Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
bite (verb) | to cut or pierce with the teeth, δαγκώνω
|
celebrity (noun) | a person who is famous, especially in the entertainment business, διασημότητα
|
exhibit (noun) | something that is shown or exhibited to many people, έκθεμα
|
fasten (verb) | to close firmly or cause to stay closed with a lock, buttons, or other fastener, σφίγγω, δένω
|
helmet (noun) | a strong hard hat that covers and protects the head, κράνος
|
intention (noun) | a plan, πρόθεση
|
jealous (adjective) | afraid of losing someone's love or attention to another person, ζηλιάρης
|
museum (noun) | a building where objects of historical, scientific or artistic interest are kept, μουσείο
|
news (noun) | (used with a singular verb) a report of recent important events, read out on the television or radio, or printed in a newspaper, magazine, or Web site, ειδήσεις, νέα
|
seat belt (noun) | a strap or belt that holds a person in the seat of a car, airplane, or other vehicle, ζώνη ασφαλείας
|
shop (noun) | shop, κατάστημα
|
star (noun) | any of a vast number of heavenly bodies visible from earth as points of light in the night sky, άστρο
|
statue (noun) | a piece of art made from a hard material, especially stone or metal, to look like a person or animal, άγαλμα
|
strategy (noun) | a plan, method, or series of actions meant to perform a particular goal or effect, στρατηγική
|
temple (noun) | a building or place where gods and goddesses are worshiped, ναός
|
ticket (noun) | a small, narrow slip of paper or thin cardboard that shows that one has paid for something, εισιτήριο
|
watch (verb) | to look closely or carefully, παρακολουθώ
|