Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
adrift (adjective) | moving or floating without being steered; drifting, περιφερόμενος
|
chariot (noun) | a vehicle with two wheels used in ancient times, άρμα
|
chase (verb) | to follow with the purpose of catching; run after, κυνηγώ
|
civilization (noun) | the culture of a particular society that has reached an advanced level, πολιτισμός
|
condition (noun) | something that must happen before something else, συνθήκη
|
consequence (noun) | what follows; the result, συνέπεια
|
egotist (noun) | a self-centered person; egoist, εγωιστής
|
evil (adjective) | having very bad character or behavior, κακός
|
fortune (noun) | a person's luck, or the results of experiences during a person's life, πεπρωμένο
|
goat (noun) | a mammal with rough hair and horns, κατσίκα
|
greedy (adjective) | having a very strong desire for more money or things, άπληστος
|
hammer (noun) | a tool with a heavy metal head on a handle, σφυρί
|
heaven (noun) | a place that some people believe exists, where God or gods live, and where people go after they die, παράδεισος
|
lightning (noun) | natural electricity produced in clouds and appearing as a bright flash of light in the sky, αστραπή
|
maiden (noun) | a young woman or girl who is not married, ανύπαντρη κόρη
|
mortal (adjective) | not living forever; having to die some day, θνητός
|
oracle (noun) | in ancient Greece, a female priest who gave people wise but often mysterious advice from a god, μάντισσα
|
ordinary (adjective) | usual or normal, κοινότυπος
|
temper (noun) | a tendency to become angry fast, θυμός, νεύρα
|
thunder (noun) | the loud noise you sometimes hear during a violent rain storm, βροντή
|
thunderstorm (noun) | a storm with thunder, lightning, rain, and wind, καταιγίδα με αστραπές
|
unite (verb) | to bring together for a common purpose, ενώνω
|
weakness (noun) | a personal problem; defect, αδυναμία
|