Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
disorient (verb) | to lose one's sense of direction, αποπροσανατολίζω
|
drown (verb) | to die under water because of lack of air, πνίγομαι
|
eel (noun) | a long fish that looks like a snake, χέλι
|
expose (verb) | to show something that you usually cannot see, εκθέτω
|
fatal (adjective) | causing death, μοιραίο
|
gloomy (adjective) | dim or dark, σκοτεινιασμένος
|
hint (noun) | a sign or suggestion that is not made in a direct way, υπαινιγμός
|
lark (noun) | a bird which sings beautifully, κορυδαλός
|
malfunction (verb) | to fail to operate or function, δυσλειτουργώ
|
mule (noun) | an animal with a horse as its mother and a donkey as its father, μουλάρι
|
occurrence (noun) | something that happens, περίσταση
|
ox (noun) | one of a breed of large cattle used on farms to pull heavy loads, βόδι
|
representative (noun) | a person who speaks or acts for a group or community, αντιπρόσωπος
|
rescue (verb) | to help someone out of a dangerous, harmful or unpleasant situation, διασώζω
|
seek (verb) | to try to find; look for, ψάχνω
|
settle (verb) | to move to a new place and live there, εγκαθιστώ
|
shelter (noun) | a place or structure that gives protection against weather or danger, καταφύγιο
|
sink (verb) | to fall slowly to a lower level, βουλιάζω
|
sneak (noun) | a person who is cowardly, dishonest, or sly; someone who is not worthy of being trusted, ύπουλος
|
span (verb) | to stretch or reach over or across, εκτείνομαι
|
stillness (noun) | absence of sound or motion, ακινησία, άπνοια, γαλήνη
|
storey (noun) | one level of a building; floor, επίπεδο/όροφος
|
struggle (verb) | to fight a difficult problem or situation, παλεύω
|
suck (verb) | to pull into the mouth by using the tongue and lips, αναρροφώ
|
withdraw (verb) | to take out or remove, αποσύρω, αποσύρομαι
|