Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
balance (noun) | stability produced when weight is evenly distributed ισορροπία
|
ban (verb) | to forbid or have an official rule against; prohibit, απαγορεύω
|
bar chart (noun) | a graph that shows rectangles with lengths that correspond to numbers as a visual way of comparing the numbers, πίνακας με στήλες
|
barrel (noun) | a large round container with a flat top and bottom that is used to keep liquids, βαρέλι
|
bauble (noun) | a showy ornament of little value, στολίδι (μικρής αξίας)
|
bean (noun) | the seed of certain plants that is eaten as a vegetable, κόκκος/φασόλι
|
beefeater (noun) | a guard at the Tower of London, or a yeoman in the English royal guard, φρουρός στον Πύργο του Λονδίνου
|
behaviour (noun) | the typical actions of a person, animal, thing, or group, συμπεριφορά
|
behind the times (phrase) | old-fashioned, παλιομοδίτικος
|
behold (verb) | to see or observe, βλέπω
|
bench (noun) | a long seat, often made of wood and without a back, παγκάκι
|
binomial phrase (phrase) | A pair of words linked by a conjunction (usually and) or a preposition, σύνθετη λέξη/φράση
|
bless (verb) | to give something good to someone, ευλογώ
|
boil (verb) | to heat a liquid until it starts to turn into a gas, βράζω
|
bonfire (noun) | a large fire built outside for celebration or warmth, μεγάλη φωτιά υπάιθρου
|
bonnet (noun) | a type of hat that covers the ears and is tied under the chin, worn by babies or, especially in the past, by women, σκουφάκι
|
book (verb) | to arrange for something ahead of time so that it is saved for you, κάνω κράτηση
|
bound (adjective) | held by ties, or feeling as if tied, δεμένος
|
brake (noun) | a device used to slow or stop the motion of a vehicle or machine, φρένο
|
bravery (noun) | the quality of not feeling fear, courage, ανδρεία
|
breeze (noun) | a light or gentle wind, αύρα
|
brick (noun) | a very hard block of clay, τούβλο
|
broom (noun) | a long handle with a brush on one end used for sweeping, σκούπα
|
browse (verb) | to examine things in a slow and casual way, ψάχνω σε σύνολο πληροφοριών
|
bubble (noun) | a ball of air or other gas inside another substance, φυσαλίδα
|
bulimia (noun) | abnormal hunger and continuous eating, βουλιμία
|
bumper (noun) | the heavy bar on the front and back of a vehicle, προφυλακτήρας
|
bustle (noun) | energetic activity, φασαρία
|