Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
identify (verb) | to find out who someone is or what something is, αναγνωρίζω
|
ignore (verb) | to refuse to recognize or notice, αγνοώ
|
illustrate (verb) | to show the meaning of something using examples or pictures, παραδειγματίζω, εικονογραφώ
|
impression (noun) | a strong feeling or idea that comes from experience, εντύπωση
|
in advance (adv) | before or early, από πριν
|
incoming (adjective) | about to arrive or having just arrived, εισερχόμενος
|
increase (verb) | to become larger or more in number, αυξάνω
|
individually (adv) | one by one; one at a time, ατομικά
|
industry (noun) | a number of companies that make a particular product, βιομηχανία
|
inertia (noun) | lack of interest, not wanting to do anything, αδράνεια
|
infer (verb) | to make a guess based on facts and observations; conclude, συμπεραίνω
|
inferno (noun) | hell, κόλαση
|
informal (adjective) | not formal in appearance or language, άτυπος/καθημερινός
|
ingredient (noun) | one of the parts of a mixture, συστατικό
|
inhabitant (noun) | someone who lives in a place; resident, κάτοικος
|
inspiration (noun) | an action, thought, person, or other influence that inspires, έμπνευση
|
install (verb) | to put into position and make ready for use, εγκαθιστώ
|
instinct (noun) | natural behaviour that is not learned, ένστικτο
|
intellectual (adjective) | being very intelligent, νοητικός/διανοούμενος
|
intend (verb) | to have a plan in your mind to do something; plan, σκοπεύω
|
interact (verb) | to respond to one another in a social situation, αλληλεπιδρώ
|
interrogative (adjective) | asking a question, ερωτηματικός/ή
|
invisible (adjective) | not able to be seen, αόρατος
|
isolation (noun) | the quality of being alone, especially when this makes you feel unhappy, απομόνωση
|