Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
ancient (adjective) | belonging to a time long ago in history, especially thousands of years ago, αρχαίος
|
connect (verb) | to join together; Link, συνδέω
|
courier (noun) | someone who delivers messages, packages etc, μεταφορέας
|
delay (noun) | when someone or something has to wait, or the length of the waiting time, καθυστέρηση
|
fishing line (noun) | very long string made of strong material and used to catch fish, πετονιά
|
military (adjective) | having to do with soldiers or armies, στρατιωτικός
|
order (verb) | to ask to be delivered or made, παραγγέλνω
|
package (noun) | something wrapped in paper, packed in a box and then sent by mail or delivered, πακέτο
|
parachute (noun) | a large piece of cloth that is attached to your body with strings and helps you to drop safely from a plane, αλεξίπτωτο
|
route (noun) | a road or course of travel from one place to another, διαδρομή
|
silk (noun) | a fine, soft, shiny fibre produced by certain insects, μετάξι
|
spice (noun) | a vegetable substance with a particular smell or taste which is used to flavour food, μπαχαρικό
|
staff (noun) | the people who work for an organization, προσωπικό
|
stage (noun) | a period of development, or a particular time in a process, στάδιο
|
status (noun) | a person's position or rank compared with others, θέση
|
steam (noun) | water vapour formed by boiling, ατμός
|
strike (noun) | a period of time when a group of workers deliberately stop working because of a disagreement about pay, working conditions etc, απεργία
|
string (noun) | a cord or thin rope, κορδόνι
|