to many people, εξαπλώνω
|
valuable (adjective) | considered to have great worth or importance, πολύτιμος
|