Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
apathetic (adjective) | having or displaying little or no emotion, concern, or interest; indifferent, απαθής
|
bored (adjective) | finding something tedious or dull; uninterested, που βαριέται
|
character (noun) | the particular combination of qualities in a person or place that makes them different from others, χαρακτήρας
|
disappointed (adjective) | unhappy because someone or something was not as good as you hoped or expected, or because something did not happen, απογοητευμένος
|
gesture (noun) | a movement of one's body or face that shows feeling or thought, χειρονομία
|
guilty (adjective) | feeling guilt or regret, ένοχος
|
intonation (noun) | the sound changes produced by the rise and fall of the voice when speaking, επιτονισμός
|
jealous (adjective) | unhappy and angry because you think someone might take something or someone that you love away from you, ζηλιάρης
|
meaning (noun) | what something expresses or represents, νόημα
|
psycho-analyst (noun) | someone trained and licensed in the profession of psychoanalysis, ψυχαναλυτής
|
respond (verb) | to give a reply, in words or otherwise, ανταποκρίνομαι
|
schoolmate (noun) | a fellow pupil at school with whom one is acquainted or friendly, συμμαθητής
|
secret (noun) | something deliberately hidden, such as knowledge or information, μυστικό
|
shy (adjective) | nervous and uncomfortable with other people, ντροπαλός
|
wave (verb) | to make a gesture by moving a hand, arm, or object up and down or back and forth, χαιρετώ
|