Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
activity (n) | a specific thing that is done, δραστηριότητα
|
advertisement (noun) | a public notice that tells people about things to buy or things that are happening, διαφήμιση
|
article (noun) | a piece of writing in a newspaper, magazine, or book, άρθρο
|
Australia (noun) | the smallest continent, Αυστραλία
|
chef (noun) | a person whose job is to cook in a restaurant, σεφ
|
conversation (noun) | talk between people, συνομιλία
|
culture (noun) | the language, ideas, inventions, and art of a particular group of people, κουλτούρα
|
daily (adjective) | happening or done every day, καθημερινός
|
description (noun) | the act of telling about something in detail, περιγραφή
|
geography (noun) | the study of the earth's surface, climate, land forms, and bodies of water, γεωγραφία
|
greeting (noun) | words or actions used to show pleasure or respect when you meet someone, χαιρετισμός
|
interview (noun) | a conversation in which someone asks questions of a person in order to learn more about that person, συνέντευξη
|
job (noun) | work a person does every day or every week and gets paid for, εργασία
|
leisure (noun) | freedom from work; free time, ελεύθερος χρόνος
|
math (noun) | the short form of mathematics, μαθηματικά
|
modern (adjective) | having to do with the present or current times, μοντέρνος
|
online (adjective) | connected to a computer or computer network, συνδεδεμένος (διαδικτυακά)
|
P.E. (abbreviation) | an abbreviation for physical education, Φυσική Αγωγή.
|
project (noun) | a piece of planned work or an activity which is finished over a period of time and intended to achieve a particular aim, σχέδιο εργασίας
|
routine (noun) | a regular course of action, ρουτίνα
|
subject (noun) | an area of knowledge which is studied in school, μάθημα
|