Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
maiden (noun) | a young woman or girl who is not married, ανύπαντρη κόρη
|
majestic (adjective) | beautiful, powerful or causing great admiration and respect, φανταστικό
|
malfunction (verb) | to fail to operate or function, δυσλειτουργώ
|
mass (noun) | a body of matter that has no form, μάζα
|
mast (noun) | a long upright pole that rises from the bottom of a sailboat to support the sails and lines, ιστός/κατάρτι
|
mature (adjective) | grown in full, ώριμος
|
mayor (noun) | the head of government in a village, town, or city, δήμαρχος
|
melt (verb) | to change from a solid to a liquid through heat, λιώνω
|
mental (adjective) | having to do with the mind and thinking, διανοητικός, ψυχικός
|
mention (verb) | to speak about something in a few words, αναφέρω
|
merely (adv) | only as indicated; simply, απλά
|
midway (adjective) | halfway between; in the middle, στη μέση
|
millstone (noun) | either of a pair of circular stones that grind something, especially grain, in a mill, μυλόπετρα
|
mood (noun) | a person's general feeling of emotion at a certain time, διάθεση
|
mortal (adjective) | not living forever; having to die some day, θνητός
|
motion (noun) | the act of moving or changing places, κίνηση
|
mule (noun) | an animal with a horse as its mother and a donkey as its father, μουλάρι
|
multi-racial (adjective) | including, involving, or representing several racial groups, πολυφυλετικός
|
myth (noun) | a story, person, or thing that has been made up and is not real, μύθος
|