Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
battle (noun) | a fight between two armies in a war, μάχη
|
casual (adjective) | comfortable and not suitable for formal occasions, καθημερινός
|
court (noun) | an area for playing particular sports, such as tennis, basketball etc., γήπεδο τένις
|
explore (verb) | to try to understand something by looking at it in detail, διερευνώ
|
fashionable (adjective) | popular at a particular time, μοντέρνος, της μόδας
|
forces of evil (expression) | the power and influence of something or someone bad, οι δυνάμεις του κακού <dl><dt>Example</dt><dd>The film was about the battle of good against the forces of evil</dd></dl> |
further (adverb) | comparative of far; at or to a greater distance. περαιτέρω
|
it's loads of fun (expression) | έχει πολύ πλάκα
|
lord (noun) | a man of high social rank, or a title given to a man who has earned official respect, λόρδος
|
matrix (noun) | the context in which something develops and grows, καλούπι, περίβλημα, δομή
|
move (noun) | activity, κίνηση
|
must (noun) | something very important to have or do, αναγκαιότητα, απαίτηση
|
overhead projector (noun) | a machine that projects films or pictures onto a screen or a wall, συσκευή προβολής διαφανειών
|
scan (verb) | to examine something with a machine that can see inside an object or body, σαρώνω
|
step (noun) | one of the movements you make with your feet when you walk, βήμα
|
sticky (adjective) | a moment/problem/situation, etc that is difficult or embarrasses you, προβληματικός
|
take part in (verb) | to be involved in an activity with other people, συμμετέχω
|
trendy (adjective) | fashionable at the moment μοντέρνος
|
trilogy (noun) | a series of three books, plays, etc with the same characters or subject τριλογία
|
update (verb) | to add new information, ενημερώνω
|
warm (adjective) | having a temperature between cool and hot, ζεστός
|