ΡῬ, ῥ, ῥῶ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ῥᾴδιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ
εύκολος: ῥᾳδία ἡ κρίσις = εύκολη αυτή η κρίση. ≠ χαλεπὸς «δύσκολος».
[*Fρᾱδ- + παρ. επίθ. –ιος > ῥᾴδιος, πβ. ῥᾶ «εύκολα» = αιολικό βρᾶ = Fρᾶ]. ῥαθυμέω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. ῥάθυμος + παρ. επίθ. -έω]. ῥαθυμία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ανέμελο πνεύμα, άνεση: ῥαθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ ἐθέλομεν κινδυνεύειν = είμαστε πρόθυμοι να αντικρίζουμε τον κίνδυνο με άνεση περισσότερο παρά με επίπονες ασκήσεις. 2. οκνηρία. ΝΕ ραθυμία (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ῥάθυμος + παρ. επίθ. -ία]. ῥάθυμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αμέριμνος, ανέμελος. 2. οκνηρός. 3. για πράγματα ανέμελος, εύκολος: ῥάθυμος βίος = ανέμελη ζωή.
ΝΕ ράθυμος (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ῥᾱ «εύκολα» + *θυμ- (πβ. θυμός) + παρ. επίθ. -ος]. ῥαίνω ΡΗΜΑ
ραντίζω.
ΝΕ ραίνω. [*ῥάν-jω, αβέβαιης αρχής]. ῥαπίζω ΡΗΜΑ 1. χτυπώ κάποιον/κάτι με ράβδο: ῥαπίσας αὐτὴν ἀπέπεμψεν τῆς οἰκίας = τη χτύπησε με τη ράβδο και την πέταξε έξω από το σπίτι. 2. χαστουκίζω κάποιον στο πρόσωπο: ἐπὶ κόρρης ῥαπίζω τινά = χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο.
ΝΕ ραπίζω (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ῥαπίς «βέργα» + παρ. επίθ. -ίζω > *ῥαπίδjω > ῥαπίζω]. ῥᾳστώνη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ευκολία (στο να κάνω κάτι λ.χ.): ῥᾳστώνῃ μανθάνω = με ευκολία μαθαίνω. 2. ανακούφιση από κάτι δυσάρεστο, αναψυχή: ῥᾳστώνην ἐμαυτῷ ἐξηῦρον = εξασφάλισα αναψυχή για τον εαυτό μου. ΝΕ ραστώνη «τεμπελιά». [παράγ. λ. ῥᾷστ-ος + παρ. επίθ. -ώνη]. ῥαψῳδέω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. ῥαψῳδός (σύνθ. ῥάπτω + ᾠδή) + παρ. επίθ. -έω]. ῥαψῳδία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. απαγγελία επικών ποιημάτων: ῥαψῳδίᾳ ἆθλα ἔθεσαν = προκήρυξαν βραβεία για την απαγγελία επικών ποιημάτων. 2. τμήμα επικού ποίηματος κατάλληλο για απαγγελία σε μια περίσταση (λ.χ. μια ραψωδία της Ιλιάδας ή της Οδύσσειας). ΝΕ ραψωδία (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ῥαψῳδός (σύνθ. ῥάπτω + ᾠδή) + παρ. επίθ. -ία]. ῥεῖθρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ρείθρο. [παράγ. λ. ῥέω + παρ. επίθ. -θρον > ιων. ῥέ-ε-θρον, αττ. συνηρημ. ῥεῖθρον]. ῥέπω ΡΗΜΑ
κλίνω, γέρνω: τὸ κάτω ῥέπον βαρύ = αυτό που (στη ζυγαριά) γέρνει προς τα κάτω είναι βαρύ. ἐπὶ τὸ λῆμμα ῥέπω = γέρνω προς το όφελός μου, το κέρδος μου.
ΝΕ ρέπω «έχω την τάση». [*Fρεπ-, *Fροπ-, ίσως συγγενικό με ῥαπίς, ῥαπίζω]. ῥέω ΡΗΜΑ
1. για υγρά ρέω, τρέχω: φάραγγες ὕδατι ῥέουσαι = φαράγγια που τρέχουν νερό. 2. μεταβάλλομαι: ἅπανθ’ ὁρῶ ῥέοντα = παρατηρώ ότι όλα μεταβάλλονται. τὰ πάντα ῥεῖ = τα πάντα μεταβάλλονται.
ΝΕ ρέω (με τη σημ. 1). [*σρεF- + παρ. επίθ. -ω > *σρέFω > ῥέω, ομόρρ. με αρχ. ινδ. srávati = ῥέω, *srew-, πβ. Στρυμών «που ρέει»]. ῥήγνυμι & ῥηγνύω ΡΗΜΑ
1. σπάζω: θώρακας ῥήγνυμι. 2. διασπώ την παράταξη ενός στρατού: φάλαγγα ῥήγνυμι. 3. σχίζω (συνήθως τα ρούχα μου σε ένδειξη πένθους): ῥήγνυμι πέπλους = σχίζω τα πέπλα.
[*Fρηγ-, *Fρᾱγ-, ΙΕ αρχής: *Fρήγ- + παρ. επίθ. -νυ-μι > ῥήγνυμι]. ῥῆμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ρήση: τοῦ Πιττακοῦ περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα = κυκλοφορούσε αυτή η ρήση του Πιττακού. 2. λέξη: τὸ ῥῆμα τόδε = η λέξη «τόδε». 3. φράση. ≠ όνομα «μεμονωμένη λέξη». 4. στη γραμματική ρήμα. ≠ όνομα «ουσιαστικό». ΝΕ ρήμα (με τη σημ. 4). [*Fερε-, *Fρη- «λέγω» + παρ. επίθ. -μα]. ῥῆσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ομιλία: περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιῶ = για μικρό πράγμα κάνω πολύ μακρόλογες ομιλίες. 2. έκφραση ή χωρίο (ενός συγγραφέα): ὁμηρικὴ ῥῆσις = έκφραση που χρησιμοποιεί ο Όμηρος. ΝΕ ρήση «ρητό, γνωμικό κτλ.». [*Fερε-, *Fρη- «λέω» + παρ. επίθ. -σις > αρκαδ. Fρῆσις «ομιλία» = ῥῆσις. Ο ενεστ. (F)εἴρω είναι σπάνιος· εδώ βασίζεται ο μέλλ. ἐρῶ (< *Fερέ-σω) του λέγω]. ῥητός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. καθορισμένος: κριθήσεται ἐν ἡμέραις ῥηταῖς = θα δικαστεί σε καθορισμένη ημερομηνία. 2. αυτός που μπορεί να ειπωθεί, ο ρητός. ≠ ἄρρητος. ΝΕ ρητός (με τη σημ. 2). [*Fερε-, *Fρη- «λέω» + παρ. επίθ. -τός]. ῥήτρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. συμφωνία (με βάση καθορισμένους όρους): παρὰ τὴν ῥήτραν = αντίθετα προς τη συμφωνία. 2. στη Σπάρτη η νομοθεσία του Λυκούργου (που προσέλαβε τη μορφή συμφωνίας μεταξύ αυτού και του λαού). ΝΕ ρήτρα (με τη σημ. 1). [*Fερε-, *Fρη- «λέω» + παρ. επίθ. -τρα, πβ. ηλειακό Fράτρᾱ «ρήτρα»]. ῥήτωρ, -ορος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ ρήτορας. [*Fερε-, *Fρη- «λέγω» + παρ. επίθ. -τωρ,
ῥῖγος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ρίγος «κρύο, τρεμούλιασμα». [*σριγ- + παρ. επίθ. -ος, *srig-, λατ. frigus «κρύο»]. ῥιγόω -ῶ ΡΗΜΑ
κρυώνω, τρέμω από το κρύο. ΝΕ ριγώ. [παράγ. λ. ῥῑγος + παρ. επίθ. -όω]. ῥίπτω ΡΗΜΑ
ρίχνω: ἐς ὕδωρ ψυχρὸν ἐμαυτὸν ῥίπτω = ρίχνω τον εαυτό μου σε δροσερό νερό.
ΝΕ ρίχνω. [παράγ. λ. *Fριπ- «στρέφω, γυρίζω» + παρ. επίθ. -τ-ω]. ῥίς, ῥινός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μύτη.
2. πληθυντικός αριθμός ῥῖνες ρουθούνια: διέξοδος κατὰ τὸ στόμα καὶ τὰς ῥῖνας = διέξοδος από το στόμα και τα ρουθούνια.
ΝΕ θέμα ριν-, λ.χ. ριν-ικός, ωτο-ρινο-λαρυγγολόγος. [αβέβ. ετυμ.]. ῥοδών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ροδώνας. [παράγ. λ. ῥόδον + παρ. επίθ. -ών]. ῥοῦς, ῥοῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ο κοινός τύπος είναι ῥόος ροή. ΝΕ ρους (λόγ.). [*ῥο- (ῥέω) + παρ. επίθ. -ος > ῥόος, αττ. συνηρημ. ῥοῦς]. ῥοπή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κλίση, γέρσιμο (κυρίως των δίσκων της ζυγαριάς). 2. αποφασιστική στιγμή, στιγμή. ΝΕ ροπή (με τη σημ. 1). [*ροπ- (ῥέπω) + παρ. επίθ. -ή, ῥύαξ, -κος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος. 2. ορμητικό ρεύμα λάβας (σε έκρηξη ηφαιστείου): ὁ ῥύαξ τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης. ΝΕ ρυάκι «ποταμάκι». [*ρυ- (ῥέω) + παρ. επίθ. -αξ, πβ. ἱέρ-αξ]. ῥύμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η δύναμη, η ορμή, ενός σώματος που βρίσκεται σε κίνηση, η φόρα του: ῥύμῃ ἐμπίπτω = πέφτω με φόρα. 2. ορμητική κίνηση (στρατεύματος): ῥύμῃ ἐχώρησαν οἱ στρατιῶται = οι στρατιώτες προχώρησαν ορμητικά. 3. δρόμος. ΝΕ στη φρ. εν τη ρύμη του λόγου «στο γρήγορο λόγο». [*F(ε)ρυ-, *Fρυ- «σύρω, τραβώ» + παρ. επίθ. -μη]. ῥυπαρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
κυριολεκτικά και μεταφορικά βρόμικος: βίος δουλοπρεπὴς καὶ ῥυπαρός = δουλοπρεπής και βρόμικος τρόπος ζωής. ΝΕ ρυπαρός. [παράγ. λ. ῥύπος + παρ. επίθ. -(α)ρός]. ῥωγμή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κάταγμα. 2. σχισμή: ἀμύγδαλον εἰς ῥωγμὴν ξύλου ἐντίθεμαι = τοποθετώ αμύγδαλο μέσα σε σχισμή ξύλου. ΝΕ ρωγμή (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. *Fρηγ- (ῥήγ-νυμι), *Fρωγ- + παρ. επίθ. -μή]. ῥωμαλέος, -α, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
δυνατός: ῥωμαλέος τῷ σώματι = δυνατός στο σώμα. ΝΕ ρωμαλέος. [παράγ. λ. ῥώμη + παρ. επίθ. -(α)λέος]. ῥώμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ ρώμη, ρωμαλέος. [*ῥω- (πβ. ἔρ-ρω-μαι < ῥώννυμαι) + παρ. επίθ. -μη, συγγεν. με ῥώομαι «σπεύδω»]. ῥώννυμι & ῥωννύω ΡΗΜΑ
1. δίνω δύναμη: τροφὴ ῥώννυσι = η τροφή δίνει δύναμη. 2. παθ. παρακ. ἔρρωμαι έχω δύναμη: ἐρρωμένος τὴν ψυχήν = δυνατός στην ψυχή. 3. ἔρρωσο! / ἔρρωσθε! = χαίρε!, να έχεις υγεία! / χαίρετε!, να έχετε υγεία! (πρόκειται για το συνήθη τρόπο κατάληξης των επιστολών).
[*ρω- (πβ. ῥώομαι «σπεύδω», ῥώμη) + παρ. επίθ. -νυ -μι]. ῥῶσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. *ῥω- (ῥώννυμι) + παρ. επίθ. -σις]. |