Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
audition (noun) | a performance that tests the ability of an actor, musician, or dancer, ακρόαση
|
chance (noun) | opportunity; possibility, ευκαιρία
|
community (noun) | a group of people who live close together or who have the same interests, κοινότητα
|
concept (noun) | a general idea or thought, αντίληψη/ιδέα
|
daft (adjective) | silly or foolish, χαζός
|
dare (verb) | to try to get someone to do something as a test of courage, προκαλώ
|
determine (verb) | to decide or set, ορίζω
|
effort (noun) | physical or mental activity needed to achieve something, προσπάθεια
|
exposure (noun) | the condition of being open to weather or to a substance, έκθεση
|
fame (noun) | being known by many people, φήμη
|
focus (verb) | to direct your attention to something, εστιάζω
|
fortune (noun) | a large amount of money or wealth, τύχη/περιουσία
|
passion (noun) | any strong feeling or emotion, πάθος
|
rehearse (verb) | to practice for a show, play, concert, or other performance, προβάρω
|
reject (verb) | to refuse to accept, approve, or believe, απορρίπτω
|
respectful (adjective) | showing admiration for someone or something; being polite, που δείχνει σεβασμό, ευλαβικός
|
stepfather (noun) | your mother's new husband, not your natural father, πατριός
|
stick (verb) | to attach one thing to another with something sticky, κολλάω
|
support (verb) | to help during a time of trouble, στηρίζω
|
surgery (noun) | an operation done by a surgeon, εγχείρηση
|
unscramble (verb) | to rearrange a scrambled message so that it can be understood, ξεδιαλύνω
|