Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Ψ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Ω

Ω, ω, ὦ μέγα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το εικοστό τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Για την προφορά και ονομασία του, handΟ, ο, ὂ μικρόν, τό.
  • ως αριθμητικό σύμβολο: ω΄ = 800, αλλά ͵ω = 800 000.

ὧδε ΕΠΙΡΡΗΜΑ

ως εξής, με αυτόν τον τρόπο.

[δεικτικό επίρρ. ὥς «έτσι» + εγκλιτικό μόριο δε].

ᾠδή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τραγούδι.

familyπαράγ. ᾠδικός, Ὠδεῖον, ἀοίδιμος «τραγουδισμένος, φημισμένος», σύνθ. ἐπῳδή.

ΝΕ ωδή.

[ᾠδή συνηρημένο από ἀοιδή < ἀείδω «τραγουδώ» < ἀFείδω, συγγεν. με αὐδή «φωνή»].

ᾠδικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που τραγουδά. ὀρχηστικὸς «που χορεύει».

ΝΕ στη φρ. ωδικά πτηνά.

[παράγ. λ. ᾠδή + παρ. επίθ. -ικός].

ὠδίς, -ῖνος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

στον πληθ. κυρίως αἱ ὠδῖνες

οι πόνοι του τοκετού, της γέννας.

familyπαράγ. ὠδίνω, σύνθ. δυσώδινος.

ΝΕ ωδίνες.

[αβέβ. ετυμ., ίσως συγγενικό με ὀδύνη < *ἐδ- (ἔδω «τρώγω») + παρ. επίθ. -ύνη, για την αλλαγή ε σε ο πβ. ἔδοντες > ὀδόντες και για τη σημασιολογική εξέλιξη «τρώγω» > «κατατρώγω, λυπώ» πβ. λατ. curae edaces «φροντίδες που κατατρώγουν, που προξενούν λύπη»].

ὠθέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐώθουν
Μέλλ. ὤσω
Αόρ. ἔωσα
Παρακ. ἔωκα
Υπερσ. ἐώκειν
Μέσ. μέλλ. ὤσομαι
Παθ. μέλλ. ὠσθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐωσάμην
Παθ. αόρ. ἐώσθην
Παθ. παρακ. ἔωσμαι

συνήθως για την ανθρώπινη δύναμη

1. ωθώ, σπρώχνω: χερσὶν καὶ ποσὶν τὸν λίθον ὠθῶ. ἐπὶ κεφαλὴν ὠθῶ τινα = σπρώχνω κάποιον, ώστε να πέσει κατακέφαλα. ἕλκω.

2. μέση φωνή ὠθοῦμαι απωθώ, αποκρούω: ἐώσαντο τὸ εὐώνυμον κέρας = απέκρουσαν το αριστερό κέρας.

familyπαράγ. ὦσις, ὤθησις, ὠσμός, ὠστισμός, σύνθ. προωθέω, παρωθέω, ἀπωθέω, ἐξωθέω, ἀπωστικός, προωστικός.

ΝΕ ωθώ (με τη σημ. 1).

[το ὠθέω εμφανίζεται ως θαμιστικός τύπος ενός ρήματος *ἔθω (*ἔθω/ὠθέω, πβ. πέλομαι/πωλέομαι), πβ. ἔθων = βλάπτων, χωρίς σαφή ετυμολογία].

ὠνέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐωνούμην
Μέλλ. ὠνήσομαι
Παθ. μέλλ. ὠνηθήσομαι
Αόρ. ἐωνησάμην & ἐπριάμην
Υπερσ.
με ενεργ. και παθ. σημ.
ἐωνήμην
«είχα αγοράσει ή είχα αγοραστεί»
Παθ. αόρ. ἐωνήθην
Παρακ.
με ενεργ. και παθ. σημ.
ἐώνημαι
«έχω αγοράσει ή έχω αγοραστεί»

αγοράζω: ὠνοῦμαί τι παρά τινος = αγοράζω κάτι από κάποιον. πωλέω. = ἀγοράζω.

familyπαράγ. ὤνιος, ὤνησις, ὠνήσιμος, ὠνητής, σύνθ. ὀψώνιον, τελώνης.

[*ων- «αγοράζω» (από όπου ὦν-ος «τιμή αγοράς», ὠν-έομαι, ὠν-ὴ «αγορά», χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα προσδιορισμού της αρχικής λέξης), *wes-no, αρχ. ινδ. vasná «τιμή», αιολ. ὄννα = ὠνή].

ὥρα (Α), -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. εποχή: ἦρος ὥρα = εποχή της άνοιξης. ὥρα θερινή = καλοκαιρινή εποχή. χειμῶνος ὥρᾳ = στην εποχή του χειμώνα.

2. στους ιστορικούς η εποχή των εκστρατειών, το καλοκαίρι: ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτωμένων... = καθώς διέμεναν σε αποπνικτικές καλύβες κατά το καλοκαίρι...

3. α. η ώρα, χρονική υποδιαίρεση του εικοσιτετραώρου: νυκτὸς ἐν ὥρᾳ = τη νύκτα.

β. το έτος γενικά:

  • ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ = πέρυσι.
  • εἰς ὥρας/εἰς ἄλλας ὥρας = το επόμενο έτος, του χρόνου.

4. ο κατάλληλος χρόνος ή εποχή για κάτι: ὅταν ὥρᾳ ἥκῃ = όταν φτάσει ο κατάλληλος χρόνος. ἐμοὶ δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν = μου φαίνεται ότι δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος να κοιμάται κανείς.

5. η ακμή της νιότης, η νεότητα: πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ = όλοι όσοι βρίσκονται στην ακμή της νιότης τους.

familyπαράγ. ὡραῖος, ὥριμος, σύνθ. ἄωρος «ο εκτός εποχής», δωδεκάωρος, ὡρολόγιον, ὡροσκόπιον.

ΝΕ ώρα (με τις σημ. 3α, 4).

[ὥρ-α, ΙΕ *yōrā, λατ. hornus «αυτού του έτους», αρχ. γερμ. jār «έτος, χρόνος» (σύγχρονο γερμ. Jahr), αρχ. ισλανδικό ār «έτος»].

ὤρα (Β), -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φροντίδα.

familyπαράγ. ὀλίγωρος, ὀλιγωρέω, τιμωρός, θεωρός.

ΝΕ στα σύνθ. ολιγωρώ, ολιγωρία.

[ὤρα, ιων. ὤρη < *Fώρᾱ, *wer-, *wor- «παρατηρώ, επαγρυπνώ», ομόρρ. του ὁράω < *Fοράω· η ψίλωση οφείλεται καταρχήν στην ανατολική ιωνική (και τις άλλες ψιλωτικές διαλέκτους)].

ὡραῖος, -αία, -αῖον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ὡραιότερος
Υπερθετικός ὡραιότατος

αυτός που βρίσκεται στην κατάλληλη ώρα, έγκαιρος: ἔστι μοι θυγάτηρ γάμου ὡραία = έχω κόρη που είναι στην ώρα της για γάμο.

ΝΕ ωραίος «όμορφος».

[παράγ. λ. ὥρα + παρ. επίθ. -αῖος].

ὡς ΕΠΙΡΡΗΜΑ / ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ / ΠΡΟΘΕΣΗ

Α. ΩΣ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. αναφορικό επίρρημα (συχνά αλλά όχι πάντοτε προηγείται δεικτικό επίρρημα) όπως: οὕτως, ὡς... = έτσι, όπως...

  • ὡς + υπερθετικός επιρρήματος ή επιθέτου όσο το δυνατόν πιο...: ὡς ρᾷστα = όσο το δυνατόν πιο εύκολα. ὡς βέλτιστοι = όσο το δυνατόν πιο καλοί.

Β. ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

1. ειδικός σύνδεσμος ότι: λέγει ὡς ἄδικός εἰμι = λέει ότι είμαι άδικος.

2. τελικός σύνδεσμος για να, να. = ἵνα, ὅπως.

  • ὡς + απαρέμφατο χρησιμοποιείται για να περιορίσει ισχυρισμό: ὡς δὲ συντόμως εἰπεῖν... = και για να μιλήσω με συντομία...

3. συμπερασματικός σύνδεσμος, όπως ο ὥστε ώστε, με αποτέλεσμα: ὁ ποταμὸς τοσοῦτος τὸ βάθος ὡς μηδὲ τὰ δόρατα ὑπερέχειν = ο ποταμός ήταν τόσος στο βάθος, ώστε ούτε καν τα δόρατα να υπερέχουν.

4. αιτιολογικός σύνδεσμος επειδή, γιατί, διότι: τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω = τι λες τέλος πάντων, παιδί μου; γιατί δεν καταλαβαίνω.

5. χρονικός σύνδεσμος όταν: ὡς γὰρ ὁ θροῦς διῆλθε τῆς ἐμῆς συμφορᾶς = όταν διαδόθηκε η είδηση για τη συμφορά μου...

Γ. ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΜΕΤΟΧΕΣ

το ὡς όταν τάσσεται μπροστά από μετοχές δηλώνει την αιτία ή το σκοπό της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα: οἱ Ἀθηναῖοι παρεσκευάζοντο ὡς πολεμήσοντες = οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν να πολεμήσουν. ἀγανακτοῦσιν ὡς ἀδικούμενοι = αγανακτούν με την ιδέα ότι αδικούνται.

Δ. ΩΣ ΠΡΟΘΕΣΗ

το ὡς όταν λειτουργεί ως πρόθεση συντάσσεται με αιτιατική και δηλώνει κίνηση σε πρόσωπο: ἀφίκετο ὡς Περδίκκαν = έφθασε στον Περδίκκα.
  • το ὡς σε ανεξάρτητες προτάσεις χρησιμοποιείται ως επιφώνημα που συνήθως συνοδεύει επιρρήματα ή επίθετα

πώς! πόσο!, τι!: ὡς ἀστεῖος ὁ ἄνθρωπος = τι ευγενικός αυτός ο άνθρωπος!

[επίρρ. και πρόθεση ὡς, παλιά οργανική πτώση *yō ενός θέματος *yo + των επιρρημάτων (π.χ. οὕτω-ς)].

ὡσὰν ή ορθότερα ὡς ἂν

σαν να, σαν: προπετῶς ἐπερωτᾷ ὡσὰν παῖς = με απερισκεψία ρωτά σαν παιδί.

[επίρρ. της σύγκρισης ὡς + ἄν, handὡς].

ὡσαύτως ΕΠΙΡΡΗΜΑ

κατά τον ίδιο τρόπο: ὡσαύτως καὶ τὸ σμικρὸν τὸ ἐν ἡμῖν οὐκ ἐθέλει ποτὲ μέγα γίγνεσθαι = κατά τον ίδιο τρόπο και το μικρό που βρίσκεται μέσα μας δεν μπορεί να γίνει μεγάλο.

[επίρρ. της σύγκρισης ὡς + αὔτως, handὡς].

ὥσπερ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. όπως: μέγα ἠτύχησαν οὗτοι, ὥσπερ ἐγώ = μεγάλη συμφορά έπαθαν αυτοί, όπως εγώ.

2. χρησιμοποείται για να περιορίσει ή να τροποποιήσει κάποιον ισχυρισμό σαν να, κατά κάποιον τρόπο, τρόπον τινά: ὥσπερ ὑπεφθόνει = τους ζήλευε τρόπον τινά (σαν να τους ζήλευε).

[επίρρ. σύγκρισης ὡς + βεβαιωτικό μόριο περ,handὡς].

ὥστε ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

σύνδεσμος συμπερασματικός, που εκφράζει το πραγματικό ή το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος της κύριας πρότασης

1. συχνά με απαρέμφατο ώστε να, με αποτέλεσμα να: καὶ τὸν προοφειλόμενον μισθὸν ἀπέδωκεν, ὥστε τὸ στράτευμα πολὺ προθυμότερον εἶναι = τους πλήρωσε και το μισθό τον καθυστερημένο, ώστε να είναι το στράτευμα πολύ προθυμότερο.

2. με οριστική, όταν δηλώνει το πραγματικό αποτέλεσμα ἃ δὴ παντὸς ἄξια δοκεῖ εἶναι, ὥστε πάντες τὸ καταλιπεῖν αὐτὰ φεύγομεν = αυτά φαίνονται ότι είναι πιο αξιόλογα από το καθετί, ώστε όλοι αποφεύγουμε να τα εγκαταλείπουμε.

ΝΕ ώστε.

[επίρρ. ὥςὡς) + συμπλεκτικός σύνδεσμος τε].