Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
tag (noun) | a piece of paper, metal, or plastic on which there is information, fixed onto something larger, ταμπέλα
|
tar (noun) | a dark, heavy, sticky substance made from wood, coal, or peat, πίσσα
|
tasteless (adjective) | having little or no taste or flavor, άγευστο
|
temper (noun) | a tendency to become angry fast, θυμός, νεύρα
|
temperature (noun) | how hot or cold something is, θερμοκρασία
|
temple (noun) | a building or place where gods and goddesses are worshiped, ναός
|
tend (verb) | to be likely to feel or act in a certain way, τείνω
|
tendency (noun) | likely to feel or act in a certain way, τάση
|
tense (adjective) | feeling nervous and not able to relax, τεταμένος
|
thermal (adjective) | using, resulting from, or producing heat, θερμικός
|
thrill (noun) | something that makes you suddenly excited or happy, συγκίνηση, ανατριχίλα
|
thunder (noun) | the loud noise you sometimes hear during a violent rain storm, βροντή
|
thunderstorm (noun) | a storm with thunder, lightning, rain, and wind, καταιγίδα με αστραπές
|
time and again (phrase) | very often, συχνά
|
tinsel (noun) | strips or sheets of foil or other shiny material used as a decoration, γυαλιστερές κλωστές/ταινίες, γιρλάντα
|
tip (verb) | to move to a leaning position, γέρνω
|
topic (noun) | a subject of discussion, conversation, or writing, θέμα
|
torture (noun) | the intentional causing of great physical or emotional pain to a person, βασανιστήριο
|
tough (adjective) | hard to control, σκληρός
|
tradition (noun) | the beliefs and ways of doing things that are passed down from parents to children, παράδοση
|
train (verb) | to teach skills or actions, εκπαιδεύω, προπονούμαι
|
treacle (noun) | molasses, or a light-colored blend of molasses, sugar, and corn syrup, μελάσα
|
treat (noun) | anything considered as a source of pleasure, κέρασμα
|
treat (verb) | to act toward someone or something in a particular way, μεταχειρίζομαι
|
tube (noun) | the London Underground, το μετρό του Λονδίνου
|
tune (verb) | to adopt or adjust, especially in order to bring into harmony, εναρμονίζομαι, κουρδίζω
|