Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
absolutely (adv) | totally; completely, εντελώς
|
absorb (verb) | to take in liquid through the surface, απορροφώ
|
accelerate (verb) | to make something go faster, επιταχύνω
|
acceleration (noun) | increasing speed, επιτάχυνση
|
acceptable (adjective) | good enough for someone to accept, αποδεκτός
|
account (noun) | the amount of money you have in a bank, λογαριασμός
|
active (adjective) | always doing something; busy; full of energy, ενεργός/δραστήριος
|
additional (adjective) | more; added, πρόσθετος
|
adrift (adjective) | moving or floating without being steered; drifting, περιφερόμενος
|
advance (verb) | to come or move forward, προχωρώ
|
affirmative (adjective) | saying yes; affirming, καταφατικός
|
afford (verb) | to have enough money for; be able to pay for, αντέχω οικονομικά
|
aggressive (adjective) | mean and unfriendly; ready to argue or start fights, επιθετικός
|
agriculture (noun) | farming, raising crops, γεωργία
|
airy (adjective) | having a light, delicate look, ευάερος
|
alert (adjective) | quick to notice and act, σε εγρήγορση
|
alternative (noun) | one of two or more choices, εναλλακτικός
|
ambitious (adjective) | having a strong desire to reach a goal or have success in general, φιλόδοξος
|
amount (noun) | measure; quantity, ποσότητα
|
amusement park (noun) | an outdoor place with games, rides, and other forms of entertainment, λούνα πάρκ
|
annual (adjective) | happening once every year, ετήσιος
|
anorexia (noun) | a psychological disorder marked by the inability to eat; anorexia nervosa, ανορεξία
|
appeal (verb) | to seem interesting or attractive to someone, ελκύω
|
appliance (noun) | a piece of equipment that people use to help them do work at home, συσκευή
|
arrange (verb) | to put in an order, τακτοποιώ
|
ash (noun) | the soft grey powder that remains after something burns, στάχτη
|
associate (verb) | to join with other people as friends or partners, συνδέομαι
|
assumption (noun) | something that is taken for granted, υπόθεση
|
attitude (noun) | a way of feeling or thinking about something, στάση/άποψη
|
attraction (noun) | a movie, concert, or other event that many people want to see, θέαμα
|
audition (noun) | a performance that tests the ability of an actor, musician, or dancer, ακρόαση
|
average (adjective) | usual or typical; ordinary, μέσος όρος / τυπικός
|
aware (adjective) | knowing or being conscious, που έχει την αντίληψη
|