Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
acceptable (adjective) | good enough for someone to accept, αποδεκτός
|
airy (adjective) | having a light, delicate look, ευάερος
|
arrange (verb) | to put in an order, τακτοποιώ
|
balance (noun) | stability produced when weight is evenly distributed ισορροπία
|
behold (verb) | to see or observe, βλέπω
|
bound (adjective) | held by ties, or feeling as if tied, δεμένος
|
century (noun) | one hundred years, αιώνας
|
cheerful (adjective) | full of happy or good feelings, χαρούμενος
|
comparative (noun) | the form of an adjective that expresses the idea of comparison, συγκριτικός
|
cozy (adjective) | warm and snug in a comfortable way, οικείος/συμμαζεμένος
|
creative (adjective) | able to do something new or with imagination, δημιουργικός
|
depression (noun) | a sad feeling that can last a long time and cannot always be explained, κατάθλιψη
|
elegant (adjective) | fine or rich in quality, κομψός
|
expectation (noun) | a belief or hope concerning what is possible in the future, προσδοκία
|
exploit (verb) | to make full use of and gain from, εκμεταλλεύομαι
|
growth (noun) | the process of becoming bigger, older or mature, αύξηση
|
homely (adjective) | not fancy or special; simple, σπιτικός/συνηθισμένος
|
hue (noun) | a degree of lightness or darkness of a colour; shade, απόχρωση, χροιά
|
impression (noun) | a strong feeling or idea that comes from experience, εντύπωση
|
inspiration (noun) | an action, thought, person, or other influence that inspires, έμπνευση
|
lash (noun) | an eyelash, βλεφαρίδα
|
leap (verb) | to jump into the air either straight up or across a distance, πηδάω
|
mood (noun) | a person's general feeling of emotion at a certain time, διάθεση
|
optimism (noun) | the belief that everything will turn out well, αισιοδοξία
|
ornate (adjective) | having a lot of decoration; fancy, περίτεχνος
|
piety (noun) | devotion to God, θεοσέβεια, ευλάβια
|
rainbow (noun) | a curved arch of light of many colours across the sky, ουράνιο τόξο
|
recent (adjective) | happening in the very near past, πρόσφατος
|
spectrum (noun) | a band of colours that is formed when light is passed through a prism, φάσμα
|
surround (verb) | to form a circle around something, περιβάλλω
|
tune (verb) | to adopt or adjust, especially in order to bring into harmony, εναρμονίζομαι, κουρδίζω
|
variety (noun) | a number of different things in a group or class, ποικιλία
|
warmth (noun) | the quality of being warm; heat, ζεστασιά, θαλπωρή
|