Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
clay (noun) | moist, stiff earth that is used for making brick, pottery, and tile, πηλός
|
concept (noun) | a general idea or thought, έννοια
|
focus (verb) | to concentrate one's attention or efforts, εστιάζω
|
function (noun) | the purpose of something or someone, λειτουργία
|
grow (verb) | to become larger by natural development; increase, αναπτύσσομαι
|
heat (verb) | to make something become hot or warm, θερμαίνω
|
hemp (noun) | a tall plant first found in Asia which is an important source of fibre for rope and coarse cloth, ινδική κάνναβη
|
leather (noun) | animal skin that has been treated to preserve it, and is used for making shoes, bags etc, δέρμα
|
nettle (noun) | a wild plant whose leaves sting you if you touch them, τσουκνίδα
|
pine (noun) | the pale wood of pine trees, πεύκο
|
process (noun) | a series of actions that you take in order to do something, διαδικασία
|
produce (verb) | to make or manufacture, παράγω
|
raw (adjective) | not cooked or changed by any process, ωμός
|
rubber (noun) | a strong material that bends easily and is used to make tyres, boots, etc, καουτσούκ
|
run out of (verb) | to finish, use, or sell all of something so that there is none left, ξεμένω
|
scientific (adjective) | having to do with science, επιστημονικός
|
soy bean (noun) | a small bean which is used as a food for people and animals, σόγια
|
take turns (phrase) | to do one after the other, in order, κάνω κάτι εναλλάξ με άλλους
|
wool (noun) | thick thread or material that is made from the hair of a sheep, μαλλί
|