Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
alert (adjective) | quick to notice and act, σε εγρήγορση
|
attraction (noun) | a movie, concert, or other event that many people want to see, θέαμα
|
bar chart (noun) | a graph that shows rectangles with lengths that correspond to numbers as a visual way of comparing the numbers, πίνακας με στήλες
|
choice (noun) | a decision that you make about something you want, επιλογή
|
cohesive (adjective) | sticking together; closely united; cohering, συνδετικός
|
communication (noun) | the exchange of messages, information, or ideas, επικοινωνία
|
cyber- (pre) | involving or relating to computers, especially the Internet, κυβερνο- (για φανταστικό περιβάλλον σπό τον κόσμο των υπολογιστών)
|
gadget (noun) | a small tool or device with a clever design or unusual use, συσκευή
|
goods (noun) | things to buy and sell, προϊόντα
|
identify (verb) | to find out who someone is or what something is, αναγνωρίζω
|
journalist (noun) | a person whose work is journalism, δημοσιογράφος
|
legend (noun) | the words written next to a picture or map that explain what it is about, λεζάντα
|
mention (verb) | to speak about something in a few words, αναφέρω
|
network (noun) | a system of people or things that are connected, δίκτυο
|
pastime (noun) | an activity that makes the time pass in a pleasant way, χόμπυ
|
rapid (adjective) | very quick or fast, γρήγορος
|
section (noun) | a part that is different or apart from the whole, τμήμα
|
spam (noun) | unwanted email, usually advertisements, ανεπιθύμητη αλληλογραφία
|