Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
arrangement (noun) | plans for how something will happen, κάτι που έχουμε κανονίσει
|
boarding pass (noun) | a piece of paper that you must show to get on a plane or ship, κάρτα επιβίβασης
|
check-in (desk) (noun) | the place at an airport where you show your ticket so that you can be told where you will be sitting, η υπηρεσία στο αεροδρόμιο που σου δίνει θέση για το αεροπλάνο
|
chess (noun) | a game that two people play by moving different pieces around a board of black and white squares, σκάκι
|
duty free (adjective) | things that you can buy and bring into a country without paying tax, αφορολόγητα
|
illustrate (verb) | to draw pictures for a book, εικονογραφώ
|
luggage reclaim (noun) | the place at an airport where you collect your suitcases and bags after a flight, χώρος παραλαβής αποσκευών
|
name day (noun) | a special day celebrated each year in honour of the particular saint that a person is named after, ονομαστική γιορτή
|
ordinal (number) (noun) | a number like 1st, 2nd, 3rd, 4th, which shows the position of something in a list of things, τακτικό αριθμητικό
|
passenger (noun) | someone who is travelling in a vehicle but is not driving it, επιβάτης
|
platform (noun) | the area in a railway station where you get on and off the train, αποβάθρα
|
porter (noun) | a person whose job is to carry baggage at a train station, airport, or hotel, αχθοφόρος
|
punt (noun) | a long thin boat with a flat bottom that you move by pushing a long pole against the bottom of the river, ρηχή βάρκα με σταλίκι
|
sight (noun) | something that you see, especially something interesting, αξιοθέατο
|
take turns (phrase) | If two or more people take turns, one person does something, then another person does something, etc, εναλλάσσομαι
|
underground (noun) | a railway system under the ground, υπόγειος σιδηρόδρομος
|
validate (verb) | to prove acceptable, κυρώνω, επικυρώνω
|
vet (noun) | someone whose job is to give medical care to animals that are ill, κτηνίατρος
|