Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
ability (noun) | the power or knowledge to do something, ικανότητα
|
bin (noun) | a container for waste, σκουπιδοτενεκές
|
danger (noun) | something that may harm or injure a person, κίνδυνος
|
difference (noun) | the condition of not being the same, διαφορά
|
encyclopedia (noun) | (or encyclopaedia), a book or set of books that has information on a wide variety of subjects, εγκυκλοπαίδεια
|
entry (noun) | a separate piece of information that is recorded in a dictionary, diary, or list, καταχώριση, συμμετοχή
|
environment (noun) | everything that surrounds living things and affects growth and health; the natural world, περιβάλλον
|
fact (noun) | something said or known to be true, γεγονός
|
habit (noun) | something that you often do, almost without thinking about it, συνήθεια
|
in the wild (expression) | in natural conditions, independent of humans, στην άγρια φύση
|
pet (noun) | an animal people keep in their home for company and pleasure, κατοικίδιο
|
planet (noun) | a large object in outer space that moves around the sun or another star, πλανήτης
|
protect (verb) | to defend or keep safe from danger, προστατεύω
|
recycle (verb) | to put used things through a process that allows them to be used again, ανακυκλώνω
|
rule (noun) | a law or direction that guides behavior or action, κανόνας
|
share (verb) | to have or use something at the same time as someone else, μοιράζομαι
|
wild (adjective) | describes plants or animals that live or grow independently of people, in natural conditions and with natural characteristics, άγριος
|
wolf (noun) | a wild mammal that is related to the dog and often travels with its group to hunt other animals, λύκος
|
zoo (noun) | a place where animals are kept for people to look at, ζωολογικός κήπος
|