ΥΥ, υ, ὗ ψιλόν, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ὑβρίζω ΡΗΜΑ
1. συμπεριφέρομαι με αυθάδεια και προκλητικότητα, ξεπερνώ τα όρια (στη χρήση δύναμης, εξουσίας ή στην εντρύφηση σε ηδονές). 2. με νομική σημ. προκαλώ σωματική βλάβη σε κάποιον, τον κακοποιώ.
ΝΕ υβρίζω (λόγ.) & βρίζω. [παράγ. λ. ὕβρις + παρ. επίθ. -ίζω]. ὕβρις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αλαζονεία, αυθάδεια, θράσος (κυρίως απέναντι στους θεούς): ὕβρις τάδ’ ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν = αλαζονεία είναι αυτό, το να θέλεις να είσαι ανώτερος από τους θεούς. 2. με νομική σημ. σωματική βλάβη, κακοποίηση.
ΝΕ ύβρις (με τη σημ. 1). [αβέβ. ετυμ., καθώς η παραδοσιακή ανάλυση ὑ/ὐ + βρι-αρὸς δεν είναι τεκμηριωμένη]. ὑγίεια, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ υγεία (μεταγεν. ὑγεία). [παράγ. λ. ὑγιής + παρ. επίθ. -εια, ὑγιής < ΙΕ *su-gwiy-es, όπου το *su ταυτίζεται σημασιολογικά με το εὖ, ενώ το *gwiy- έδωσε τα ζῆν/βίος, πβ. αρχ. ινδ. hu-ĵya-ti = εὖ ζῆν]. ὕδωρ, ὕδατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. νερό: πότιμον ὕδωρ = πόσιμο νερό. 2. βροχή: ξυνέβη γενέσθαι ὕδωρ πολύ = συνέβη να πέσουν πολλές βροχές. 3. ο χρόνος που απαιτείται μέχρι να εξαντληθεί το νερό της κλεψύδρας (στα δικαστήρια): οὐκ ἱκανόν μοι τὸ ὕδωρ = δεν έχω αρκετό χρόνο (για να σας πω και τα υπόλοιπα).
ΝΕ ύδωρ ως λόγιο αντί του νερό (με σημ. 1) και σε σύνθετα, όπως υδρ-αγωγός κτλ. [*ud-, ΙΕ u(e)d- + επίθ. r, που εναλλάσσεται με το no (*ὕδ-no-τος), ομόρρ. με αρχ. ινδ. udan-yati = ὑδαίνω > ὑδραίνω]. ὑετός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ![]() [*ὑ- (ὕει «βρέχει» + παρ. επίθ. -ετός (πβ. παγετός, νιφ-ετός), όπου το ὕει ομόρρ. με τοχαρικό swese «βροχή»]. υἱός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ γιος. [< αρχαιότερο ὑύς, ὁ «γιος» < ΙΕ *sū-yús, πβ. αρχ. ινδ. sute «γεννώ», τοχαρικό se (γεν. soyā) «γιος»]. ὑλακή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ υλακή (λόγ.). [παράγ. λ. ὑλά-ω «γαβγίζω» + παρ. επίθ. -κ-ή, ηχομιμ. λ.]. ὑλακτέω -ῶ ΡΗΜΑ
[παράγ. λ. *ὑλάκτης + -ακτέω, πβ. πυρ-ακτέω]. ὕλη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. δάσος: τὰ δένδρα καὶ ἡ ὕλη = τα οπωροφόρα δέντρα και το δάσος (= τα δέντρα του δάσους). 2. το υλικό (αρχικά από ξύλο) από το οποίο κατασκευάζεται κάτι, ύλη.
ΝΕ ύλη (με τη σημ. 2). [άγνωστης αρχής, καμιά σχέση με το λατ. silva «δάσος»]. ὑλοτόμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ υλοτόμος. [παράγ. λ. ὑλοτομ-έω (σύνθ. ὕλη + τέμνω) + παρ. επίθ. -ος]. ὑμεῖς ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ [ΙΕ αρχής, πβ. αρχ. ινδ. yusmān = ὑμᾶς, λατ. vos]. ὑμέναιος, -αίου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ὑμήν, -ένος, ὁ «γαμήλια κραυγή στην ιεροτελεστία του γάμου» + παρ. επίθ. -αιος, ίσως από το όνομα προελληνικού θεού που προστάτευε το γάμο]. ὑμέτερος, -τέρα, -τερον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ [*ὑμε- (από όπου ὑμέ-ες > ὑμεῖς) + επίθ. -τερος]. ὑπαίθριος, -ιος & -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ υπαίθριος. [σύνθ. λ. ὑπό + αἴθριος «καθαρός, διαυγής (για τον ουρανό)» < αἴθρα, ἡ «καθαρός ουρανός» < αἴθω «καίω, λάμπω» + -ρα]. ὑπακούω ΡΗΜΑ
1. απαντώ: τῷ παιδίῳ ὑπάκουσον = απάντησε στο παιδί. 2. ακούω προσεκτικά, δίνω προσοχή: ὑπακούω τῶν νόμων = δίνω προσοχή στους νόμους. ΝΕ υπακούω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ὑπό + ἀκούω]. ὑπαντάω -ῶ ΡΗΜΑ
έρχομαι ή πηγαίνω να συναντήσω κάποιον: ὑπήντησαν τῷ Ἰησοῦ δύο δαιμονιζόμενοι = πήγαν να συναντήσουν τον Ιησού δύο δαιμονισμένοι.
[σύνθ. λ. ὑπό + ἀντάω]. ὕπαρ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[ίσως παράγ. λ. *ὕπ- (< ὕπ-νος) + -αρ (< ὄναρ), καθώς ο ύπνος και το όνειρο ταυτίζονται σε ορισμένες γλώσσες, πβ. ρωσ. son «ύπνος και όνειρο»]. ὑπάρχω ΡΗΜΑ
1. κάνω την αρχή, εγκαινιάζω: ὑπῆρξαν τῆς ἐλευθερίας ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι = εγκαινίασαν την ελευθερία για όλη την Ελλάδα. 2. είμαι: τὸ χωρίον καρτερὸν ὑπῆρχε = ο τόπος ήταν ισχυρός. 3. ανήκω σε κάποιον, πέφτω στο μερίδιό του: τὸ μισεῖσθαι πᾶσι ὑπάρχει ὅσοι ἕτεροι ἑτέρων ἠξίωσαν ἄρχειν = το να επισύρουν εις βάρος τους το μίσος είναι η μοίρα όλων όσοι φιλοδόξησαν να εξουσιάσουν άλλους. ΝΕ υπάρχω (με σημ. παραπλήσιες των 2, 3).
[σύνθ. λ. ὑπό + ἄρχω]. ὕπατος, -άτη, -ατον ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ ύπατος. [παράγ. λ. ὑπ- (< ὑπ-έρ) + επίθ. υπερθετ. -ατος, πβ. και ἔσχ-ατος]. ὑπείκω ΡΗΜΑ
υποκύπτω: οἱ ἀδύνατοι τοῖς ἰσχυροῖς ὑπείκουσι = οι αδύνατοι υποκύπτουν στους ισχυρούς. [σύνθ. λ. ὑπό + εἴκω «υποχωρώ»]. ὑπὲρ ΠΡΟΘΕΣΗ Α. με γενική 1. για τόπο πάνω από κάτι, πέρα από κάτι: λιμὴν καὶ ὑπὲρ αὐτοῦ πόλις κεῖται = υπάρχει ένα λιμάνι και πέρα από αυτό βρίσκεται μια πόλη. 2. για χάρη, για το καλό κάποιου προσώπου ή πράγματος: ἱερὰ ὑπὲρ τῆς πόλεως θυόμενα = θυσίες προσφερόμενες για το καλό της πόλης. 3. στο όνομα κάποιου, εκ μέρους κάποιου: ἐγώ σοι ὑπὲρ ἐκείνου ἀποκρινοῦμαι = εγώ θα σου απαντήσω εκ μέρους εκείνου. 4. για παράπτωμα ή καλή πράξη εξαιτίας, για: ὑπὲρ τούτων μεγάλας τὰς τιμωρίας ἐποιήσασθε = για τα παραπτώματα αυτά ορίσατε σοβαρές τιμωρίες. Β. με αιτιατική 1. πάνω από κάτι, έξω από κάτι: ὑπὲρ Ἡρακλείας στήλας οἰκοῦσι = κατοικούν έξω από τις Ηράκλειες στήλες (το σημερινό Γιβραλτάρ). 2. πάνω από ένα μέτρο: ὑπὲρ δύναμιν = πάνω από τις δυνάμεις κάποιου. ὑπὲρ ἡμᾶς = πάνω από τις δυνάμεις μας. ὑπὲρ δέκα μνᾶς = (συμβόλαιο) πάνω από δέκα μνες. 3. για χρόνο πέρα από, πριν από: ὁ ὑπὲρ τὰ Μηδικὰ πόλεμος = ο πόλεμος πριν από τους Περσικούς πολέμους. Γ. στη σύνθεση η ὑπὲρ σημαίνει 1. για τόπο πάνω από κάτι: ὑπέργειος. 2. προς υπεράσπιση κάποιου: ὑπερμαχῶ. 3. πάνω από το σωστό μέτρο: ὑπέργηρως.
[ομόρρ. με λατ. super, ενώ οι άλλες ΙΕ γλώσσες δεν έχουν αρκτικό s-, πβ. αρχ. ινδ. upári = ὑπέρ]. ὑπερβαίνω ΡΗΜΑ
1. περνώ πάνω από κάτι: ἐπιβουλεύουσιν ὑπερβῆναι τὰ τείχη τῶν πολεμίων = καταστρώνουν σχέδιο να περάσουν πάνω από τα τείχη των εχθρών. 2. μεταφορικά για ηλικία ὑπερέβη τὰ ἑβδομήκοντα ἔτη.
ΝΕ υπερβαίνω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ὑπὲρ + βαίνω]. ὑπερβάλλω ΡΗΜΑ
1. τοπικά και χρονικά υπερβαίνω, ξεπερνώ: ὁ ῥιφθείς λίθος λόφον ὑπερέβαλεν = η πέτρα που πέταξαν ξεπέρασε το λόφο. ἡ νόσος ὑπερβάλλει τὰς τρεῖς ἡμέρας = η αρρώστια ξεπερνά τις τρεις μέρες. 2. μεταφορ. ξεπερνώ το σωστό μέτρο: ἅπαντας ἀνθρώπους ὠμότητι ὑπερέβαλεν = ξεπέρασε στην αγριότητα όλους τους ανθρώπους.
ΝΕ υπερβάλλω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ὑπὲρ + βάλλω]. ὑπερέχω ΡΗΜΑ
1. ως αμετάβατο προεξέχω, εξέχω: σκεύη ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου = σκεύη που προεξέχουν από το τοιχάκι. 2. ως μεταβατικό είμαι ανώτερος, υπερέχω: σωφροσύνῃ πάντων ὑπερέχει = όλους τους ξεπερνά στη σωφροσύνη.
ΝΕ υπερέχω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ὑπέρ + ἔχω]. ὑπερηφανία, -ίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ (υ)περηφάνια. [παράγ. λ. ὑπερήφανος + παρ. επίθ. -ία]. ὑπερτίθημι ΡΗΜΑ
1. ως μέσο ὑπερτίθεμαι α. τοπικά τοποθετώ πέρα: ὑπερτίθεμαί τινα πέραν ποταμοῦ = περνώ κάποιον πέρα από το ποτάμι. β. χρονικά αναβάλλω: ὑπερτίθεμαι τὴν ἐπὶ τὸ Ῥίον ταχθεῖσαν ἡμέραν = αναβάλλω τη μέρα που καθορίστηκε για τη συνάντηση στο Ρίο. [σύνθ. λ. ὑπέρ + τίθημι]. ὑπερφρονέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. ως αμετάβατο είμαι υπερήφανος, αλαζόνας: μὴ ὑπερφρονεῖν, ἀλλὰ σωφρονεῖν χρή = ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι αλαζόνας, αλλά να είναι μετρημένος. 2. ως μεταβατικό περιφρονώ: πέφυκεν ἄνθρωπος τὸ θεραπεῦον ὑπερφρονεῖν = ο άνθρωπος από τη φύση του περιφρονεί αυτούς που τον υπηρετούν. [σύνθ. λ. ὑπέρ + φρονέω]. ὑπερῷον, -ῴου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ υπερώο (ενός θεάτρου κτλ.). [επίθ. ὑπερῷος, -α, -ον < ὑπερῴα, ἡ «το υψηλότερο σημείο του σπιτιού» < επίρρ. *ὑπέρ-ω κατά τα ἄν-ω, κάτ-ω, πβ. ὑπερώτατος]. ὑπηρεσία, -ίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σώμα από κωπηλάτες, πλήρωμα πλοίου: ὑπηρεσίαν ἐμισθωσάμην = μίσθωσα κωπηλάτες. 2. γενικά υπηρεσία: αἱ πρὸς τὴν πόλιν ὑπηρεσίαι. ΝΕ υπηρεσία (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ὑπηρέτης (σύνθ. ὑπό + ἐρέτης «κωπηλάτης») + παρ. επίθ. -ία]. ὑπισχνέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
1. υπόσχομαι: ὑπισχνοῦμαι χρυσῆν εἰκόνα εἰς Δελφοὺς ἀναθήσειν = υπόσχομαι να αφιερώσω χρυσό άγαλμα στους Δελφούς. 2. ισχυρίζομαι: οὐδεὶς ὑπέσχετο εἰδέναι τοῦ Νείλου τὰς πηγάς = κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι γνωρίζει τις πηγές του Νείλου.
ΝΕ υπόσχομαι. [ὑπίσχ-ομαι (σύνθ. λ. ὑπό + *ἴσχομαι) κατά το αντώνυμο ἀρ-νέομαι]. ὑπὸ ΠΡΟΘΕΣΗ Α. με γενική, συνήθως κοντά σε ρήματα παθ. φωνής από κάποιον, από κάτι: ὑπὸ τῶν πολεμίων ἡ πόλις πολιορκεῖται = η πόλη πολιορκείται από τους εχθρούς. Β. με δοτική 1. κάτω από κάτι/κάποιον: ὑπὸ τοῖς χιτωνίσκοις περιζώματα φοροῦσιν = κάτω από τους χιτώνες φορούν πουκάμισα. 2. δηλώνει εξάρτηση υπό την εξουσία κάποιου: μέγας ὁ κίνδυνος εἰ ἐσόμεθα ὑπ’ αὐτοῖς = ο κίνδυνος θα είναι μεγάλος, αν θα είμαστε υπό την εξουσία τους. Γ. με αιτιατική κάτω από κάτι/κάποιον: ὑπὸ τὴν ἀκρόπολιν = κάτω από την ακρόπολη. Δ. στη σύνθεση δηλώνει 1. κάτω από κάτι/ κάποιον: ὕπειμι = βρίσκομαι κάτω από κάποιον. 2. μείξη κάποιας ύλης με άλλη: ὑπάργυρος. 3. υποταγή ή εξάρτηση: ὑπόκειμαι (τῷ ἄρχοντι) = υποτάσσομαι (στον άρχοντα). 4. αυτό που παρουσιάζεται σε μικρό βαθμό ή συμβαίνει βαθμιαία, κάπως, λίγο λίγο: ὑπόλευκος. 5. αυτό που συμβαίνει στα κρυφά: ὑπεισέρχομαι = μπαίνω στα κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός. [μυκην. upo, πβ. αρχ. ινδ. úpa, αρχ. περσ. upa «κοντά, προς»]. ὑπόγυιος & ὑπόγυος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. άμεσος, πρόχειρος, επικείμενος: ὑπόγυιος ἡ τελευτὴ τοῦ βίου = το τέλος της ζωής πλησιάζει. 2. πρόσφατος: ὁ πόλεμος ὁ ὑπογυιότατος = ο πρόσφατος πόλεμος. [σύνθ. λ. ὑπό + γυῖα, τὰ «τα μέλη του ανθρώπινου σώματος» + παρ. επίθ. -ος]. ὑποδέχομαι ΡΗΜΑ
1. καλωσωρίζω: ὑποδέχομαί τινα = καλωσωρίζω κάποιον. 2. αναλαμβάνω, υπόσχομαι: ἃ ὑπεδέξατο οὐκ ἐπετέλει = αυτά που ανέλαβε δεν ήταν πρόθυμος να τα υλοποιήσει.
ΝΕ υποδέχομαι (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ὑπό + δέχομαι]. ὑποδέω -ῶ ΡΗΜΑ
μέση φωνή ὑποδοῦμαι δένω κάτω από τα πόδια μου, φορώ τα παπούτσια μου: ὑποδεδεμένοι ἐκοιμῶντο = κοιμούνταν με τα παπούτσια.
[σύνθ. λ. ὑπό + δέω]. ὑπόδημα, ὑποδήματος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ σόλα δεμένη κάτω από το πόδι, σανδάλι.
ΝΕ υπόδημα ως λόγιο αντί του παπούτσι. [παράγ. λ. *ὑπόδε-τον (< ὑποδέω) + παρ. επίθ. -μα]. ὑποζύγιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ υποζύγιο. [παράγ. λ. ὑπόζυγος (< ζευγνύω) + παρ. επίθ. -ιον]. ὑπόκειμαι ΡΗΜΑ
1. βρίσκομαι από κάτω: οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται = οι πέτρες των θεμελίων βρίσκονται κάτω από κάθε λογής πέτρες. 2. λαμβάνομαι ως υπόθεση: ὀρθῶς ἡ ἀρχὴ ὑπόκειται αὕτη; = ορθά λαμβάνεται ως υπόθεση η αρχή αυτή; 3. υποτάσσομαι: ὑπόκειμαι τῷ ἄρχοντι = υποτάσσομαι στον κυβερνήτη. ΝΕ υπόκειμαι (με σημ. 1, αλλά μεταφορικά). [σύνθ. λ. ὑπό + κεῖμαι]. ὑπολαμβάνω ΡΗΜΑ
1. καταλαμβάνω, πιάνω: πυρετὸς ὑπολαμβάνει αὐτούς = τους πιάνει πυρετός. 2. καταλαβαίνω, κατανοώ: εἰ μὴ σὺ φράζεις, πῶς ὑπολάβοιμ’ ἂν λόγον; = αν εσύ δε μιλάς, πώς θα μπορούσα να καταλάβω τι εννοείς; 3. παραλαμβάνω, προστατεύω: ὁ Κῦρος ὑπέλαβεν τοὺς φεύγοντας = ο Κύρος προστάτεψε τους εξόριστους. 4. απαντώ: οἱ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι... = οι Σπαρτιάτες απαντούσαν ότι δεν είναι αναγκαίο...
[σύνθ. λ. ὑπό + λαμβάνω]. ὑπομένω ΡΗΜΑ
1. περιμένω: διὰ τοῦτό σε οὐχ ὑπέμενον = γι’ αυτό δε σε περίμενα. 2. υπομένω: δουλείαν ὑπομένω.
ΝΕ υπομένω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ὑπό + μένω]. ὑπομιμνήσκω ΡΗΜΑ
υπενθυμίζω, θυμίζω κάτι σε κάποιον: ὑπέμνησαν αὐτοὺς τῶν ὁρκίων = τους θύμισαν τους όρκους.
[σύνθ. λ. ὑπό + μιμνήσκω]. ὑπόμνημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. υπενθύμιση: ἵν’ ὑπομνήματα τοῖς ἐπιγιγνομένοις ᾖ τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας = για να είναι υπενθύμιση της ασέβειας των βαρβάρων στις μελλοντικές γενιές. 2. στον πληθ. ὑπομνήματα σημειώσεις. ΝΕ υπόμνημα. [σύνθ. λ. ὑπό + *μνη- (< μι-μνή-σκω) + παρ. επίθ. -μα]. ὑπόμνησις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ υπόμνηση. [σύνθ. λ. ὑπό + *μνη- (< μι-μνή-σκω) + παρ. επίθ. -σις]. ὑπονοέω -ῶ ΡΗΜΑ
ΝΕ υπονοώ «υποδεικνύω με έμμεσο τρόπο». [σύνθ. λ. ὑπό + νοέω]. ὑποπτεύω ΡΗΜΑ ΝΕ υποπτεύομαι. [παράγ. λ. ὕποπτ-ος (< ὑφοράω, μέλλ. ὑπόψομαι) + παρ. επίθ. -εύω]. ὑποστέλλω ΡΗΜΑ
1. χαμηλώνω, κατεβάζω: ὑποστέλλω ἱστίον = κατεβάζω τα πανιά. ὑποστέλλω τὴν οὐράν = κατεβάζω την ουρά (για τα σκυλιά). 2. παθητικό ὑποστέλλομαι συμμαζεύομαι: ὑποστέλλεται τὸ πλῆθος = ελαττώνεται το πλήθος.
ΝΕ υποστέλλω (με τη σημ. 1, λ.χ. υποστέλλω τη σημαία). [σύνθ. λ. ὑπό + στέλλω]. ὑποστρέφω ΡΗΜΑ
[σύνθ. λ. ὑπό + στρέφω]. ὑποτίθημι ΡΗΜΑ
1. τοποθετώ από κάτω. 2. θέτω ενώπιον κάποιου, εισηγούμαι: καὶ τὴν δικαιοτάτην ὑπόθεσιν ἔχω ὑποτιθέναι = μπορώ να εισηγηθώ την πιο δίκαιη εισήγηση. 3. μέση φωνή ὑποτίθεμαι συμβουλεύω: εἶπεν αὐτοῖς ὑποτιθέμενος... = είπε συμβουλεύοντάς τους. 4. μέση φωνή ὑποτίθεμαι υιοθετώ ως πολιτική μου: τοῦτο ὑπέθετο, ὅπως ἐν ἐκείνῳ εἴη φάναι... = αυτό το υιοθέτησε ως πολιτική του, για να είναι στο χέρι του να λέει... 5. μέση φωνή ὑποτίθεμαι υποθέτω: τὴν ἀρετὴν διδακτὸν ὑπεθέμεθα = υποθέσαμε ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί. 6. υποθηκεύω: τὴν οἰκίαν ὑπέθηκεν = υποθήκευσε το σπίτι του.
ΝΕ υποθέτω (με τη σημ. 5). [σύνθ. λ. ὑπό + τίθημι]. ὑπουργέω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. ὑπουργ-ός < ὑποεργός (< ὑπό + ἐργ-άζομαι, ἔργον) + παρ. επίθ. -έω]. ὑποφαίνω ΡΗΜΑ
αμετάβατο, για την αυγή, την ημέρα κτλ. αρχίζω να χαράζω: ἡμέρα σχεδὸν ὑπέφαινεν = η ημέρα σχεδόν άρχισε να χαράζει.
ΝΕ ο υποφαινόμενος. [σύνθ. λ. ὑπό + φαίνω]. ὑποχείριος, -ιος & -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ υποχείριος. [σύνθ. λ. ὑπό + *χείρ-ιος (χείρ, χειρός)]. ὑποχωρέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. οπισθοχωρώ, αποσύρομαι: ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον. 2. με αιτιατική υποχωρώ μπροστά σε κάτι: ὄχλον Πελοποννησίων νεῶν ὑποχωρῶ = υποχωρώ μπροστά στο πλήθος των πελοποννησιακών πλοίων. 3. με δοτική υποχωρώ σε κάποιον: τὸ δημοκρατικὸν ὑπεχώρησε τῷ ὀλιγαρχικῷ = οι δημοκρατικοί υποχώρησαν στους ολιγαρχικούς.
ΝΕ υποχωρώ (με όλες τις σημ). [σύνθ. λ. ὑπό + χωρέω]. ὗς, ὑὸς & σῦς, συός, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*sus, λατ. sus, suris, γερμ. Sau, αγγλ. sow]. ὑστεραῖος, -αία, -αῖον ΕΠΙΘΕΤΟ [παράγ. λ. ὕστερος + παρ. επίθ. -αῑος]. ὑστερέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. μένω πίσω, έρχομαι αργότερα, καθυστερώ: ὑστέρησαν οὐ πολλῷ = καθυστέρησαν λίγο. ≠ προτερέω. 2. υστερώ σε σχέση με κάποιον, είμαι υποδεέστερός του: ἐμπειρίᾳ τῶν ἄλλων ὑστεροῦσιν = υστερούν σε εμπειρία σε σχέση με τους άλλους. ΝΕ υστερώ (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ὕστερος + παρ. επίθ. -έω, ακριβές αντίστοιχο του αρχ. ινδ. úttara]. ὑφίστημι ΡΗΜΑ
1. παθ. φωνή ὑφίσταμαι δεσμεύομαι, υπόσχομαι: ἤγαγε τοὺς ἄνδρας, ὥσπερ ὑπέστη = μετέφερε τους άντρες (στην Αθήνα), όπως υποσχέθηκε. 2. παθ. φωνή ὑφίσταμαι υφίσταμαι, συγκατατίθεμαι: τὸν κίνδυνον ὑφίσταμαι καὶ οὐ φεύγω = υφίσταμαι τον κίνδυνο και δεν τον αποφεύγω.
ΝΕ υφίσταμαι (με τη σημ. 2, «υπομένω»). [σύνθ. λ. ὑπό + ἵσταμαι]. ὑψηλός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
υψηλός: ἡ πόλις ἐφ’ ὑψηλῶν χωρίων ἦν = η πόλη βρισκόταν πάνω σε υψηλό τόπο. ΝΕ (υ)ψηλός. [παράγ. λ. επίρρ. ὕψι «υψηλά» + παρ. επίθ. -ηλός]. ὕψιστος, -ίστη, -ιστον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ ύψιστος. [επίρρ. ὕψι «υψηλά» + παρ. επίθ. -σ-τος]. ὕω ΡΗΜΑ
ρίχνω βροχή, βρέχω: ἀνηγάγετο ἐπὶ τὴν Κύζικον ὕοντος πολλῷ = απέπλευσε για την Κύζικο, ενώ έριχνε πολλή βροχή.
[*seu-/su «πιέζω, φιλτράρω» > *ὕyω > ὕω] |