Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
gadget (noun) | a small tool or device with a clever design or unusual use, συσκευή
|
gaze (verb) | to look steadily, ατενίζω
|
generation (noun) | the entire group of people who were born around the same time, γενεά
|
gerbil (noun) | a very small rodent that looks like a mouse with a furry tail, γεβρίλος (είδος χάμστερ)
|
ginger (noun) | the root of a tropical plant, used as a spice to flavor food, τζίτζερ, πεπερόριζα
|
gladiator (noun) | in ancient Rome, a man who fought another man, usually until one of them died, for public entertainment, μονομάχος
|
gloomy (adjective) | dim or dark, σκοτεινιασμένος
|
glory (noun) | great honor, praise, or fame, δόξα
|
goat (noun) | a mammal with rough hair and horns, κατσίκα
|
goods (noun) | things to buy and sell, προϊόντα
|
greedy (adjective) | having a very strong desire for more money or things, άπληστος
|
grind (verb) | to crush into very small pieces or a powder, αλέθω
|
growth (noun) | the process of becoming bigger, older or mature, αύξηση
|
guard (noun) | a person whose job is to watch out for danger or protect property, φρουρός
|
guess (verb) | to give an opinion without enough information to be certain, μαντεύω
|
gunpowder (noun) | a black powder that explodes when touched by fire, μπαρούτι
|