Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
carriage (noun) | a vehicle with no engine for carrying people, άμαξα
|
cellar (noun) | a room that is built under the ground, κελάρι
|
effigy (noun) | a model that represents a hated person which is hung or burnt in a public place, ομοίωμα
|
error (noun) | a mistake in thought or action; something that is wrong, λάθος
|
factual (adjective) | containing facts; true, πραγματικός
|
ginger (noun) | the root of a tropical plant, used as a spice to flavor food, τζίτζερ, πεπερόριζα
|
gunpowder (noun) | a black powder that explodes when touched by fire, μπαρούτι
|
oatmeal (noun) | a dried food made from oats, αλεύρι βρώμης
|
order (verb) | to tell someone to do something in an authoritative way; give a command to someone, δίνω εντολή
|
parliament (noun) | a group of people who make the laws for a country, κοινοβούλιο
|
plot (noun) | a secret plan that has an illegal or dangerous purpose, δολοπλοκία
|
procession (noun) | a line or group of people or vehicles moving forward in a formal, orderly way, πομπή
|
raw (adjective) | not cooked, ωμό
|
rent (verb) | to pay money to use something, νοικιάζω
|
spill (verb) | to cause to flow or fall from a container, χύνω
|
sticky (adjective) | able to attach to something when touched, κολλώδης
|
straw (noun) | dried stems of certain grain plants, άχυρο
|
torture (noun) | the intentional causing of great physical or emotional pain to a person, βασανιστήριο
|
treacle (noun) | molasses, or a light-colored blend of molasses, sugar, and corn syrup, μελάσα
|
wheat (noun) | the grain from which we make bread, σιτάρι
|