Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
accompany (verb) | to go with, συνοδεύω
|
burglar (noun) | a person who enters a building without permission in order to steal something, διαρρήκτης
|
colleague (noun) | a person who has the same job or employer as another, συνάδελφος
|
comic strip (noun) | a series of cartoons in a newspaper that tells a funny story, κόμικ
|
event (noun) | something that happens, especially something important or unusual, δραστηριότητα, εκδήλωση
|
fit (verb) | to be the right shape and size for someone or something, ταιριάζω
|
grounded (adjective) | a type of punishment, τιμωρία
|
guess (verb) | to give an answer or opinion without enough information to be certain, μαντεύω
|
guilty (adjective) | responsible for breaking a law or doing something wrong, ένοχος
|
jewellery (noun) | things made of special stones and metal worn on the body for decoration, κοσμήματα
|
lie (1) (verb) | to rest or remain, ξαπλώνω
|
lie (2) (verb) | to make a false statement on purpose, ψεύδομαι
|
lock (noun) | a device used to prevent people from taking something or to keep something closed, κλειδαριά/λουκέτο
|
lock (verb) | to use a lock to keep other people from opening something or taking something, κλειδώνω
|
main (adjective) | most important, κύριος
|
pavement (noun) | the hard surface alongside a road or other flat area, πεζοδρόμιο
|
plot (noun) | the story line or order of events in a book, play, or movie, πλοκή
|
progress (noun) | forward movement toward achieving a purpose, πρόοδος
|