Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
absolutely (adv) | totally; completely, εντελώς
|
afford (verb) | to have enough money for; be able to pay for, αντέχω οικονομικά
|
breeze (noun) | a light or gentle wind, αύρα
|
bustle (noun) | energetic activity, φασαρία
|
challenge (noun) | an interesting or difficult problem, πρόκληση
|
consideration (noun) | attention or thought given with care, θεώρηση/σκέψη
|
feature (noun) | a part or quality of something, χαρακτηριστικό
|
flood (noun) | a sudden, strong flow of water that covers land and causes damage, πλημμύρα
|
furry (adjective) | having a coat of fur, χνουδωτό
|
guard (noun) | a person whose job is to watch out for danger or protect property, φρουρός
|
hang out (phrase) | (informal) to spend a lot of time at a place with no particular purpose, περνάω ώρα
|
hustle (noun) | fast or busy activity, φασαρία
|
individually (adv) | one by one; one at a time, ατομικά
|
inhabitant (noun) | someone who lives in a place; resident, κάτοικος
|
intend (verb) | to have a plan in your mind to do something; plan, σκοπεύω
|
justify (verb) | to show to be true or right; prove, δικαιολογώ
|
laze (verb) | to pass time idly, to have nothing to do, τεμπελιάζω
|
majestic (adjective) | beautiful, powerful or causing great admiration and respect, φανταστικό
|
order (noun) | the way something is organized or arranged in space or time, σειρά
|
quality (noun) | a feature that makes a person or thing what it is, ιδιότητα
|
rush (verb) | to act or go fast; hurry, βιάζομαι
|
sight (noun) | something that a person sees, θέαμα
|
similarity (noun) | a specific point or instance of being similar, ομοιότητα
|
suitable (adjective) | correct for the situation or purpose; appropriate, κατάλληλος
|
survey (noun) | the collecting of information on a particular subject from a small part of the public, έρευνα
|
uniform (noun) | a special suit of clothing worn by all members of a particular group, στολή
|
waterfall (noun) | a stream of water that falls from a higher place; cascade, καταρράκτης
|