Υπενθυμίζουμε ότι η μηδενική χρέωση μέσω κινητής τηλεφωνίας ισχύει για τις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο
(δελτίο τύπου του ΥΠΑΙΘ), όπου περιλαμβάνονται τα Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία ( e-books.edu.gr ), η κεντρική πύλη αναζήτησης ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ( photodentro.edu.gr ) και όλα τα Αποθετήρια Εκπαιδευτικών Πόρων Φωτόδεντρο ( photodentro.edu.gr/lor , photodentro.edu.gr/video , photodentro.edu.gr/edusoft , photodentro.edu.gr/ugc , photodentro.edu.gr/oep , photodentro.edu.gr/i-create ).
Η προβολή περιεχομένου που φιλοξενείται σε εξωτερικά αποθετήρια ή ιστοσελίδες εκτός των παραπάνω ή το άνοιγμα συνδέσμων που οδηγούν σε εξωτερικό περιεχόμενο δεν υπάγονται στη μηδενική χρέωση.
Όρος |
Ορισμός |
---|---|
at least (expression) | as much as, or more than, a number or amount, τουλάχιστον
|
bore (verb) | to make someone tired or lose interest by being dull, κάνω κάποιον να βαριέται
|
bored (adjective) | feeling tired because of having to do something that is not interesting, βαριεστημένος
|
chat (verb) | to talk in an informal, easy way, συζητώ
|
come up with (verb) | to think of a plan, an idea, or a solution to a problem, σκέφτομαι λύση για ένα πρόβλημα
|
dead tired (adjective) | extremely tired, exhausted, κατάκοπος
|
do my best (expression) | to make the greatest effort possible, βάζω τα δυνατά μου
|
draft (noun) | a piece of writing or a picture that needs more work to be finished, πρόχειρο
|
excite (verb) | to increase the feelings of; to increase energy, συναρπάζω
|
glad (adjective) | happy about something, χαρούμενος
|
join (verb) | to become a member of a group or organisation, γίνομαι μέλος
|
mark (noun) | a number or letter that is written on a piece of work, saying how good the work is, βαθμός
|
mate (noun) | a marriage partner or close friend, σύντροφος
|
nervous (adjective) | feeling worry or fear about a particular thing or things, νευρικός/ανήσυχος
|
occasion (noun) | an event or the time at which it happens, συμβάν, περιστατικό
|
pair (noun) | two things that are the same and are used together, ζευγάρι
|
similar (adjective) | being almost the same as something else, παρόμοιος
|
variety (noun) | a number of different things in a group or class, ποικιλία
|