Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Ο Ρ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Π

Π, π, πεῖ ή πῖ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
  • ως αριθμητικό σύμβολο: π΄ = 80, αλλά ͵π = 80.000.

πάγη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

παγίδα.

familyπαράγ. ἡ παγίς, -ίδος «παγίδα».

[πάγ-ος < πᾰγ- (πήγ-νυ-μι)].

παγκράτιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αγώνας πάλης και πυγμαχίας μαζί: Ὀλύμπια ἐγένοντο.... οἷς Ἀνδροσθένης παγκράτιον ἐνίκα = έγιναν Ολυμπιακοί Aγώνες.... στους οποίους ο Ανδροσθένης νίκησε στο παγκράτιο.

ΝΕ παγκράτιο.

[παράγ. λ. παγκρατής + παρ. επίθ. -ιον].

πάγος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

βράχος, λόφος: Ἄρειος πάγος = λόφος, στην Αθήνα, αφιερωμένος στον Άρη όπου συνεδρίαζε το ανώτατο δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος.

familyπαράγ. παγετός, πάγιος «συμπαγής», σύνθ. παγετώδης.

ΝΕ πάγος «νερό σε παγωμένη μορφή».

[πᾰγ- < πήγ-νυ-μι].

πάγχρηστος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που είναι για τα πάντα χρήσιμος. ἄχρηστος.

[σύνθ. λ. πᾱν + χρηστός (παράγ. χρήομαι + παρ. επίθ. -τός)].

παιάν, ᾶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ευχαριστήριος ύμνος στον Απόλλωνα.

2. πολεμικό εμβατήριο.

familyπαράγ. παιανίζω.

ΝΕ παιάνας (με τη σημ. 2).

[*παιάFων, αβέβ. ετυμ.].

παιανίζω ΡΗΜΑ

ψάλλω παιάνα, ευχαριστήριο ύμνο ή πολεμικό εμβατήριο: παιανίσαντες ἐπῇσαν αὖθις = και αφού έψαλαν πολεμικό εμβατήριο, επιτέθηκαν πάλι.

ΝΕ παιανίζω.

[παράγ. λ. παιάν + παρ. επίθ. -ίζω].

παιδαγωγέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρακ. πεπαιδαγώγηκα
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. παιδαγωγήσομαι
Παθ. αόρ. ἐπαιδαγωγήθην

ανατρέφω και εκπαιδεύω ένα παιδί, γενικά εκπαιδεύω.

ΝΕ παιδαγωγώ.

[παράγ. λ. παιδαγωγός + παρ. επίθ. -έω].

παιδαγωγός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αυτός που αναλαμβάνει την ανατροφή και την εκπαίδευση παιδιών.
  • στην Αθήνα δούλος που συνόδευε το παιδί στο σχολείο.

familyπαράγ. παιδαγωγεῑον, παιδαγωγέω, παιδαγωγία, παιδαγωγικός.

ΝΕ παιδαγωγός «ειδικός στην παιδική αγωγή».

[σύνθ. λ. παῑς + ἄγω].

παίδευσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. εκπαίδευση: Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας = (η Αθήνα με τον πολιτισμό της συνετέλεσε ώστε) να ονομάζονται Έλληνες όσοι παίρνουν τη δική μας εκπαίδευση.

2. όργανο εκπαίδευσης, σχολείο: ξυνελών τε λέγω τὴν πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι = και με δυο λόγια, ολόκληρη η πόλη (η Αθήνα) είναι το σχολείο της Ελλάδας.

ΝΕ παίδευση (λόγ., με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. παιδεύω + παρ. επίθ -σις].

παιδεύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπαίδευον
Μέλλ. παιδεύσω
Αόρ. ἐπαίδευσα
Παρακ. πεπαίδευκα
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. παιδεύσομαι
Παθ. μέλλ. παιδευθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐπαιδευσάμην
Παθ. αόρ. ἐπαιδεύθην
Παθ. παρακ. πεπαίδευμαι

1. ανατρέφω και διδάσκω παιδιά.

  • γενικά εκπαιδεύω και καθοδηγώ: οἱ Ὁμήρου ἐπαινέται λέγουσιν ὡς τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ποιητής = οι θαυμαστές του Ομήρου λένε ότι αυτός ο ποιητής έχει εκπαιδεύσει την Ελλάδα.

2. μέση φωνή παιδεύομαι στέλνω το παιδί μου στο σχολείο, και γενικότερα φροντίζω για την εκπαίδευση κάποιου: οὓς ἡγεμόνας πόλεως (εἶναι) ἐπαιδεύσασθε = αυτοί τους οποίους εκπαιδεύσατε για ηγέτες της πόλης.

3. σωφρονίζω κάποιον, τον διορθώνω.

familyπαράγ. παιδεία, παίδευσις, παιδευτής, σύνθ. ἀπαίδευτος.

ΝΕ παιδεύω «ταλαιπωρώ, κουράζω, βασανίζω».

[παράγ. λ. παῖς, παιδ-ός + παρ. επίθ. -εύω].

παιδιά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

παιχνίδι, διασκέδαση: παιδιὰ καὶ οὐ σπουδή = παιχνίδι και όχι σοβαρή ασχολία.

ΝΕ παιδιά «αθλοπαιδιά».

[παράγ. λ. παῑς (παιδός) + παρ. επίθ. -ιά].

παιδιόθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

από την παιδική ηλικία, από παιδί.

[παράγ. λ. παιδίο-ν (πβ. ἐκ παιδίου / παιδίων «από την παιδική ηλικία») + παρ. επίθ. -θεν].

παιδοτρίβης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

δάσκαλος της γυμναστικής.

familyπαράγ. παιδοτριβέω.

[σύνθ. λ. παῑς + τρίβω].

παίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπαιζον
Μέλλ. παιξοῦμαι
Αόρ. ἔπαισα
Παρακ. πέπαικα
Παθ. παρακ. πέπαισμαι

1. παίζω.

2. αστειεύομαι. σπουδάζω «σοβαρολογώ».

ΝΕ παίζω (με τις σημ. 1, 2).

[*παFιδς- (< *παF)- + παρ. επίθ. -jω > *παίδ-jω > παίζω].

παῖς, παιδός, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. γιος ή κόρη, παιδί.

2. άνθρωπος σε παιδική ηλικία, παιδί: δῆλον τοῦτό γε ἤδη καὶ παιδί = αυτό πια είναι φανερό και σε ένα παιδί.

3. δούλος, υπηρέτης.

familyπαράγ. παιδεύω, παίζω, παίγνιον, σύνθ. παιδοτρίβης, παιδονόμος.

ΝΕ παιδί (με τις σημ. 1, 2).

[*παFιδς- (< *παF-) > παῦς και παῖς].

παίω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπαιον
Μέλλ. παίσω & παιήσω
Αόρ. ἔπαισα
Παρακ. πέπαικα
Μέσ. αόρ. ἐπαισάμην
Παθ. αόρ. ἐπαίσθην

χτυπώ, πληγώνω κάποιον: παίει με ροπάλῳ = με χτυπά με το ρόπαλο. παίω τινὰ εἰς τὸν μηρόν = πληγώνω κάποιον στο μηρό. = τύπτω, πλήττω, βάλλω.

[*παF + παρ. επίθ. -jω].

πάλαι ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. πριν από πολύ καιρό, παλιά: πάλαι ποτέ = κάποτε, τα παλιά τα χρόνια. νῡν, σήμερον.

2. ως επίθετο οἱ πάλαι καὶ οἱ νῦν = οι παλιοί (άνθρωποι) και οι σημερινοί.

3. από ώρα, εδώ και ώρα: ἄρτι ἢ πάλαι ἥκεις ἐξ ἀγροῦ; = τώρα μόλις ήρθες από την εξοχή ή εδώ και ώρα;

familyπαράγ. παλαιός, παλαιότης.

[*παλ- (ίσως συγγεν. με τῆλε «μακριά», πβ. βοιωτ. πήλυι = τηλοῦ «μακριά») + -αι, όπως χαμ-αί, κατ-αί = κατά].

παλαιός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός παλαιότερος & παλαίτερος
Υπερθετικός παλαιότατος & παλαίτατος

1. αυτός που έχει γίνει ή κατασκευαστεί πριν από πολύ καιρό: τριήρεις παλαιαὶ καὶ καιναί = παλιές και καινούριες τριήρεις.

2. για πρόσωπα αυτός που έζησε πριν από πολλά χρόνια: οἱ πάνυ παλαιοὶ ἄνθρωποι = οι πολύ παλιοί άνθρωποι. Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν = ο Μίνωας είναι ο πιο παλιός (αρχαίος) από όσους γνωρίζουμε εξ ακοής (έχουμε ακουστά).

3. ως επίρρημα τὸ παλαιὸν άλλοτε, παλιά.

ΝΕ παλαιός (λόγ.) & παλιός (με σημ. 1, 2).

[handπάλαι + παρ. επίθ. -ός].

παλαίστρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τόπος όπου ασκούνταν στην πάλη με την επίβλεψη ειδικών δασκάλων.

familyπαράγ. παλαιστρίτης «θεός προστάτης της παλαίστρας».

ΝΕ παλαίστρα.

[παράγ. λ. παλαίω + παρ. επίθ. -(σ)τρα].

παλαίω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπάλαιον
Μέλλ. παλαίσω
Αόρ. ἐπάλαισα

παλεύω.

familyπαράγ. παλαίστρα, παλαιστής, σύνθ. διαπάλη, ἀντίπαλος.

ΝΕ παλεύω.

[αβέβ., πιθ. συγγεν. με πάλλω].

πάλιν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. τοπικά πίσω: πάλιν δίδωμι/ἀποδίδωμι = δίνω πίσω, ξαναδίνω.

2. χρονικά ξανά: πάλιν ἐξ ἀρχῆς = ξανά από την αρχή.

ΝΕ πάλι (με τη σημ. 2).

[ίσως αρχικά ουσ. *πάλις «επιστροφή» (πέλομαι, πόλος), αιτιατ. *πάλιν, πβ. δωρεάν].

Παλλάς, -άδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η θεά Αθηνά.

[θηλ. του πάλλαξ, ὁ = πάλληξ, ὁ «έφηβος», αβέβ. ετυμ., σύμφωνα με την αρχ. παράδοση < πάλλω].

παλτόν, -οῦ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

δόρυ ή ακόντιο.

[ουσιαστικοπ. του παλτός < πάλ-λω + παρ. επίθ. -τός].

πάμφορος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

πολύ γόνιμος: πάμφορος χώρα = πολύ γόνιμη γη.

[σύνθ. λ. πᾱν + φέρω].

Παναθήναια, -αίων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

γιορτή που τελούσαν οι Αθηναίοι προς τιμήν της θεάς Αθηνάς.

familyπαράγ. παναθηναϊκός, παναθηναϊσταί.

[σύνθ. λ. πᾱν- + Ἀθήναια «παλιό όνομα των Παναθηναίων»].

πανδημεὶ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

όλοι μαζί, πάνδημοι: Λακεδαιμόνιοι πανδημεὶ ἐστράτευσαν = οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν με συμμετοχή όλου του λαού.

[παράγ. λ. πάνδημος + παρ. επίθ. -εί].

πάνδημος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

κοινός, στον οποίο συμμετέχει όλος ο λαός: πάνδημος ἀγών.

familyπαράγ. πανδήμιος, πανδημία, πανδημεί.

ΝΕ πάνδημος (λόγ.).

[σύνθ. λ. πᾱς + δῆμος].

πανηγυρικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός πανηγυρικώτερος
Υπερθετικός πανηγυρικώτατος

αυτός που έχει σχέση με εορταστική συγκέντρωση: οἱ πανηγυρικοὶ ὄχλοι = οι πανηγυριστές.

  • εορταστικός: λόγος ὁ πανηγυρικὸς και ως ουσιαστ. ὁ πανηγυρικός = λόγος που εκφωνούσαν σε μια δημόσια γιορτή ή συγκέντρωση, όπως π.χ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

ΝΕ πανηγυρικός.

[παράγ. λ. πανήγυρις + παρ. επίθ. -ικός].

πανήγυρις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

συγκέντρωση όλου του λαού (συνήθως για να τιμηθεί ένας θεός ή ήρωας): ἡ τῶν Ἑλλήνων ἐν Ὀλυμπίᾳ πανήγυρις = η συγκέντρωση των Ελλήνων στην Ολυμπία.

familyπαράγ. πανηγυρίζω, πανηγυρικός, πανηγυρικῶς.

ΝΕ πανηγύρι «εορταστική συγκέντρωση».

[σύνθ. λ. πᾱν + ἄγυρις (αιολ. αντί ἀγορά < ἀγείρω)].

παννύχιος, -ιος, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα: παννύχιοι χοροί.

[παράγ. λ. παννυχ-ίς + παρ. επίθ. -ιος].

παννυχίς, -ίδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

γιορτή που διαρκεί όλη τη νύχτα: παννυχίδα ποιήσουσιν, ἣν ἄξιον θεάσασθαι = θα κάνουν ολονυχτία (προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος), που αξίζει να τη δει κανείς.

familyπαράγ. παννυχίζω, παννύχιος.

ΝΕ παννυχίδα.

[σύνθ. λ. πᾶν + νύξ, όπου το αντί (νυκτός < νύξ), ίσως από νυχ-θημερόν].

παντάπασι(ν) ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. εντελώς: παντάπασι ῥᾴδιον = εντελώς εύκολο.

2. σε καταφατικές απαντήσεις αναμφιβόλως.

[σύνθ. λ. ίσως *παντάπας / *παντάπαν, δοτ. πληθ. παντάπασι «για όλους ή για όλα, εντελώς»].

πανταχοῦ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

παντού: οὐδαμοῦ καὶ πανταχοῦ = πουθενά και παντού. πανταχοῦ τῆς γῆς = παντού, σε όλη τη γη.

ΝΕ πανταχού στη φρ. πανταχού παρών.

[παράγ. λ. *πανταχό-ς (πᾱς, παντ-ός + -αχ-ός, πβ. μον-αχός) + παρ. επίθ. -οῦ].

πάντῃ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού: κύκλῳ δὲ αὐτοῖς πάντῃ πολλαὶ πόλεις πολέμιοι ἦσαν = και παντού, γύρω γύρω, ήταν πολλές πόλεις εχθρικές προς αυτούς.

[παράγ. λ. πᾱς, παντ-ός + παρ. επίθ. -ῃ].

παντοδαπός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

ο κάθε είδους: πολλοί καὶ παντοδαποί = πολλοί και κάθε είδους άνθρωποι. = παντοῖος.

familyπαράγ. παντοδαπῶς.

[παράγ. λ. πᾱς, παντ-ός + παρ. επίθ. -δ-απός, κατά το ἡμε-δ-απός].

παντοῖος, -οία, -οῖον ΕΠΙΘΕΤΟ

ο κάθε είδους: λέγει πολλὰ καὶ παντοῖα = λέει πολλά και διάφορα.

familyπαράγ. παντοίως.

[παράγ. λ. πᾱς, παντ-ός + παρ. επίθ. -οῖος].

πάντως ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. με κάθε τρόπο: πάντως προπηλακιεῖ σε = θα σε εξευτελίσει με κάθε τρόπο.

2. οπωσδήποτε, εξάπαντος: εἰ δὴ δεῖ γε πάντως = αν λοιπόν είναι οπωσδήποτε απαραίτητο.

ΝΕ πάντως «όμως, παρ’ όλα αυτά».

[παράγ. λ. πᾱν, παντ-ός + παρ. επίθ. -ως].

πάνυ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. πολύ: πάνυ ὀλίγοι = πολύ λίγοι.

2. οὐ πάνυ καθόλου δεν...: οὐ πάνυ τι μανθάνω = καθόλου δεν καταλαβαίνω.

3. σε απαντήσεις βεβαιότατα, αναμφιβόλως.

4. ὁ πάνυ = ο πασίγνωστος: ὁ πάνυ Περικλής.

[παράγ. λ. πᾱς / πᾶν + παρ. επίθ. , που είναι ανερμήνευτο (κατά το εὖ;)].

παπαῖ ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ

1. ως έκφραση θλίψης ή πόνου αλίμονο, ποπό: φεῦ. παπαῖ! = αχ, ποπό!

2. ως έκφραση έκπληξης μπα!: παπαί, οἷον λέγεις! = μπα, τι λες! (handβαβαί).

πάππος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

παππούς.

familyπαράγ. παππῷος.

ΝΕ πάππος (λόγ.).

[ηχομιμητ. λ. της παιδικής γλώσσας με εμφατικό διπλασιασμό του π].

παρὰ ΠΡΟΘΕΣΗ

Α. με γενική προσώπου εκ μέρους, από τον...: ταῦτα παρὰ σοῦ ἐμάθομεν = αυτά τα μάθαμε από σένα.

  • παρ’ ἑαυτοῦ = από μόνος του, με τη δική του θέληση.

Β. με δοτ. προσώπου κοντά σε κάποιον: οἱ Περσῶν παῖδες παιδεύονται παρὰ τοῖς δημοσίοις διδασκάλοις = τα παιδιά των Περσών εκπαιδεύονται κοντά σε δημόσιους δασκάλους.

  • οἱ παρ’ ἐμοί = οι άνθρωποί μου, οι συγγενείς μου.

Γ. με αιτιατική δηλώνει

1. κίνηση προς (το μέρος κάποιου προσώπου): Ἴωνες δὲ ἔπεμπον ἀγγέλους παρὰ Κῦρον = και οι Ίωνες έστελναν απεσταλμένους στον Κύρο. ἔπεμψεν ἄγγελον ἐς Φάρσαλον παρὰ τοὺς ἐπιτηδείους = έστειλε αγγελιαφόρο στους φίλους του στα Φάρσαλα.

2. κίνηση παράλληλα με κάτι ή κοντά σε κάτι: παρὰ τὴν Βαβυλῶνα δεῖ παριέναι = πρέπει να περάσει κανείς δίπλα από τη Βαβυλώνα.

3. αντίθετα με: παρὰ τὸν νόμον/παρὰ τὸ δίκαιον = αντίθετα με το νόμο / με το δίκαιο.

  • παρὰ δύναμιν = πάνω από τις δυνάμεις μου. κατὰ δύναμιν.

4. πλην, εκτός από...: οὔκ ἐστι παρὰ ταῦτα ἄλλα = εκτός από αυτά δεν υπάρχουν άλλα.

  • εκφράσεις παρὰ μικρόν/παρ’ ὀλίγον/παρὰ βραχύ παρά λίγο, λίγο έλειψε να...: παρὰ μικρὸν ἦλθεν ἀποθανεῖν = παρά λίγο να πεθάνει. παρὰ πολύ με μεγάλη διαφορά: ἐνίκησαν οἱ Κερκυραῖοι παρὰ πολύ.

5. σε σύγκριση με...: χειμὼν μείζων παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν = δυνατότερο κρύο σε σύγκριση με την εποχή.

6. εξαιτίας ή χάρη σε...: οὐ παρὰ τὴν ἑαυτοῦ ῥώμην... ὅσον παρὰ τὴν ἡμετέραν ἀμέλειαν = όχι τόσο χάρη στη δύναμή του... όσο εξαιτίας της δικής μας αδιαφορίας.

7. κατά τη διάρκεια: παρὰ τὸν βίον ἅπαντα = σε όλη τη διάρκεια της ζωής.

  • εκφράσεις παρ’ ἡμέραν / ἡμέραν παρ’ ἡμέραν = μέρα παρά μέρα. παρὰ μίαν = κάθε δεύτερη μέρα.

Δ. ως α΄ συνθετικό δηλώνει

1. κίνηση από…, προς: π.χ. παραλαμβάνω.

2. στάση ή κίνηση κοντά σε πρόσωπο ή πράγμα: π.χ. πάρειμι, παρέρχομαι.

3. αντίθετα με κάτι: π.χ. παρασπονδῶ.

4. σύγκριση: π.χ. παραβάλλω.

5. κάτι που γίνεται εσφαλμένα, λάθος: π.χ. παραβλέπω.

ΝΕ παρά (με τη σημ. Γ3).

[*παρ-, *περ- (περί), *πρ- (πρός) ΙΕ αρχής].

παραβαίνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand βαίνω

1. δεν τηρώ ένα νόμο, μια συμφωνία κτλ., παραβαίνω: παραβεβασμένοι ὅρκοι = όρκοι που έχουν παραβιαστεί.

2. προχωρώ, παρουσιάζομαι: παραβαίνω πρὸς τὸ θέατρον = παρουσιάζομαι στους θεατές, για να μιλήσω.

familyπαράγ. παράβασις, παραβάτης.

ΝΕ παραβαίνω (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. παρά + βαίνω].

παραβάλλω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand βάλλω

1. ρίχνω κάτι μπροστά σε κάτι: παραβάλλω τοῖς ἵπποις φορβήν = ρίχνω στα άλογα χόρτο.

2. μέση φωνή παραβάλλομαι α. θέτω / εκθέτω τον εαυτό μου σε κίνδυνο: οὐκ ἴσα παραβαλλόμενοι εἰς τὸν κίνδυνον ἴμεν = ριψοκινδυνεύοντας όχι εξίσου (με τους άλλους) προχωρούμε. β. συγκρίνω: πρὸς ποῖον κτῆμα παραβαλλόμενος φίλος ἀγαθὸς οὐκ ἂν πολλῷ κρείττων φανείη; = με ποια περιουσία αν συγκριθεί ο καλός φίλος δε θα φανεί πολύ ανώτερος;

3. στρέφω, γυρίζω κάτι προς τα πλάγια: παραβάλλω τὼ ὀφθαλμὼ = ρίχνω πλάγια βλέμματα. παραβαλὼν τὴν κεφαλὴν καὶ ἀκούσας, ἔφη = αφού έστρεψε το κεφάλι και άκουσε, είπε.

4. ως αλληλοπαθές πλησιάζω: ὅταν παραβάλλωσιν ἑαυτοὺς ἀλλήλοις οἵ τε ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόμενοι = όταν θα συναντιούνται οι άρχοντες και οι αρχόμενοι.

familyπαράγ. παραβολή «αντιπαραβολή», σύνθ. ἀπαράβλητος.

ΝΕ παραβάλλω (με τη σημ. 3).

[σύνθ. λ. παρά + βάλλω].

παραγγέλλω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἀγγέλλω

1. δίνω διαταγή: ὁ στρατηγὸς παρήγγειλε τῇ στρατιᾷ ὃν ἂν λάβωσι κτείνειν = ο στρατηγός έδωσε διαταγή στο στρατό να σκοτώνουν όποιον συλλάβουν.

2. γενικά δίνω εντολή ή παρακινώ: παρηγγείλαμεν οὖν ἀλλήλοις ἥκειν ὡς πρῳαίτατα = παρακινήσαμε λοιπόν ο ένας τον άλλο να φτάσουμε όσο γίνεται πιο πρωί (στη φυλακή όπου ήταν ο Σωκράτης).

familyπαράγ. παραγγελία, παράγγελμα.

ΝΕ παραγγέλλω (λόγ.) και παραγγέλνω «κάνω μια παραγγελία».

[σύνθ. λ. παρά + ἀγγέλλω].

παραγίγνομαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand γίγνομαι

1. παρευρίσκομαι, είμαι παρών κάπου: παραγίγνομαι ἐν τοῖς ἀγῶσι = είμαι παρών στους αγώνες.

2. βοηθώ, παραστέκομαι κάποιον: Ἀθηναῖοι ναυσί τε καὶ στρατιᾷ παρεγένοντο ἐπὶ τοὺς Χαλκιδεῖς = οι Αθηναίοι βοήθησαν με πλοία και με στρατό τους Χαλκιδείς.

3. παρουσιάζομαι, φτάνω: ἐν τρισὶν ἡμέραις παραγίγνονται εἰς ταύτην τὴν κώμην = σε τρεις μέρες φτάνουν σε αυτό το χωριό. παρεγένοντο αἱ νῆες = έφτασαν τα πλοία.

[σύνθ. λ. παρά + γίγνομαι].

παράγω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἄγω

1. οδηγώ, οδηγώ έξω από έναν τόπο.

2. μεταφορικά οδηγώ κάποιον σε λάθος δρόμο, τον παραπλανώ, τον εξαπατώ: ψεύδεσιν ἡμᾶς παράγουσιν = μας εξαπατούν με ψέματα. ἀπάτῃ παράγεσθε ὑπ’ αὐτῶν = με δόλιο τρόπο παραπλανάσθε από αυτούς.

  • για πράγματα διαστρέφω, αλλάζω κάτι με κακό τρόπο: παράγω τοὺς νόμους = αλλάζω τους νόμους όπως με συμφέρει.

familyπαράγ. παραγωγή.

ΝΕ παράγω «παράγω ένα προϊόν, κατασκευάζω, δημιουργώ».

[σύνθ. λ. παρά + ἄγω].

παραγωγή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μετακίνηση: τοῖς πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν = χρησιμοποίησαν τα πλοία για να μετακινήσουν το στρατό.

2. παραπλάνηση, εξαπάτηση: τῆς ἀπάτης τῇ παραγωγῇ = εξαιτίας της παραπλάνησης που προκάλεσε η απάτη.

ΝΕ παραγωγή (λ.χ. αγροτική ή ενός προϊόντος).

[παράγ. λ. παράγω + παρ. επίθ. ].

παράδειγμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. σχέδιο, πρότυπο: ἐξειργάσαντο ναὸν τοῦ παραδείγματος κάλλιον = κατασκεύασαν ένα ναό ωραιότερο από το πρότυπο.

2. παράδειγμα: παράδειγμα λαμβάνω παρά τινος = παίρνω παράδειγμα από κάποιον. παράδειγμα δίδωμι = δίνω παράδειγμα.

familyπαράγ. παραδειγματίζω, σύνθ. ἀπαραδειγμάτιστος.

ΝΕ παράδεγμα (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. παρά + δεῖγμα].

παράδεισος, είσου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

περιφραγμένος κήπος: παράδεισος μέγας ἀγρίων θηρίων πλήρης καὶ δασὺς παντοίων δένδρων = μεγάλος κήπος γεμάτος άγρια θηρία και κατάφυτος με κάθε είδους δέντρα.

ΝΕ παράδεισος (με τη θρησκευτική σημ.).

[αρχ. πέρσ. δάν. pairi-daēza = περί-τοιχος «φράχτης»].

παραδέχομαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand δέχομαι

1. δέχομαι κάτι από κάποιον, το παραλαμβάνω: Κῦρος ἄνδρα ἔταξε παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα = ο Κύρος τοποθέτησε έναν άνδρα για να παραλαμβάνει τις επιστολές που έφερναν.

  • δέχομαι ως κληρονομιά: παραδέχομαι τὴν ἀρχήν = παίρνω την εξουσία με κληρονομικό δικαίωμα.

2. αναλαμβάνω να κάνω κάτι: παρεδέξατο Χαρίνῳ τῷ προδότῃ ταὐτὰ πράττειν = ανέλαβε να κάνει τα ίδια με αυτά που έκανε ο Χαρίνος ο προδότης.

3. δέχομαι κάτι όπως είναι, το παραδέχομαι.

familyπαράγ. παραδοχή.

ΝΕ παραδέχομαι (με τη σημ. 3).

[σύνθ. λ. παρά + δέχομαι].

παραιτέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. παρῃτούμην
Μέλλ. παραιτήσομαι
Αόρ. παρῃτησάμην
Παρακ. παρῄτημαι

1. ζητώ να μου κάνουν μια χάρη, παρακαλώ κάποιον για κάτι: παραιτοῦμαι ὑμᾶς μὴ θορυβεῖν = ζητώ να μου κάνετε τη χάρη να μη διαμαρτύρεστε. παραιτοῦμαι μηδὲν τούτων δρᾶν = παρακαλώ να μην κάνετε τίποτε από αυτά.

2. παρακαλώντας αποτρέπω κάτι δυσάρεστο: παραιτοῦμαι τὴν ὀργήν.

3. παραιτώ κάτι, το απορρίπτω, αρνούμαι: τὴν Προδίκου τοῦδε διαίρεσιν τῶν ὀνομάτων παραιτοῦμαι = τη διάκριση των λέξεων που κάνει ο Πρόδικος την απορρίπτω.

familyπαράγ. παραίτησις, σύνθ. ἀπαραίτητος.

ΝΕ παραιτούμαι «εγκαταλείπω μια επιδίωξη».

[σύνθ. λ. παρά + αἰτέομαι].

παραίτησις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

θερμή παράκληση.

ΝΕ παραίτηση «απόσυρση, εγκατάλειψη ενός σκοπού, μιας θέσης κτλ.».

[παράγ. λ. παραιτέομαι + παρ. επίθ. -σις].

παρακαλέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand καλέω -ῶ

1. καλώ κάποιον σε βοήθεια: παρακαλῶ τινα σύμμαχον = καλώ κάποιον ως σύμμαχο.

2. προσκαλώ κάποιον: παρακαλῶ τινα ἐπὶ τὸ βῆμα = προσκαλώ κάποιον να ανεβεί στο βήμα.

3. παρακινώ, προτρέπω κάποιον: παρακαλῶ τινα εἰς μάχην = παρακινώ κάποιον να λάβει μέρος στη μάχη.

familyπαράγ. παράκλησις.

ΝΕ παρακαλώ «υποβάλλω παράκληση».

[σύνθ. λ. παρά + καλέω].

παρακαταθήκη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ό,τι παραδίδεται σε κάποιον για να το φυλάξει: δέχομαι παρακαταθήκην χρυσίου = παραλαμβάνω χρυσά νομίσματα για να τα φυλάξω. τοὺς νόμους ἔχετε παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ παρακαταθήκην = έχετε παραλάβει τους νόμους από τους άλλους σαν να είναι κάτι που σας το παραδίδουν για να το φυλάξετε.

ΝΕ παρακαταθήκη.

[σύνθ. λ. παρά + καταθήκη].

παρακατατίθημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand τίθημι
μέση φωνή παρακατατίθεμαι παραδίδω, εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον: παρακατατίθεμαι παῖδας διδασκάλοις = εμπιστεύομαι τα παιδιά στους δασκάλους.

[σύνθ. λ. παρά + κατατίθεμαι].

παρακινέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand κινέω -ῶ

1. προκαλώ ταραχές, διαταράσσω την τάξη: παρακινῶ τὰ πράγματα = προκαλώ ταραχές στο καθεστώς της πολιτείας.

2. αμετάβατο ταράζομαι, χάνω την ψυχραιμία ή τη λογική μου: νουθετεῖται ὡς παρακινῶν = τον συμβουλεύουν, επειδή δεν ξέρει τι κάνει.

ΝΕ παρακινώ (λ.χ. σε αρνητικές ενέργειες, ξεσηκώνω).

[σύνθ. λ. παρά + κινέω].

παρακολουθέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. ακολουθώ, πηγαίνω από πίσω ή συνοδεύω κάποιον/κάτι: παρηκολούθει αὐτοῖς ἡ ἔχθρα παρὰ τῶν Λακεδαιμονίων = τους συνόδευε η εχθρότητα των Λακεδαιμονίων. = ἕπομαι. ἡγέομαι.

2. προσέχω, παρακολουθώ.

ΝΕ παρακολουθώ (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. παρά + ἀκολουθέω].

παραλλάττω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἀλλάττω

ο κοινός τύπος είναι παραλλάσσω

1. αντικαθιστώ το ένα με το άλλο, το εναλλάσσω: ὑποδήματα παρηλλαγμένα = παπούτσια που έχουν φορέσει το δεξί στο αριστερό πόδι και αντίστροφα.

2. αλλάζω κάτι λίγο, το παραλλάζω: μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάττω.

3. διαφέρω: παραλλάττω ἀπό τινος = διαφέρω από κάτι.

  • ως απρόσωπο οὐ σμικρὸν παραλλάττει = δεν είναι μικρή η διαφορά.

familyπαράγ. παραλλαγή.

ΝΕ παραλλάσσω / παραλλάζω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. παρά + ἀλλάττω].

παραλογίζομαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand λογίζομαι

1. δε λογαριάζω σωστά, κάνω λάθος στο μέτρημα.

2. με λανθασμένα συμπεράσματα προσπαθώ να εξαπατήσω κάποιον: ἀπάτῃ τινὶ παραλογίζομαί τινα = με κάποιο τέχνασμα εξαπατώ κάποιον.

familyπαράγ. παραλογισμός.

ΝΕ παραλογίζομαι «δεν ενεργώ σύμφωνα με τη λογική κτλ.».

[σύνθ. λ. παρά + λογίζομαι «απαριθμώ»].

παραλύω ΡΗΜΑ

1. λύνω κάτι και το αφαιρώ: παραλύω τὰ πηδάλια τῶν νεῶν = αφαιρώ τα πηδάλια των πλοίων.

2. παύω, αφαιρώ από κάποιον ένα αξίωμα: Δαρεῖος παραλύει τῆς στρατηγίας Μαρδόνιον = ο Δαρείος παύει από στρατηγό το Μαρδόνιο.

3. προκαλώ αδυναμία: παραλύω τὸ σῶμα τροφῆς ἀποχῇ = αδυνατίζω το σώμα με την αποχή από την τροφή. παραλελυμένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς = εξαντλημένοι και στο σώμα και στην ψυχή.

familyπαράγ. παράλυτος, παράλυσις, παραλυσία.

ΝΕ παραλύω (με τη σημ. 3, ως αμετάβ.).

[σύνθ. λ. παρά + λύω].

παραμένω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand μένω

1. μένω κοντά σε κάποιον.

  • μένω πιστός σε κάποιον: ἐπιδεικνύω οἰκέτας ἐθέλοντας παραμένειν = παρουσιάζω ως παράδειγμα δούλους που θέλουν να παραμείνουν πιστοί (στον κύριό τους).

2. παραμένω, μένω στη θέση μου: ἐμοὶ διάδοχόν τινα πέμπειν, ὡς ἀδύνατός εἰμι παραμένειν = να στείλετε κάποιον να με διαδεχτεί, γιατί είναι αδύνατον να μείνω στη θέση μου.

3. διατηρούμαι, αντέχω: παραμένει ἡ πολιτεία = διατηρούνται τα πολιτικά δικαιώματα.

familyπαράγ. παραμονή, παραμόνιμος.

ΝΕ παραμένω (με τη σημ. 3).

[σύνθ. λ. παρά + μένω].

παραμυθέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ

1. συμβουλεύω, παρακινώ: πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι; = πώς θα τους παρακινήσουμε λοιπόν να δείξουν προθυμία;

2. παρηγορώ: παραμυθοῦμαί τινα λόγοις = παρηγορώ κάποιον με λόγια.

3. ανακουφίζω, μετριάζω κάτι δυσάρεστο: παραμυθεῖται ὁ οἶνος τὴν τοῦ γήρως δυσθυμίαν = το κρασί μετριάζει τη μελαγχολία των γηρατειών.

familyπαράγ. παραμυθία, παραμύθιον, παραμυθητικός.

[σύνθ. λ. παρά + μυθέομαι].

παραμυθία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ενθάρρυνση, προτροπή, παρότρυνση.

2. παρηγοριά.

ΝΕ παραμυθία (λόγ., με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. παραμυθέομαι + παρ. επίθ. -ία].

παράνομος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. παράνομος.

2. στο αττικό δίκαιο α. παράνομα γράφω προτείνω μέτρο ή ψήφισμα ασύμφωνο με τους ισχύοντες νόμους ή αντισυνταγματικό. β. παρανόμων γράφομαί τινα καταγγέλλω κάποιον ότι προτείνει παράνομα μέτρα (η καταγγελία αυτή λεγόταν γραφὴ παρανόμων)

παρασάγγης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

περσικό μέτρο μήκους, ίσο με τριάντα στάδια.

ΝΕ στη λόγ. φρ. απέχει παρασάγγας.

[περσ. δάν., περσ. farsang με ιων. ψίλωση].

παρασκευάζω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand σκευάζω

1. προετοιμάζω: παρασκευάζω στρατείαν = προετοιμάζω εκστρατεία.

2. προμηθεύω: παρασκευάζω τῇ νηὶ οἶνον καὶ ἄλφιτα = προμηθεύω το πλοίο κρασί και κριθαρένιο αλεύρι.

3. μέση φωνή παρασκευάζομαι α. ετοιμάζω κάτι για να το χρησιμοποιήσω εγώ: παρασκευάζομαι τὸ ναυτικόν. β. προετοιμάζομαι: παρεσκευάζοντο ὡς ναυμαχήσοντες/ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν = προετοιμάζονταν για τη ναυμαχία.

  • παθ. φωνή ὡς παρεσκεύαστο = όταν οι προετοιμασίες είχαν τελειώσει.

familyπαράγ. παρασκεύασμα, παρασκευή, σύνθ. ἀπαράσκευος, ἀπαρασκεύαστος.

ΝΕ παρασκευάζω (με τη σημ. 1) & παρασκευάζομαι (με τη σημ. 3β).

[σύνθ. λ. παρά + σκευάζω].

παρατείνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand τείνω

1. απλώνω κάτι κατά μήκος, το εκτείνω: παρατείνω τὴν φάλαγγα παρὰ τὰς κώμας = εκτείνω τη φάλαγγα προς την πλευρά των χωριών.

2. αυξάνω τη χρονική διάρκεια: παρατείνω τοὺς λόγους = μιλώ περισσότερο (από όσο προβλεπόταν).

3. ως αμετάβατο εκτείνομαι κατά μήκος: ἡ νῆσος τὸν λιμένα παρατείνουσα... ποιεῖ τοὺς εἴσπλους στενούς = το νησί, καθώς εκτείνεται κατά μήκος του λιμανιού, κάνει στενές τις εισόδους πλοίων.

familyπαράγ. παράτονος, παράτασις.

ΝΕ παρατείνω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. παρά + τείνω].

παρατίθημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand τίθημι

1. προσφέρω, παραθέτω: παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν κρέα = παρέθεσαν (έβαλαν) κρέατα στο τραπέζι.

2. γενικά παρουσιάζω κάτι: παρατιθέασιν αὐτοῖς ἀναγιγνώσκειν ποιήματα = τους παρουσιάζουν ποιήματα να διαβάζουν.

3. μέση φωνή παρατίθεμαι α. βάζω κάτι μπροστά ή κοντά σε μένα ή σε κάποιον άλλον: τράπεζαν παρατίθεμαι = βάζω τραπέζι για να φάω μόνος μου ή με άλλους. β. παραδίδω σε κάποιον κάτι που μου ανήκει = παρατίθεμαι τὰ χρήματα παρά τινα = παραδίδω τα χρήματα σε κάποιον.

familyπαραγ. παράθεσις, παραθήκη.

ΝΕ παραθέτω (με τις σημ. 1, 2).

[σύνθ. λ. παρά + τίθημι].

παρατυγχάνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand τυγχάνω

1. τυχαίνει να βρίσκομαι κάπου: παρατυγχάνω τῇ μάχῃ = τυχαίνει να είμαι παρών στη μάχη. λαβόντες ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον = αρπάζοντας όποιο όπλο τύχαινε να βρίσκεται μπροστά στον καθένα.

2. τὸ παρατυγχάνον/τὸ παρατυχὸν ό,τι απαιτεί κάθε φορά η περίσταση: ποιεῖν τὸ παρατυγχάνον ἀεί.

[σύνθ. λ. παρά + τυγχάνω].

παραυτίκα ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. ευθύς αμέσως, παρευθύς. = παραχρῆμα.

2. με άρθρο δηλώνει το προσωρινό, το στιγμιαίο: αἱ παραυτίκα ἡδοναί = οι απολαύσεις της στιγμής.

[σύνθ. λ. παρά + αὐτίκα].

παραχρῆμα ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. παρευθύς: εἰ μὴ παραχρῆμα, ἀλλ’ ὀλίγον ὕστερον = αν όχι αμέσως, λίγο αργότερα. = παραυτίκα.

2. με άρθρο δηλώνει το προσωρινό, το στιγμιαίο: ἡ παραχρῆμα ἀνάγκη = η ανάγκη της στιγμής, η άμεση ανάγκη.

  • ἐκ τοῦ παραχρῆμα = εκ του προχείρου, χωρίς προετοιμασία.

ΝΕ στη φρ. αυθωρεί και παραχρήμα (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. παρά + χρῆμα < παρὰ τὸ χρῆμα «στην άμεση χρήση και διάθεση, αμέσως»].

παραχωρέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand χωρέω -ῶ

1. παραμερίζω: παραχωρῶ τινι τῆς ὁδοῦ = παραμερίζω, αφήνω το δρόμο ανοιχτό για να περάσει κάποιος.

2. υποχωρώ, υποτάσσομαι σε κάποιον ή κάτι: παραχωρῶ τῷ νόμῳ.

3. παραδίδω, παραχωρώ κάτι: Φιλίππῳ κατὰ τὰς συνθήκας Ἀμφιπόλεως παρακεχωρήκαμεν = παραχωρήσαμε στο Φίλιππο την Αμφίπολη, σύμφωνα με τις συμφωνίες.

familyπαράγ. παραχωρητέον, παραχώρησις, παραχωρητικός.

ΝΕ παραχωρώ (με τη σημ. 3).

[σύνθ. λ. παρά + χωρέω].

πάρειμι (Α) ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand εἰμὶ

1. είμαι παρών: πάρειμι ἐν ταῖς συνουσίαις = είμαι παρών στις συγκεντρώσεις των φίλων. ἄπειμι (εἰμί) «απουσιάζω, είμαι απών».

2. είμαι κοντά σε κάποιον για να τον βοηθήσω: πάρειμί τινι = παραστέκομαι, βοηθώ κάποιον.

3. έχω φτάσει σε... ή έχω έρθει από...: Ὀλυμπίαζε πάρειμι = έχω φτάσει στην Ολυμπία. Φίλιππος ἐκ Θράκης πάρεστι = ο Φίλιππος έχει έρθει από τη Θράκη.

4. για πράγματα υπάρχω: φόβος παρῆν = υπήρχε φόβος.

5. για χρόνο ἡ παροῦσα ἡμέρα = η σημερινή ημέρα.

  • ως επίρρημα τὸ παρόν = το τώρα. ἐν τῷ νῦν παρόντι καὶ ἐν τῷ ἔπειτα = στον παρόντα χρόνο και τον μετέπειτα, τώρα και έπειτα.

6. ως απρόσωπο πάρεστί μοι = (κάτι) εξαρτάται από μένα.

ΝΕ στη μετοχή παρών, παρούσα, παρόν (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. παρά + εἰμί].

πάρειμι (Β) ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand εἶμι

1. περνώ δίπλα από κάτι: δεῖ παριέναι σε παρὰ Βαβυλῶνα = πρέπει να περάσεις έξω από τη Βαβυλώνα.

2. έρχομαι, παρουσιάζομαι: εἶπεν μὴ πρότερον παριέναι ἡμᾶς ἕως ἂν αὐτὸς κελεύσῃ = είπε να μην έρθουμε πριν μας δώσει αυτός την εντολή. παρῄει οὐδείς = δεν παρουσιάστηκε κανείς (για να μιλήσει).

[σύνθ. λ. παρά + εἶμι].

παρελαύνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἐλαύνω

περνώ έφιππος δίπλα από κάτι: παρελαύνω τὰς τάξεις = έφιππος περνώ δίπλα από τη στρατιωτική παράταξη.

ΝΕ παρελαύνω.

[σύνθ. λ. παρά + ἐλαύνω].

παρέρχομαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἔρχομαι

1. περνώ δίπλα από κάτι.

  • παρῆλθεν ὁ κίνδυνος ὥσπερ νέφος = πέρασε ο κίνδυνος όπως περνάει το σύννεφο (χωρίς να μας αγγίξει).

2. υπερέχω, είμαι ανώτερος: τοὺς λόγους τὰ ἔργα παρέρχεται = τα έργα είναι ανώτερα από τα λόγια.

3. ξεφεύγω: παρέρχομαι τὸν νόμον = δε με πιάνει ο νόμος.

4. μπαίνω μέσα: παρέρχεται βίᾳ εἰς τὴν πόλιν = (ο στρατός) μπαίνει στην πόλη με τη χρήση βίας.

5. παρουσιάζομαι κάπου για να μιλήσω: εἰς τὴν ἐκκλησίαν παρέρχομαι = παρουσιάζομαι στη συνέλευση των πολιτών για να μιλήσω.

ΝΕ παρέρχομαι (λόγ.).

[σύνθ. λ. παρά + ἔρχομαι].

παρέχω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἔχω

Α.

1. δίνω, παρέχω, χορηγώ: πληρώματα ἡ πόλις παρέχει = η πόλη δίνει ναύτες.

2. για πράγματα προξενώ: πόνον παρέχει τι = κάτι προξενεί κόπο.

3. παρέχω ἐμαυτόν θέτω τον εαυτό μου στη διάθεση κάποιου: παρέχουσι δὲ ἑαυτοὺς τοῖς ἄρχουσι χρῆσθαι, ἤν τι δέωνται = και είναι στη διάθεση των αρχόντων για να τους χρησιμοποιήσουν, αν υπάρχει κάποια ανάγκη.

  • φαίνομαι, παρουσιάζομαι ως...: παρέχω ἑαυτὸν εὐπειθῆ τοῖς ἄρχουσι = παρουσιάζομαι πειθαρχικός στους άρχοντες.

Β. μέση φωνή παρέχομαι

1. παραχωρώ κάτι από αυτά που μου ανήκουν, το παρέχω: παρέχομαι ὅπλα.

2. παράγω: ποταμός παρέχεται κροκοδείλους.

3. για άυλα πράγματα δείχνω: παρέχομαι προθυμίαν.

4. παρουσιάζω κάποιον ή κάτι: παρέχομαί τινα μάρτυρα = παρουσιάζω κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο.

ΝΕ παρέχω (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. παρά + ἔχω].

παρθενών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. στην ποίηση ο χώρος του σπιτιού όπου έμεναν τα ανύπαντρα κορίτσια.

2. ὁ Παρθενὼν ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας.

ΝΕ Παρθενώνας (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. παρθένος + παρ. επίθ. -ών].

παρίημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἵημι

1. παραλείπω: παρεὶς ταῦτα, βαδιοῦμαι πρός... = παραλείποντας αυτά (τις λεπτομέρειες) θα προχωρήσω προς...

  • παραμελώ να κάνω κάτι.

2. για χρονικό διάστημα αφήνω να περάσει: ἕνδεκα ἡμέρας παρέντες = αφού άφησαν να περάσουν έντεκα ημέρες.

3. αφήνω, παραδίδω: Ταῦτα ἡγοῦμαι. Εἰ δέ τῳ ἄλλως δοκεῖ, παρίημι αὐτῷ τὴν ἀρχήν = Αυτά θεωρώ (σωτήρια για την πόλη). Αν όμως κάποιος άλλος έχει άλλη γνώμη, παραδίδω την εξουσία σ' αυτόν.

  • μέση φωνή παρίεμαι εγκαταλείπω: παρίεμαι τὴν συμμαχίαν.

4. αφήνω κάποιον να περάσει: οἳ παρεκελεύοντο ὅπως μὴ παρήσουσιν ἐς τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους = αυτοί (τους) παρότρυναν να μην αφήσουν τους βαρβάρους (τους Πέρσες) να περάσουν στην Ελλάδα.

[σύνθ. λ. παρά + ἵημι].

παρίστημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἵστημι

1. στήνω / τοποθετώ κάποιον ή κάτι κάπου κοντά: παρέστησέ τινα τῶν οἰκετῶν φυλάττειν = τοποθέτησε (εκεί) κοντά έναν από τους υπηρέτες για να φυλάει.

2. βάζω σε κάποιον μια σκέψη, μια ιδέα, του την εμπνέω: παρίστημι ἐλπίδας τῇ πόλει = κάνω τους πολίτες να έχουν ελπίδες.

3. αποδεικνύω: παρίστημί τι πολλοῖς τεκμηρίοις = αποδεικνύω κάτι με πολλά πειστήρια.

4. παθ. φωνή αμετάβ. παρίσταμαι α. παραστέκομαι για να βοηθήσω: οὐ παρέστη οὐδ’ ἐβοήθησε τῷ τούτου υἱεῖ = δεν παραστάθηκε ούτε βοήθησε το γιο αυτού (του ανθρώπου). β. για γεγονότα, καταστάσεις παρουσιάζομαι: ἐὰν χρεία παραστῇ = εάν παρουσιαστεί ανάγκη.

familyπαράγ. παράστασις, παραστάτης, παραστατέω.

ΝΕ στη φρ. παρίσταται ανάγκη (με σημ. 4β).

[σύνθ. λ. παρά + ἵστημι].

παροράω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ὁράω -ῶ

αμελώ, παραμελώ: Ἀρχίδαμος ἐδῄου Ἀρκαδίαν... οἱ δὲ Ἀρκάδες ταῦτα πάντα παρεώρων = ο Αρχίδαμος λεηλατούσε την Αρκαδία... οι Αρκάδες όμως έδειχναν αμέλεια για όλα αυτά.

familyπαράγ. παρόραμα.

[σύνθ. λ. παρά + ὁράω].

παρρησιάζομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπαρρησιαζόμην
Μέλλ. παρρησιάσομαι
Αόρ. ἐπαρρησιασάμην
Παρακ. με ενεργ. σημ. πεπαρρησίασμαι
«έχω πει (κάτι) με παρρησία»

μιλώ με παρρησία, με θάρρος: ἃ γιγνώσκω πάντα πεπαρρησίασμαι = αυτά που πιστεύω τα έχω πει όλα με παρρησία.

[σύνθ. λ. παρρησία (< πᾶν + ῥῆσις) + παρ. επίθ. -άζομαι].

πᾶς, πᾶσα, πᾶν ΕΠΙΘΕΤΟ

1. όταν αναφέρεται σε ένα πρόσωπο ή πράγμα ολόκληρος, όλος: πᾶσα ἡ δύναμις = ολόκληρη η (στρατιωτική) δύναμη. πάντες οἱ ἄνθρωποι = όλοι οι άνθρωποι.

2. όταν αναφέρεται σε ένα πρόσωπο ή πράγμα ανάμεσα σε πολλά καθένας, κάθε: πᾶς Ἕλλην = κάθε Έλληνας. πᾶσα ἀνθρώπου ψυχή = κάθε ψυχή ανθρώπου.

3. με αριθμητικά εν όλω, συνολικά: οἱ πάντες εἷς καὶ ἐνενήκοντα = εν όλω ενενήντα ένας (άνδρες).

familyσύνθ. πάνσοφος, παννύχιος, πάνδημος.

ΝΕ πας, πάσα, παν (λόγ., με τη σημ. 2).

[*παν(τ)-, ΙΕ αρχής].

πάσχω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπασχον
Μέλλ. πείσομαι
Αόρ. ἔπαθον
Παρακ. πέπονθα
Υπερσ. ἐπεπόνθειν

1. παθαίνω: ἃ πάσχοντες ὑφ’ ἑτέρων ὀργίζεσθε, ταῦτα τοῖς ἄλλοις μὴ ποιεῖτε = αυτά που όταν τα παθαίνετε από άλλους οργίζεστε, να μην τα κάνετε στους άλλους.

  • εκφράσεις κακῶς πάσχω = είμαι σε κακή κατάσταση. εὖ πάσχω = είμαι σε καλή κατάσταση.

2. μου συμβαίνει κάτι: καί τι ἔφη γελοῖον παθεῖν = και είπε ότι του συνέβη κάτι κωμικό.

familyπαράγ. πάθος, πάθησις, πάθημα, πένθος.

ΝΕ πάσχω (λόγ.).

[*παθ- + παρ. επίθ. -σχω < -σκω, ηλειακό πάσκω, χωρίς σαφή ετυμ.].

πατάσσω ΡΗΜΑ

Μέλλ. πατάξω
Αόρ. ἐπάταξα
Οι άλλοι χρόνοι από τα τύπτω & πλήττω

χτυπώ: πατάξας καταβάλλω αὐτόν = αφού τον χτύπησα, τον ρίχνω κάτω. πάταξον μέν, ἄκουσον δέ = χτύπησέ με, αλλά άκουσέ με (είπε ο Θεμιστοκλής στον Ευρυβιάδη).

  • πατάσσω τὴν θύραν χτυπώ την πόρτα. = κόπτω τὴν θύραν, κρούω τὴν θύραν.

ΝΕ πατάσσω (λόγ.).

[*παταγ- (πβ. πάταγ-ος) + παρ. επίθ. -jω].

πατήρ, πατρός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πατέρας.
  • στον πληθυντικό οἱ πατέρες = οι πρόγονοι.

familyπαράγ. πατρικός, πάτριος, σύνθ. πατράδελφος, ἀπάτωρ, εὐπατρίδης.

ΝΕ πατέρας.

[πατήρ, αρχ. ινδ. pitār-, αρχ. περσ. pitar-, λατ. pater κ.ά.].

παῦλα, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

παύση, τέλος: παῦλα κακῶν = τέλος των συμφορών. ἀρχή.

ΝΕ παύλα «παύση» (γραμματική).

[*παυ- (παύω) + παρ. επίθ. -λα, αβέβ. ετυμ.].

παύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπαυον
Μέλλ. παύσω
Αόρ. ἔπαυσα
Παρακ. πέπαυκα
Μέσ. μέλλ. παύσομαι
Μέσ. αόρ. ἐπαυσάμην
Παθ. μέλλ. παυ(σ)θήσομαι
Παθ. αόρ. ἐπαύ(σ)θην
Παθ. παρακ. πέπαυμαι
Παθ. υπερσ. ἐπεπαύμην

σταματώ κάτι: παύω τὸν λόγον = τελειώνω, ολοκληρώνω την ομιλία μου. παύω τὸν νόμον = καταργώ το νόμο.

2. εμποδίζω κάποιον να συνεχίσει μια δραστηριότητα: παύω τινὰ τῆς ἀρχῆς/τῆς στρατηγίας = αφαιρώ από κάποιον την εξουσία/το αξίωμα του στρατηγού.

  • παύομαι α. μέση φωνή σταματώ, ησυχάζω από κάτι: παύομαι τῆς ὀργῆς = σταματώ να οργίζομαι. β. παθ. φωνή απολύομαι, παύομαι από ένα αξίωμα.

3. ως αμετάβ. στην προστακτική παῦε = σταμάτα.

ΝΕ παύω (με τις σημ. 1, 2, 3).

[παύ-ω, αβεβ. ετυμ.].

πείθω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπειθον
Μέλλ. πείσω
Αόρ. ἔπεισα
Αόρ. β΄ ἔπιθον
Παρακ. πέπεικα
Υπερσ. ἐπεπείκειν
Παρακ. β΄ αμετάβ. πέποιθα
Μέσ. μέλλ. πείσομαι
Μεσ. αόρ. β΄ ἐπιθόμην
Παθ. μέλλ. πεισθήσομαι
Παθ. αόρ. και με μέση σημ. ἐπείσθην
Παθ. παρακ. πέπεισμαι
Παθ. υπερσ. ἐπεπείσμην

1. κάνω κάποιον να δεχτεί τη γνώμη μου, τον πείθω: πείθω τινὰ ὡς χρή... = πείθω κάποιον ότι πρέπει... πείθω ἐμαυτόν = πείθομαι.

  • πείθω τινὰ χρήμασι = δωροδοκώ κάποιον.

2. μέση και παθ. φωνή πείθομαι α. πείθομαι. β. υπακούω: διδάσκουσι τοὺς παῖδας πείθεσθαι τοῖς ἄρχουσι = διδάσκουν τα παιδιά να υπακούουν στους άρχοντες.

3. παρακ. πέποιθά τινι έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι.

familyπαράγ. πειθώ, πειστήριος, πειστικός, πειθήνιος, πιθανός, πιστός, πίστης σύνθ. ἄπειστος, εὐπειθής, ἀπειθής.

ΝΕ πείθω (με σημ. 1) & πείθομαι (με σημ. 2α).

[*φειθ- , λατ. fido, ΙΕ *bheidh-].

πεινάω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπείνων
Μέλλ. πεινήσω
Αόρ. ἐπείνησα
Παρακ. πεπείνηκα

πεινώ. κορέννυμαι.

ΝΕ πεινώ.

[παράγ. λ. πεῖνα + παρ. επίθ. -άω].

πεῖρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. δοκιμή, απόπειρα: πεῖραν λαμβάνω τινὸς ὅπως ἔχει = δοκιμάζω τις ικανότητες κάποιου.

2. πολεμική απόπειρα, πολεμική επιχείρηση: ἀνὴρ μάντις εἰσηγήσατο αὐτοῖς τὴν πεῖραν = ένας μάντης τούς συμβούλευσε να κάνουν την επιχείρηση.

familyπαράγ. πειράζω, πειράω, πειρατής, σύνθ. ἔμπειρος, ἐμπειρία.

ΝΕ πείρα «εμπειρία».

[*περ- «εισδύω» (λατ. per-ītus «έμπειρος») + ].

πειράω -ῶ ΡΗΜΑ

Μέλλ. πειράσω

1. προσπαθώ, επιχειρώ: δέδοικα μήποτε πολλὰ πειρῶντες καὶ κατορθώσωσιν = φοβούμαι μήπως και επιτύχουν με τις πολλές προσπάθειές τους.

2. συνήθως αποθετικό πειρῶμαι

Παρατ. ἐπειρώμην
Μέλλ. πειράσομαι
Αόρ. ἐπειρασάμην
Παθ. αόρ. με μέση σημ. ἐπειράθην
Παθ. παρακ. πεπείραμαι

α. προσπαθώ: πειρασόμεθα ὑμῖν ἐγώ τε καὶ Πρωταγόρας φράσαι = θα προσπαθήσουμε εγώ και ο Πρωταγόρας να σας πούμε. β. δοκιμάζω: πεπείρανται δουλείας = έχουν δοκιμάσει τη δουλεία.

familyπαράγ. πειρατής, πειρασμός, πείραμα.

[*περ- , πείρω «εισδύω»].

πέλας ΕΠΙΡΡΗΜΑ

κοντά, πλησίον.
  • με το άρθρο ὁ πέλας = ο πλησίον. οἱ πέλας = οι γείτονες.

[*πελα- (*πλα- «κοντά», πβ. πελάζω, πλησίον) + τελικό των επιρρημάτων, οὕτω-ς].

πελταστής, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

στρατιώτης με μικρή ασπίδα από δέρμα, δηλ. με πέλτη.

[παράγ. λ. πελτάζω + παρ. επίθ. -τής].

πέλτη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μικρή, ελαφριά, ασπίδα από δέρμα ζώων.

familyπαράγ. πελταστής, πελτάζω.

[*πελ- (πέλμα) «δέρμα», λατ. pellis «δέρμα»].

πέμπω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπεμπον
Μέλλ. πέμψω
Αόρ. ἔπεμψα
Παρακ. πέπομφα
Μέσ. μέλλ. πέμψομαι
Παθ. μέλλ. πεμφθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐπεμψάμην
Παθ. αόρ. ἐπέμφθην
Παθ. παρακ. πέπεμμαι

στέλνω: ἐψηφίσαντο ναῦς ἑξήκοντα πέμπειν ἐς Σικελίαν καὶ στρατηγοὺς αὐτοκράτορας = ψήφισαν να στείλουν στη Σικελία εξήντα πλοία και στρατηγούς με απόλυτη εξουσία.

familyπαράγ. πέμψις, πεμπτέον, πομπή, πομπός, σύνθ. διαπομπεύω.

ΝΕ πέμπω (λόγ.).

[αβέβ. ετυμ., ίσως δάνεια λ.].

πένης, -ητος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

Συγκριτικός πενέστερος
Υπερθετικός πενέστατος

άνθρωπος φτωχός (handπτωχός).

[*πεν- «μοχθώ, κοπιάζω» (πένομαι «κουράζομαι, είμαι φτωχός») + παρ. επίθ. -ης, αβέβ. ετυμ.].

πενία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φτώχια.

[παράγ. λ. πένομαι + παρ. επίθ. -ία].

πένομαι ΡΗΜΑ

μόνο στον ενεστώτα και τον παρατατικό

είμαι φτωχός.πλουτέω.

familyπαράγ. πένης, πενία, πόνος, πονηρός, πονηρία, σύνθ. ἄπονος, παυσίπονος, φυγόπονος, γεωπόνος, γεωπονία.

ΝΕ πένης (λόγ.).

[*πεν- «μοχθώ, πόνος» + παρ. επίθ. -ομαι].

πένταθλον, -άθλου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αγώνας που περιλαμβάνει τα πέντε αγωνίσματα (δρόμος, άλμα, δίσκος, πάλη, πυγμαχία ή ακόντιο).

familyπαράγ. πενταθλέω.

ΝΕ πένταθλο.

[σύνθ. λ. πέντε + ἆθλον].

πεντακόσιοι, -αι, -α ΕΠΙΘΕΤΟ

απόλυτο αριθμητικό.

1. πεντακόσιοι.

2. οἱ πεντακόσιοι στην Αθήνα η Βουλή των πεντακοσίων, που είχε αρμοδιότητες προβουλευτικές και εκτελεστικές.

ΝΕ πεντακόσιοι (με τη σημ. 1).

[πέντε + *-(α)κόσιοι < *(α)κάτιοι < ἑκατόν, διαλ. ἑκοτόν, λατ. centum, δωρ. διακάτιοι = διακόσιοι].

πεντακοσιομέδιμνος, -ίμνου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

Αθηναίος πολίτης που είχε ως ετήσιο εισόδημα σιτηρά πεντακοσίων μεδίμνων. Οι πεντακοσιομέδιμνοι ανήκαν στην πρώτη και υψηλότερη εισοδηματική τάξη από τις τέσσερις στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι Αθηναίοι. (Η δεύτερη τάξη ήταν οι ἱππεῖς, η τρίτη οι ζευγῖται και η τέταρτη και χαμηλότερη οι θῆτες.)

[παράγ. λ. (σύνθ. πεντακόσιοι + μέδιμνοι) + παρ. επίθ. -ος].

πέπλος, -ου,ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μακρύ ένδυμα που το φορούσαν οι γυναίκες πάνω από το συνηθισμένο ένδυμά τους. (Αντιστοιχεί προς το ανδρικό ἱμάτιον.)
  • ο πέπλος της Αθηνάς, που τον μετέφεραν πάνω σε ένα τροχοφόρο καράβι, ως ιστίο, στην Ακρόπολη κατά τη γιορτή των Παναθηναίων.

ΝΕ το πέπλο, σε ουδέτερο γένος. Το ουδ. γένος απαντά ήδη στον τύπο τὰ πέπλα που χρησιμοποίησαν ως ετερόκλιτο πληθυντικό (αντί του κανονικού οἱ πέπλοι) ποιητές της ύστερης αρχαιότητας.

[*πελ- (πβ. ἁ-πλ-οῦς, δι-πλ-όω, πλέ-κω)].

πέπρωται ΡΗΜΑ

παρακείμενος με σημ. ενεστώτα

Υπερσ. γ΄ πρόσ. ἐπέπρωτο

είναι πεπρωμένο.

  • πεπρωμένον ἐστὶν είναι πεπρωμένο.

[παρακ. ρήματος που μαρτυρείται μόνον στον αόρ. πορεῖν και το μέλλ. πόρσω, ομόρρ. με hand πόρος, πείρω «τρυπώ»].

περ ΜΟΡΙΟ

εγκλιτικό, που προστίθεται σε συνδέσμους ή αναφορικά

ακριβώς, πράγματι: ἐπείπερ = επειδή πράγματι. ὅσπερ = ο οποίος ακριβώς.

[ομόρρ. με περί].

περαίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπέραινον
Μέλλ. περανῶ
Αόρ. ἐπέρανα
Μέσ. μέλλ. περανοῦμαι
Παθ. αόρ. ἐπεράνθην
Παθ. παρακ. πεπέρασμαι

1. τελειώνω κάτι, το ολοκληρώνω: περαίνω τὸ προσταχθέν = ολοκληρώνω αυτό που με διέταξαν (να κάνω). περαίνεται τὸ ἔργον = τελειώνει το έργο.

[παράγ. λ. πέρ-ας + παρ. επίθ. -αίνω].

περαιόω -ῶ ΡΗΜΑ

μεταφέρω απέναντι: ἐπεραίωσε τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην = μετέφερε τους στρατιώτες απέναντι στη Λιβύη. ναυσὶ περαιοῦνται εἰς τὴν Ἀσίαν = περνούν στην Ασία με πλοία.

ΝΕ περαιώνω «τελειώνω».

[παράγ. λ. περαῖος (παράγ. πέρας + παρ. επίθ. -αῖος) + παρ. επίθ. -όω].

περαιτέρω ΕΠΙΡΡΗΜΑ

πιο πέρα, περισσότερο: ἓν οἶδα καὶ οὐ περαιτέρω = ένα πράγμα ξέρω και τίποτε περισσότερο.

ΝΕ περαιτέρω.

[παράγ. λ. περαίτερ-ος (< περαιότερος < περαῖος «που βρίσκεται από την απέναντι πλευρά» < πέρ-αν + -αῖος) + παρ. επίθ. ].

πέραν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

Συγκριτικός περαιτέρω

1. τοπικά πιο πέρα, παραπέρα: πέραν τοῦ ποταμοῦ = στην απέναντι όχθη του ποταμού. τούτου μὴ πέραν προβαίνειν = να μην προχωρήσει κανείς παραπέρα.

  • με άρθρο ἡ ὄχθη ἡ πέραν = η αντίπερα όχθη.

2. χρονικά περισσότερο χρόνο: οὐκέτι πέραν ἐπολιόρκησαν = δε συνέχισαν να πολιορκούν περισσότερο.

familyπαράγ. πέραθεν, περαῖος, περαία (γῆ), Περαία (ἡ).

ΝΕ πέρα (και με τις δύο σημ.)

[*περ- (περί, πόρος), αρχ. περσ. para «κοντά»].

πέρας, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τέλος: πέρας κακῶν = το τέλος των συμφορών. πέρας ἐστὶ τοῦ βίου θάνατος = το τέλος της ζωής είναι ο θάνατος. ἀρχή.

familyπαράγ. περατόω, σύνθ. ἀποπερατόω.

ΝΕ πέρας.

[*περ- (περί, πόρος, πέραν, πείρω «διαπερνώ»)].

περὶ ΠΡΟΘΕΣΗ

Α.

1. με γενική δηλώνει α. αναφορά σε κάποιον ή κάτι, προσπάθεια ή ενδιαφέρον: βουλεύομαι περὶ τῶν οἰκείων = αποφασίζω για τις δικές μου υποθέσεις. β. αξία: περὶ πολλοῦ ποιοῦμαί τι = δίνω σε κάτι μεγάλη αξία, το θεωρώ πολύ σπουδαίο. περὶ οὐδενὸς ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι εντελώς ασήμαντο.

2. με δοτική δηλώνει α. γύρω από (τοπικά): στρεπτοὺς εἶχον περὶ τοῖς τραχήλοις καὶ ψέλια περὶ ταῖς χερσί = είχαν περιδέραια γύρω από το λαιμό τους και βραχιόλια στα χέρια τους. β. σχετικά με: ὅρα μὴ περὶ τοῖς φιλτάτοις κινδυνεύῃς = πρόσεχε μήπως βάζεις σε κίνδυνο ό,τι πιο αγαπημένο έχεις.

3. με αιτιατική δηλώνει α. κοντά ή γύρω (τοπικά): ἡ περὶ Λέσβον ναυμαχία. β. για πρόσωπα οἱ περί τινα ακόλουθοι, συγγενείς, μαθητές κτλ.: ...ὡς οἱ περὶ τὸν Ἡράκλειτον λέγουσι = όπως λένε οι οπαδοί του Ηράκλειτου. γ. περίπου (χρονικά): περὶ μέσας νύκτας = γύρω στα μεσάνυχτα. δ. ασχολία με κάτι: ἢν ἐθελήσωσι διατρῖψαι περὶ τὴν θήραν = αν θελήσουν να ασχοληθούν με το κυνήγι. ε. σχετικά με κάτι: τὰ περὶ Μίλητον γεγονότα. στ. για αριθμούς περίπου: περὶ ἑπτακοσίους = περίπου επτακόσιοι.

Β. ως α΄ συνθετικό δηλώνει α. γύρω γύρω, π.χ. περιβάλλω. β. υπεροχή, π.χ. περιγίγνομαι. γ. πολύ ή υπερβολικά, π.χ. περιδεής. δ. αδιαφορία, π.χ. περιορῶ.

familyσύνθ. περιβάλλω, περιγράφω, περιφέρω.

ΝΕ περί (λόγ.).

[*περ- (πέρα, πόρος, πείρω)].

περιάγω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἄγω

1. περιφέρω κάποιον, τον γυρίζω εδώ και εκεί: κελεύσαντος Κροίσου τὸν Σόλωνα θεράποντες περιῆγον κατὰ τοὺς θησαυρούς = με εντολή του Κροίσου υπηρέτες περιέφεραν το Σόλωνα στους θησαυρούς.

2. μέση φωνή περιάγομαι περιφέρω κάποιον μαζί μου: ἐκεῖνοι ἀκολούθους πολλοὺς περιάγονται = εκείνοι παίρνουν μαζί τους, όπου πηγαίνουν, πολλούς υπηρέτες.

3. περιστρέφω κάτι, το γυρίζω γύρω από τον εαυτό του: περιάγω τὴν κεφαλήν.

familyπαράγ. περιαγωγή.

[σύνθ. λ. περί + ἄγω].

περιαιρετός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που μπορεί να αφαιρεθεί.

[παράγ. λ. περιαιρέομαι (σύνθ. περί + αἱρετός, hand αἱρετός) + παρ. επίθ. -τός].

περιαιρέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand αἱρέω -ῶ

1. αφαιρώ, βγάζω κάτι που βρίσκεται γύρω γύρω: περιαιρῶ τὸν χιτῶνα.

2. μέση φωνή περιαιροῦμαι βγάζω κάτι από πάνω μου, και γενικά αφαιρώ, βγάζω: ἀπεδοκίμασε τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα καὶ ἀπολέμους ποιῆσαι = (ο Κύρος) απέρριψε το σχέδιο να τους αφαιρέσουν τα όπλα και να τους κάνουν ανίκανους να πολεμήσουν.

3. παθ. φωνή περιαιροῦμαι χάνω κάτι που είχα: περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους = έχοντας χάσει περιουσία και συμμάχους.

familyπαράγ. περιαιρετός.

[σύνθ. λ. περί + αἱρέω].

περιβάλλω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand βάλλω

1. τοποθετώ κάτι γύρω γύρω: θώρακας περὶ τὰ στέρνα τῶν ἵππων περιβάλλουσι = τοποθετούν θώρακες στο στήθος των αλόγων.

  • καλύπτω, ντύνω: περιβάλλω τινὰ ὑφάσματι = ντύνω κάποιον με υφαντό ρούχο.

2. αγκαλιάζω: περιέβαλλον ἀλλήλους δακρύοντες = αγκαλιάζονταν δακρύζοντας.

3. μέση φωνή περιβάλλομαι α. ντύνομαι: περιβεβλημένος πορφυροῦν χιτῶνα = ντυμένος με κόκκινο χιτώνα. β. κλείνω κάτι γύρω γύρω για δική μου ωφέλεια: τὴν νῆσον περιβάλλομαι τείχει = χτίζω γύρω από το νησί τείχος για την ασφάλειά μου.

familyπαράγ. περίβλημα, περιβολή, περίβολος.

ΝΕ περιβάλλω (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. περί + βάλλω].

περιβολή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. περίβλημα, κάλυμμα.

2. ένδυμα.

ΝΕ περιβολή (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. περιβάλλω (πβ. βολή < βάλλω) + παρ. επίθ. ].

περιγίγνομαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand γίγνομαι

1. υπερισχύω: ἡ Κέρκυρα περιγίγνεται τῷ πολέμῳ τῶν Κορινθίων = η Κέρκυρα υπερίσχυσε των Κορινθίων στον πόλεμο. = περίειμι (Α). ἡττάομαι.

2. διασώζομαι, επιζώ: οἱ περιγενόμενοι = όσοι επέζησαν.

3. για πράγματα περισσεύω: τὸ περιγενόμενον ἐκ τῶν φόρων ἀργύριον = τα χρήματα που περίσσεψαν από τους φόρους.

[σύνθ. λ. περί + γίγνομαι].

περίειμι (Α) ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand εἰμὶ

1. βρίσκομαι γύρω από κάτι: χωρίον ᾧ τειχίον περιῆν = τόπος γύρω από τον οποίο ήταν ένα μικρό τείχος.

2. υπερτερώ: ναυσὶ πολύ περιῆσαν = υπερτερούσαν πολύ στο ναυτικό. = περιγίγνομαι.

3. απομένω: τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ = ό,τι απέμεινε από το στρατό.

[σύνθ. λ. περί + εἰμί].

περίειμι (Β) ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand εἶμι

1. περικυκλώνω: περίειμι κατὰ νώτου = περικυκλώνω τον εχθρό από τα νώτα.

2. κινούμαι από τον έναν τόπο στον άλλο: περίειμι τὰς φυλακάς = πηγαίνω από φρουρά σε φρουρά (για να επιθεωρήσω).

3. για χρονική διαδοχή χρόνου περιόντος = με την πάροδο του χρόνου.

[σύνθ. λ. περί + εἶμι].

περιέπω ΡΗΜΑ

Παρατ. περιεῖπον
Μέλλ. περιέψω

1. συμπεριφέρομαι απέναντι σε κάποιον με ορισμένο τρόπο: περιέπω τινὰ ὡς εὐεργέτην καὶ φίλον = συμπεριφέρομαι σε κάποιον όπως σε ευεργέτη και φίλο. τραχέως περιέπω τινά = κακομεταχειρίζομαι κάποιον.

2. τιμώ κάποιον: ἐπῄνει καὶ περιεῖπε αὐτόν = τον επαινούσε και τον τιμούσε.

[σύνθ. λ. περί + ἕπω «μεταχειρίζομα», *sep-, πβ. αρχ. ινδ. sápati «φροντίζω, σέβομαι»].

περιίστημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἵστημι

1. τοποθετώ κάποιον γύρω γύρω από κάπου: Κῦρος περιέστησε πᾶν τὸ στράτευμα περὶ τὴν πόλιν = ο Κύρος τοποθέτησε όλο το στρατό γύρω από την πόλη.

2. φέρνω κάποιον σε μια κατάσταση, τον καταντώ: περιίστημί τινα εἰς πενίαν = φέρνω κάποιον σε κατάσταση φτώχιας.

3. μέση και παθ. φωνή περιίσταμαι α. κυκλώνω: ὁ δὲ περιίσταται τὸν λόφον τῷ στρατεύματι = και αυτός κυκλώνει το λόφο με το στρατό. β. καταλήγω, καταντώ: περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεομένοις αὐτοὺς ἑτέροις βοηθεῖν = κατέληξε αυτοί που είχαν ανάγκη από βοήθεια να βοηθούν άλλους.

[σύνθ. λ. περί + ἵστημι].

περιοράω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ὁράω -ῶ

1. παραβλέπω κάτι, ανέχομαι, επιτρέπω να συμβεί: ἐδέοντο μὴ σφᾶς περιορᾶν φθειρομένους = παρακαλούσαν (τους συμμάχους) να μην το επιτρέψουν να καταστραφούν. ἀπὸ τῆς ὑμετέρας ἀρχῆς δύναμιν προσλαβεῖν περιόψεσθε = θα ανεχθείτε να πάρουν πρόσθετη δύναμη από την ηγεμονία σας.

2. περιμένω: περιορῶ εἴ τινες βοηθήσουσιν.

3. στη μέση φωνή περιορῶμαι κοιτάζω γύρω γύρω εξετάζοντας την πορεία των πραγμάτων, τηρώ στάση αναμονής και προσαρμογής ανάλογα με την εξέλιξη των πραγμάτων: ἦλθον δὲ καὶ τῶν Σικελῶν πολλοὶ ξύμμαχοι τοῖς Ἀθηναίοις, οἳ πρότερον περιεωρῶντο = ήρθαν ως σύμμαχοι των Αθηναίων και πολλοί Σικελοί που προηγουμένως τηρούσαν στάση αναμονής.

familyπαράγ. περίοπτος.

[σύνθ. λ. περί + ὁράω].

περιουσία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. περίσσευμα, πλεόνασμα, αφθονία: οὐκ ἔχουσι περιουσίαν νεῶν = δεν τους περισσεύουν πλοία (δεν έχουν αρκετά).

2. κέρδος, ωφέλεια: ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιοῦμαι = βγάζω από το καθετί κέρδος.

  • ἐκ περιουσίας εκ περιουσίας.

ΝΕ η φρ. εκ περιουσίας.

[μεταρρηματικό ουσ. από περίειμι, *περιοντία > περιουσία].

περιπίπτω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand πίπτω

1. συνήθως για πλοία συναντιέμαι τυχαία: δύο ναῦς τῶν Πελοποννησίων αἱροῦσιν, αἳ περιέπεσον αὐτοῖς = (οι Αθηναίοι) κατέλαβαν δύο πλοία των Πελοποννησίων με τα οποία έτυχε να συναντηθούν.

2. πέφτω πάνω, συγκρούομαι: ταῖς σφετέραις ναυσὶ περιέπιπτον = συγκρούονταν με τα δικά τους καράβια.

3. μεταφορικά πέφτω επάνω σε κάτι δυσάρεστο, περιέρχομαι: τοιαύτῃ συμφορᾷ περιπέπτωκε = έπεσε σε τέτοια συμφορά (τον βρήκε τέτοια συμφορά).

familyπαράγ. περιπέτεια, περιπετής.

ΝΕ περιπίπτω (με τη σημ. 3).

[σύνθ. λ. περί + πίπτω].

περιρρέω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ῥέω

1. ρέω, κυλώ κοντά ή ολόγυρα: ὁ Νεῖλος περιρρεῖ τὴν νῆσον = ο Νείλος ρέει γύρω από το νησί.

2. για πράγματα περιρρέομαι ξεφεύγω: ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν = η ασπίδα ξέφυγε από τα χέρια του και έπεσε στη θάλασσα.

familyπαράγ. περίρροος, περίρρυτος.

[σύνθ. λ. περί + ῥέω].

περισπάω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand σπάω -ῶ

1. αφαιρώ, βγάζω.

2. μέση φωνή περισπῶμαι βγάζω κάτι που φορώ: περιεσπάσατο τὴν τιάραν = έβγαλε από το κεφάλι του την τιάρα.

familyπαράγ. περισπασμός.

ΝΕ περισπώ «οδηγώ την προσοχή του άλλου έξω από το κύριο αντικείμενο».

[σύνθ. λ. περί + σπάω].

περιτίθημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand τίθημι

1. τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι ή επάνω σε κάτι: περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον = και αφού έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια, το έβαλαν γύρω από το κεφάλι του (του Ιησού).

2. παρέχω, δίνω: ἀγωνίσασθε... ξυμπάσῃ τῇ πόλει κάλλιστον ὄνομα περιθεῖναι = αγωνιστείτε... για να δώσετε σε ολόκληρη την πόλη ένα άριστο όνομα.

[σύνθ. λ. περί + τίθημι].

περιττός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

ο κοινός τύπος είναι περισσὸς

1. εξαιρετικός ή παράδοξος: οὐδὲν δὴ λέγων, περιττὸν φαίνεταί τι λέγων = ενώ δε λέει τίποτε, φαίνεται ότι λέει κάτι εξαιρετικό.

2. για πρόσωπα, κυρίως για την ευρυμάθειά τους έξοχος, σπουδαίος: περιττὸς κατὰ φιλοσοφίαν = σπουδαίος στη φιλοσοφία.

3. αυτός που περισσεύει, περισσός.

familyπαράγ. περισσῶς, περισσότερον.

ΝΕ περιττός «που περισσεύει» (σημ. 3), «μονός αριθμός».

[*περικ- (πέριξ) + παρ. επίθ. -jός].

περιφανής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που φαίνεται από παντού: Ἀμφίπολιν περιφανῆ ἐς θάλασσάν τε καὶ τὴν ἤπειρον ᾤκισαν = (οι Αθηναίοι) ίδρυσαν ως αποικία την Αμφίπολη σε θέση που να φαίνεται και από τη θάλασσα και από τη στεριά.

2. ολοφάνερος: μεγάλη καὶ περιφανὴς ἀναισχυντία = μεγάλη και ολοφάνερη αδιαντροπιά.

ΝΕ περιφανής «υπέροχος».

[σύνθ. λ. περί + *φαν- (φαίνομαι) + -ής].

περιφέρω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand φέρω

1. μεταφέρω κάτι εδώ και εκεί, το περιφέρω, κινώ κάτι περιστροφικά: περιφέρω τὸν πόδα.

2. κάνω κάτι γνωστό, καθώς το μεταφέρω στον ένα και στον άλλο: τοῦ Πιττακοῦ περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα = το ρητό αυτό του Πιττακού γινόταν γνωστό (καθώς περνούσε από στόμα σε στόμα).

3. παθ. φωνή περιφέρομαι α. περιστρέφομαι: περιφέρεται κύκλῳ = περιστρέφεται συμπληρώνοντας κύκλο. β. περιπλανώμαι.

familyπαράγ. περιφερής, περιφέρεια, περιφερῶς.

ΝΕ περιφέρω (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. περί + φέρω].

πετάννυμι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπετάννυν
Μέλλ. πετάσω & πετῶ
Αόρ. ἐπέτασα
Παθ. παρακ. πέπταμαι

απλώνω, ανοίγω.

ΝΕ πετώ «ίπταμαι».

[*πετ-, *πατ-, ομόρρ. με λατ. pateō «είμαι ανοικτός, πλατύς», αρχ. περσ. paθana- «ευρύς, πλατύς»].

πέτομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπετόμην
Μέλλ. πτήσομαι
Αόρ. β΄ ἐπτόμην

πετώ. = ἵπταμαι.

  • μεταφορικά δηλώνει βιασύνη: ἥξουσιν πετόμενοι = θα έρθουν πετώντας.

[*πετ- «πετώ, πέφτω», πβ. αρχ. ινδ. pátati «πετώ», λατ. petō «κατευθύνομαι»].

πέτρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

βράχος: μνημεῖον λελατομημένον ἐν τῇ πέτρᾳ = τάφος σκαλισμένος στο βράχο.

familyπαράγ. πέτρινος, πετρώδης, σύνθ. πετροβόλος.

ΝΕ πέτρα «λίθος».

[αβέβ. ετυμ.].

πέτρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πέτρα: ἐπὶ τοὺς ὁπλίτας ἐπεκυλίνδουν πέτρους εἰς τὸ κάταντες = κυλούσαν πέτρες στην κατηφόρα επάνω στους στρατιώτες.

[προέρχεται από το πέτρα, ἡ (που έχει αβέβ. ετυμ.) με επίδραση του λίθος, ὁ].

πεττός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο κοινός τύπος είναι πεσσὸς

1. κυρίως στον πληθυντικό οἱ πεττοὶ καθεμία από τις πέτρες, σε σχήμα αυγού, που τη χρησιμοποιούσαν στο ομώνυμο παιχνίδι, που έμοιαζε με ντάμα ή σκάκι.

2. τετραγωνισμένη σανίδα επάνω στην οποία έπαιζαν τους πεσσούς.

familyπαράγ. πεττεύω.

ΝΕ πεσσοί (με τη σημ. 1).

[προελληνική λ.].

πῃ ΜΟΡΙΟ

εγκλιτικό

1. κάπως: ἄλλῃ γέ πῃ ἐν νῷ ἔχω λέγειν = πράγματι, έχω σκοπό να μιλήσω κάπως διαφορετικά.

2. κάπου: αἱ Ἀττικαὶ νῆες παρεγίγνοντο τοῖς Κερκυραίοις, εἰ πῃ πιέζοιντο = τα αττικά πλοία βοηθούσαν τους Κερκυραίους, αν κάπου δέχονταν πίεση.

[hand πῇ].

πῇ ΜΟΡΙΟ

ερωτηματικό

1. πώς: πῇ δὴ οὖν ποτε = πώς επιτέλους.

2. πού: σκοπῶν πῇ εὐαποτειχιστότατος εἴη ὁ Πειραιεύς = εξετάζοντας σε ποιο σημείο ο Πειραιάς μπορεί ευκολότερα να αποκλειστεί.

[*kwe-, ομόρρ. με hand ποῖ, ποῦ].

πήγνυμι & πηγνύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπήγνυν & ἐπήγνυον
Μέλλ. πήξω
Αόρ. ἔπηξα
Παρακ. με μέση σημ. πέπηγα
Υπερσ. με μέση σημ. ἐπεπήγειν
Παθ. μέλλ. παγήσομαι
Παθ. αόρ. β΄ ἐπάγην

1. μπήγω κάτι για να το στερεώσω: σκηνὴν πήγνυμι = στήνω τη σκηνή.

  • μέση φωνή πήγνυμαι: σκηνὰς πήγνυνται = στήνουν τις σκηνές τους.

2. κατασκευάζω: πήγνυμι ἅμαξαν.

3. στερεοποιώ κάτι, το παγώνω ή το πήζω: πήγνυμι τυρούς = πήζω τυριά. γάλα πεπηγός = πηγμένο γάλα. βορρᾶς ἔπνει πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους = φυσούσε βοριάς που πάγωνε τους ανθρώπους.

familyπαράγ. πῆξις, πηκτός.

ΝΕ πήζω (με τη σημ. 3).

[*παγ- (πάγος), *πηγ- (πῆξις, πηκτός) + παρ. επίθ. -νυ-μι].

πηνίκα ΕΠΙΡΡΗΜΑ

ερωτηματικό τι ώρα: πηνίκα τῆς νυκτός; = τι ώρα τη νύχτα;

[π- (< πῶς, πότερος κτλ.) + ἡνίκα, hand ἡνίκα].

πιθανός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός πιθανώτερος
Υπερθετικός πιθανώτατος

1. αυτός που μπορεί να πείθει, πειστικός: Κλέων ὢν τῷ δήμῳ τότε πιθανώτατος = ο Κλέων, που ήταν τότε ιδιαίτερα πειστικός στο λαό. πιθανὸς λόγος = πειστικό επιχείρημα.

2. πιστευτός: πάνυ πιθανὸν τὸ τοιοῦτον = αυτό (αυτή η παράδοση) είναι πολύ πιστευτή.

familyπαράγ. πιθανότης, πιθανῶς, σύνθ. πιθανολογέω.

ΝΕ πιθανός «που μπορεί να συμβεί κτλ.».

[πείθω, *πιθ- (ἐ-πιθ-όμην) + παρ. επίθ. -αν-ός].

πίθος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πιθάρι.
  • παροιμία εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλῶ = βάζω νερό σε τρύπιο πιθάρι, δηλαδή ματαιοπονώ.

[μυκην. qeto, *φιθ- (φιθάκνη - πιθάκνιον «κρασοπίθαρο»), προελληνική λ.].

πικρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός πικρότερος
Υπερθετικός πικρότατος

1. αυτός που έχει πολύ έντονη γεύση, αλμυρός ή πικρός. γλυκύς, ἡδύς.

2. μεταφορικά σκληρός, μισητός: οὐδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον = δεν υπάρχει τίποτε πιο μισητό από τον εξαναγκασμό.

3. για πρόσωπα εχθρικός, σκληρός: πικρός ἐστι καὶ συκοφάντης.

familyπαράγ. πικραίνω, πικρία, πικρότης, πικρῶς, σύνθ. πικρόχολος, ὑπόπικρος.

ΝΕ πικρός «πικρός» (από τη σημ. 1).

[*πεικ- (ποικ-ίλος), πβ. πεικόν· πικρόν].

πίμπλημι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπίμπλην
Μέλλ. πλήσω
Αόρ. ἔπλησα
Παρακ. πέπληκα
Μέσ. & παθ. ενεστ. πίμπλαμαι
Μέσ. & παθ. παρατ. ἐπιμπλάμην
Μέσ. μέλλ. πλήσομαι
Παθ. μέλλ. πλησθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐπλήσθην
Παθ. παρακ. πέπλησμαι

γεμίζω κάτι: ἡδονῶν πίμπλαται = είναι γεμάτος από ηδονές.

familyπαράγ. πλήρης.

[ΙΕ *ple-, *πλη- (πβ. πλή-ρης) με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό πι- + μ- + πλη- + -μι, ομόρρ. με λατ. pleō].

πίμπρημι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπίμπρην
Μέλλ. πρήσω
Αόρ. ἔπρησα
Μέσ. ενεστ. πίμπραμαι
Μέσ. παρατ. ἐπιμπράμην
Παθ. αόρ. ἐπρήσθην

καίω κάτι, το πυρπολώ: πιμπράντες τὸν σῖτον ἀπῇσαν = αφού έκαψαν τα σπαρτά (των εχθρών τους), έφυγαν.

familyπαράγ. πρῆσις, σύνθ. ἐμπί(μ)πρημι.

[ΙΕ *pre-, *πρη- (πβ. ἐμ-πρη-στής) με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό πι- + μ- + πρη- + -μι].

πίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπινον
Μέλλ. πίομαι
Αόρ. ἔπιον
Παρακ. πέπωκα
Παθ. μέλλ. ποθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐπόθην
Παθ. παρακ. πέπομαι

1. πίνω.

2. απορροφώ: ἡ γῆ πίνει τὸ ὕδωρ = το χώμα απορροφά το νερό.

familyπαράγ. πότης, πόμα, ποτήριον, ποτόν, ποτίζω, πόσις, σύνθ. εὔποτος, ἡδύποτος, ἄμπωτις (ἀνά + πίνω).

ΝΕ πίνω (με τη σημ. 1).

[*πο(ι)- «πίνω»].

πιπράσκω ΡΗΜΑ

ορισμένοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρήματα πωλέω και ἀποδίδομαι

Ενεστ. πωλέω -ῶ
Μέλλ. ἀποδώσομαι
Αόρ. β΄ ἀπεδόμην
Παρακ. πέπρακα
Υπερσ. ἐπεπράκειν
Παθ. ενεστ. πιπράσκομαι
Παθ. μέλλ. πραθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐπράθην
Παθ. παρακ. πέπραμαι
Παθ. υπερσ. ἐπεπράμην
Παθ. συντ. μέλλ. πεπράσομαι

1. πουλάω: τὰ κτήματα πέντε ταλάντων πεπράκασι = πούλησαν την περιουσία τους για πέντε τάλαντα. τὸ ὠνηθὲν ἢ πραθέν = αυτό που αγοράστηκε ή πουλήθηκε. ὠνέομαι «αγοράζω».

2. προδίδω κάποιον με αντάλλαγμα χρήματα, τον πουλάω: πέπρακε τὴν πατρῴαν γῆν = πρόδωσε την πατρική γη.

familyπαράγ. πρᾶσις «πώληση», πρατήρ, πρατήριον, πόρνη «άτομο που πουλιέται».

[*πρα- με αναδιπλασιασμό: πι-πρά- + παρ. επίθ. -σκω].

πίπτω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπιπτον
Μέλλ. πεσοῦμαι
Αόρ. β΄ ἔπεσον
Παρακ. πέπτωκα
Υπερσ. ἐπεπτώκειν

1. πέφτω κάτω. ἀνίσταμαι «σηκώνομαι».

2. πέφτω στο πεδίο της μάχης, φονεύομαι: οἱ πεπτωκότες = όσοι έπεσαν στη μάχη.

3. καταστρέφομαι, νικιέμαι: πολλὰ δὲ στρατόπεδα ἔπεσαν ὑπ' ἐλασσόνων = και πολλά στρατεύματα νικήθηκαν από πιο ολιγάριθμους (εχθρούς).

familyπαράγ. πτῶσις, πτῶμα.

ΝΕ πέφτω (με σημ. 1, 2) & πίπτω (λόγ., στη φρ. όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος).

[*πετ- με αναδιπλασιασμό, πβ. αρχ. ινδ. pátati «πέφτω»].

πιστεύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπίστευον
Μέλλ. πιστεύσω
Παρακ. πεπίστευκα

1. έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι κάποιον ή κάτι: τῇ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τιμωρίᾳ πιστεύοντες πειρασόμεθα σῴζεσθαι = έχοντας εμπιστοσύνη στη βοήθεια που θα μας δώσουν οι άνθρωποι, θα προσπαθήσουμε να σωθούμε.

2. εμπιστεύομαι σε κάποιον κάτι: τίνι δ' ἄν τις μᾶλλον πιστεύσειε παρακαταθέσθαι ἢ χρήματα ἢ υἱοὺς ἢ θυγατέρας; = σε ποιον θα μπορούσε κανείς να εμπιστευτεί περισσότερο τη φύλαξη της περιουσίας του ή των γιων ή των θυγατέρων του;

3. δέχομαι κάτι ως αληθινό, το πιστεύω: χαλεπὸν παντὶ τεκμηρίῳ πιστεύειν = είναι δύσκολο να πιστεύει κανείς σε κάθε απόδειξη (που παρουσιάζουν).

familyπαράγ. πίστωμα, πιστωτικός, πίστευσις.

ΝΕ πιστεύω (με τη σημ. 3).

[παράγ. λ. πίστις + παρ. επίθ. -εύω].

πίστις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. εμπιστοσύνη: σωφροσύνης πίστιν περὶ ὑμῶν ἔχουσι = έχουν εμπιστοσύνη στη σωφροσύνη σας.

2. εγγύηση: τὰ δ' ἄλλα συνομολογήσαντες ἔδοσαν πίστιν καὶ ἔλαβον = και αφού έκαναν τις συμφωνίες, αντάλλαξαν εγγυήσεις.

3. μέσο πειστικότητας, επιχείρημα, απόδειξη: τοῦτο οὐκ ὀλίγης πίστεως δεῖται = (αυτός ο ισχυρισμός) χρειάζεται ένα ισχυρό επιχείρημα (για να αποδειχτεί).

ΝΕ πίστη «άποψη ότι κάτι αληθεύει κτλ.».

[*π(ε)ιθ-, πείθ-ομαι].

πιστός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός πιστότερος
Υπερθετικός πιστότατος

1. για πρόσωπα ειλικρινής, αληθινός, έμπιστος: πιστὸς σύμμαχος. πιστὸς μάρτυς = αξιόπιστος μάρτυς.

2. για πράγματα βέβαιος, αξιόπιστος: πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος = ο λόγος που θα πω είναι αξιόπιστος και αξίζει να τον δεχτούν όλοι.

3. πιθανός: πιστὴ ὑπόθεσις.

4. ως ουσιαστικό τὸ πιστόν = εγγύηση, βεβαιότητα: τὸ πιστὸν τῆς ἐπιστήμης = η βεβαιότητα που δίνει η γνώση.

familyπαράγ. πιστόω, πιστότης, πιστῶς.

ΝΕ πιστός (με τη σημ. 1).

[*π(ε)ιθ- (πείθομαι) + παρ. επίθ. -τός].

πλανάω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπλάνων
Μέλλ. πλανήσω
Μέσ. μέλλ. πλανήσομαι
Παθ. μέλλ. πλανηθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐπλανήθην
Παθ. παρακ. πεπλάνημαι

1. κάνω κάποιον να περιπλανηθεί.

2. παραπλανώ: τὸ ἀόριστον πλανᾷ = κάτι που δεν είναι σαφώς προσδιορισμένο παραπλανά.

3. παθ. φωνή πλανῶμαι α. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι: εἰς πολλὰς πόλεις πλανηθέντες... ἤλθετε εἰς τὸν Πειραιᾶ = αφού περιπλανηθήκατε σε διάφορες πόλεις... ήρθατε στον Πειραιά. β. μεταφορικά πλανῶμαι καὶ ἀπορῶ = τα χάνω και δεν ξέρω τι να κάνω.

familyπαράγ. πλάνησις, πλανήτης, πλανητικός, πλάνημα, σύνθ. λαοπλάνος, πλανόδιος, ἀπλανής.

ΝΕ πλανώμαι (με τις σημ. 2, 3α).

[παράγ. λ. *πλαν- (πλάνη) + παρ. επίθ. -άω].

πλάνη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. περιπλάνηση.

2. μεταφορικά παραπλάνηση, πλάνη: ἐς τὸ ἀϊδὲς ἀπέρχεται ἡ ψυχή... πλάνης καὶ ἀνοίας ἀπηλλαγμένη = η ψυχή φεύγει για έναν αόρατο κόσμο... ελεύθερη από την πλάνη και την ανοησία.

ΝΕ πλάνη (με τη σημ. 2).

[*πλαν- (πλαν-άομαι) + παρ. επίθ. ].

πλάνης, -ητος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. περιπλανώμενος άνθρωπος.

2. για τα άστρα πλάνητες ἀστέρες = πλανήτες.

ΝΕ πλανήτης (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. *πλαν- (πλαν-άομαι) + παρ. επίθ. -ης].

πλάττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι πλάσσω

Παρατ. ἔπλαττον
Μέλλ. πλάσω
Αόρ. ἔπλασα
Παρακ. πέπλακα
Μέσ. μέλλ. πλάσομαι
Παθ. μέλλ. πλασθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐπλασάμην
Παθ. αόρ. ἐπλάσθην
Παθ. παρακ. πέπλασμαι

1. δίνω σχήμα, μορφή σε ένα εύπλαστο υλικό, πλάθω: πλάττω ζῷον ἐκ πηλοῦ.

2. διαμορφώνω, διαπλάθω την ψυχή ή το σώμα: πλάττει ἑαυτόν = διαμορφώνει το χαρακτήρα του.

3. επινοώ κάτι, το πλάθω με τη φαντασία μου: ψευδεῖς πλάττει αἰτίας = επινοεί ψεύτικες κατηγορίες.

familyπαράγ. πλάσμα, πλάσις, πλάστης, πλαστός, πλασμός, σύνθ. ἀνάπλασις, διάπλασις, μεταπλασμός, ἀδιάπλαστος, ἔμπλαστρον.

ΝΕ πλάθω (με όλες τις σημ.).

[*πλακ- (πλάξ, πλακ-ός «επίπεδη επιφάνεια») + παρ. επίθ. -jω > πλάττω «εκτείνω, πλάθω»].

πλατύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός πλατύτερος
Υπερθετικός πλατύτατος

επίπεδος και εκτεταμένος: πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη; = τι από τα δύο, η γη είναι επίπεδη ή στρογγυλή;

familyπαράγ. πλατύτης, πλατέω, πλατεῖα, πλατειάζω, πλάτος, πλατύνω, Πλάτων.

ΝΕ πλατύς.

[*πλατ- «εκτείνω» + παρ. επίθ. -ύς].

πλέθρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μέτρο μήκους ή επιφάνειας.

[πλέθρον και πέλεθρον < *πελε- (< πέλ-ομαι «κινούμαι») + παρ. επίθ. -θρον].

Πλειάδες, -ων, αἱ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κύριο όνομα οι εφτά κόρες του Άτλαντα και της Πληιόνης, τις οποίες ο Δίας μεταμόρφωσε σε αστέρια.

[αβέβ. ετυμ., ΙΕ αρχής].

πλεῖστος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

υπερθετικός βαθμός του πολὺς

1. πάρα πολύς ή πάρα πολύ μεγάλος.

2. με άρθρο οἱ πλεῖστοι = οι περισσότεροι. ἡ πλείστη στρατιά = το μεγαλύτερο μέρος της στρατιάς.

3. ως επίρρημα τὸ πλεῖστον κατά το μεγαλύτερο μέρος.

  • έκφραση περὶ πλείστου ποιοῦμαί τινα = εκτιμώ κάποιον πάρα πολύ.

ΝΕ πλείστος (λόγ., με όλες τις σημ.).

[*πλει-, *πλε- (hand πλείων) + παρ. επίθ. -ιστος, πβ. μέγ-ιστος].

πλείων & πλέων, πλείων & πλέων, πλεῖον & πλέον ΕΠΙΘΕΤΟ

συγκριτικός βαθμός του πολὺς

1. πιο πολύς ή πιο μεγάλος: ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει = και το πλήθος του λαού όλο και περισσότερο ξεχυνόταν. ὁ πλείων βίος = η μεγαλύτερη διάρκεια της ζωής.

  • με άρθρο οἱ πλέονες οι περισσότεροι, δηλαδή ο λαός: οἱ τῶν Σαμίων πλέονες = ο λαός της Σάμου.

2. ουδέτερο τὸ πλέον α. ως ουσιαστικό περισσότερο: οὐδὲν πλέον ἐπίσταμαι = δε γνωρίζω τίποτε περισσότερο. β. ως επίρρημα περισσότερο, μάλλον: οὐ χάριτι τὸ πλέον ἢ φόβῳ = μάλλον από φόβο παρά από ευγνωμοσύνη. πλέον ἢ ἔλαττον = περισσότερο ή λιγότερο.

  • σε αριθμητικό υπολογισμό ἐν πλέον ἢ διακοσίοις ἔτεσι = σε περισσότερο από διακόσια χρόνια.

ΝΕ πλέον.

[*πλη- (πίμ-πλη-μι) + παρ. επίθ. -jων > *πλήι- ων > πλείων].

πλεονάζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπλεόναζον
Μέλλ. πλεονάσω
Παρακ. πεπλεόνακα
Παθ. παρακ. πεπλεόνασμαι

για πράγματα είμαι περισσότερος απ' ό,τι χρειάζεται, πλεονάζω.

ΝΕ πλεονάζω.

[πλέον (< πολύς) + -άζω].

πλεονεκτέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα έχουν οι άλλοι, είμαι πλεονέκτης: ὀλιγαρχία τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι, τῶν δ' ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ ξύμπαντα ἀφελομένη ἔχει = η ολιγαρχία τους μεν κινδύνους τους μοιράζεται με το λαό, από τα οφέλη όμως όχι μόνο απαιτεί το μεγαλύτερο μέρος αλλά όλα τα αφαιρεί και τα παίρνει.

2. υπερτερώ, βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση: πλεονεκτῶ τῶν ἐχθρῶν = πλεονεκτώ έναντι των εχθρών.

ΝΕ πλεονεκτώ (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. πλεονέκτης + παρ. επίθ. -έω].

πλεονεξία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. απληστία, πλεονεξία.

2. πλεονέκτημα, όφελος: αἱ πλεονεξίαι αἱ ἴδιαι = τα προσωπικά οφέλη.

3. πλεονεκτική θέση: μετὰ πλεονεξίας πειρᾶσθε ἀγωνίζεσθαι πρὸς αὐτούς = επιχειρείτε να αγωνιστείτε με αυτούς από πλεονεκτική θέση.

ΝΕ πλεονεξία (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. πλεονέκτης + παρ. επίθ. -ία].

πλέω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπλεον
Μέλλ. πλεύσομαι & πλευσοῦμαι
Αόρ. ἔπλευσα
Παρακ. πέπλευκα
Υπερσ. ἐπεπλεύκειν
Παθ. μέλλ. πλευσθήσομαι
Παθ. παρακ. πέπλευσμαι

1. ταξιδεύω στη θάλασσα, πλέω: ἐπὶ Κέρκυραν ἔπλεον. ὑπὸ τριήρους εὖ πλεούσης ἐδιώκοντο = καταδιώκονταν από μια τριήρη που έπλεε με ευνοϊκό άνεμο.

2. μεταφορικά εξελίσσομαι: πάντα ἡμῖν κατ' ὀρθὸν πλεῖ = όλα για μας εξελίσσονται ομαλά.

familyπαράγ. πλεῦσις, πλόος, πλοῖον, σύνθ. ἀπόπλους, κατάπλους, περίπλους, ἐκπλέω, παραπλέω, διαπλέω.

ΝΕ πλέω (με τη σημ. 1).

[*πλεF- , πβ. αρχ. ινδ. plávate «πλέω»].

πληγή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

χτύπημα με όπλο ή με άλλο όργανο, πλήγμα: τύπτεται τῇ μάστιγι ν΄ πληγάς = δέχεται με το μαστίγιο πενήντα χτυπήματα.

familyπαράγ. πλῆγμα.

ΝΕ πληγή.

[παράγ. λ. *πληγ- (πλήσσω) + παρ. επίθ. ].

πλῆθος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μεγάλος αριθμός από πρόσωπα ή πράγματα, πλήθος: πλῆθος στρατοῦ = πολύς στρατός.

2. ο λαός: ἡ τοῦ πλήθους ἀρχὴ δημοκρατία καλεῖται = η εξουσία στα χέρια του λαού ονομάζεται δημοκρατία. τὸ πλῆθος τῶν Θεσσαλῶν = ο θεσσαλικός λαός.

3. μέγεθος, ποσό, ποσότητα: διὰ πλῆθος τῆς ζημίας = εξαιτίας του μεγάλου ύψους του προστίμου.

ΝΕ πλήθος (με τη σημ. 1).

[*πληθ- (πληθ-ύς, πληθ-ύνω < πίμ-πλη-μι) + παρ. επίθ. -ος].

πλήθω ΡΗΜΑ

είμαι γεμάτος.
  • στην αττική διάλεκτο, μόνο στην έκφραση ἀγορὰ πλήθουσα = η αγορά από τις δέκα έως τις δώδεκα περίπου το πρωί, την ώρα που ήταν γεμάτη (handἀγορά).

familyπαράγ. πληθύς, πληθύνω.

[*πληθ- (πίμ-πλη-μι)].

πλημμελέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. κάνω σφάλμα: οἱ ἑκουσίως πλημμελοῦντες = αυτοί που εν γνώσει τους κάνουν ένα σφάλμα.

2. παθ. φωνή πλημμελοῦμαι με κακομεταχειρίζονται ή με αδικούν: κατ' οὐδὲν ὑφ' ἡμῶν πεπλημμελημένοι ἐστέ = δεν έχετε υποστεί από εμάς καμιά κακομεταχείριση.

familyπαράγ. πλημμέλημα.

[παράγ. λ. πλημμελής + παρ. επίθ. -έω].

πλὴν ΠΡΟΘΕΣΗ / ΕΠΙΡΡΗΜΑ

εκτός, πλην.

1. ως πρόθεση, με γενική σκυλεύουσι τοὺς τελευτήσαντας πλὴν ὅπλων = αφαιρούν από τους νεκρούς όλα εκτός από τα όπλα.

2. ως επίρρημα πᾶσι πλήν σοι = σε όλους εκτός από σένα. πλὴν εἰ... = εκτός εάν... πλὴν ὅτι... = εκτός του ότι...

ΝΕ πλην (με τη σημ. 1, λ.χ. πλην αυτού).

[αιτ. ονοματικής ρίζας *πλη- / *πλα- από *πελα- (πέλας), αιολ. πλάν, πβ. δωρεάν].

πλήρης, -ης, -ες ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός πληρέστερος
Υπερθετικός πληρέστατος

γεμάτος (με κάτι): ποταμὸς πλήρης ἰχθύων = ποτάμι γεμάτο ψάρια. ἐπὴν πλῆρες ᾖ τὸ θέατρον = κάθε φορά που το θέατρο είναι γεμάτο (με ανθρώπους). κενός.

familyπαράγ. πληρότης, πληρόω, σύνθ. πληροφορέω, πληροφορία.

ΝΕ πλήρης.

[*πλη- (πίμ-πλη-μι) + παρ. επίθ. -ρης].

πληρόω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπλήρουν
Μέλλ. πληρώσω
Παρακ. πεπλήρωκα
Μέσ. μέλλ.
ενίοτε με παθ. σημ.
πληρώσομαι
Παθ. μέλλ. πληρωθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐπληρωσάμην
Παθ. παρακ. πεπλήρωμαι

1. γεμίζω κάτι εντελώς: ἐπλήρωσε λάρνακας λίθων = γέμισε κιβώτια με πέτρες. πληρῶ τὰς ἐπιθυμίας = ικανοποιώ εντελώς τις επιθυμίες μου.

2. συμπληρώνω: πληρῶ τοὺς δέκα μῆνας = συμπληρώνω δέκα μήνες. πεπλήρωται ὁ καιρός = συμπληρώθηκε ο καιρός (έφτασε η ώρα).

3. εκπληρώνω: πληρῶ τὰς ὑποσχέσεις.

familyπαράγ. πλήρωμα, πλήρωσις.

ΝΕ πληρώ (τις προϋποθέσεις, με σημ. 3) & πληρώνω «καταβάλλω την αξία».

[παράγ. πλήρης + παρ. επίθ. -όω].

πλησμονή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. το να είναι κάτι εντελώς γεμάτο.

2. χορτασμός: πλησμονὴ καὶ μέθη.

ΝΕ πλησμονή (λόγ., και με τις δύο σημ.).

[*πλη- (πί-μ-πλη-μι) > *πληθ- ίσως κατά το ομώνυμο βρίθ-ω].

πλήττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι πλήσσω

Παρατ. ἔπληττον
Μέλλ. πλήξω
Αόρ. ἔπληξα
Παρακ. πέπληγα
Παθ. μέλλ. πληγήσομαι
& (σε σύνθ.) -πλαγήσομαι
Παθ. αόρ. ἐπλήγην
& (σε σύνθ.) -επλάγην
Παθ. παρακ. πέπληγμαι

στην αττ. διάλεκτο χρησιμοποιείται μόνο ο παθ. μέλλ., ο αόρ. και ο παρακ. Οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρήματα παίω, πατάσσω, τύπτω.

χτυπώ: πότερον πρότερον ἐπλήγην ἢ ἐπάταξα; = τι από τα δύο, πρώτα με χτύπησαν ή εγώ τους χτύπησα;

familyπαράγ. πλῆγμα, πλῆκτρον, πλῆξις, σύνθ. θαλασσόπληκτος, παραπληγικός.

ΝΕ πλήττω (με την ίδια σημ., και «αισθάνομαι πλήξη, στενοχώρια»).

[*πληκ- / *πλακ-, *πληγ- / *πλαγ- + παρ. επίθ. -jω > πλήττω].

πνεῦμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

άνεμος: εἰ εὔφορον πνεῦμα εἴη = εάν υπάρχει ευνοϊκός άνεμος. ἐκεῖ σκιά τ' ἐστὶν καὶ πνεῦμα μέτριον = εκεί υπάρχει σκιά και ελαφρό αεράκι.

familyπαράγ. πνευματικός, πνευματίζω, πνευματώδης.

ΝΕ πνεύμα (με την ίδια σημ., και «το Άγιο Πνεύμα»).

[παράγ. λ. *πνευ- (πνέω) + παρ. επίθ. -μα].

πνέω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπνεον
Μέλλ. πνεύσομαι & πνευσοῦμαι
Αόρ. ἔπνευσα
Παρακ. πέπνευκα

πνέω.

ΝΕ πνέω.

[*πνε- (πνέ-ω), *πνευ- (πνεῦμα), ΙΕ αρχής].

Πνύξ, Πυκνὸς & Πνυκός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τοποθεσία, δυτικά της Ακρόπολης στην Αθήνα, όπου συνεδρίαζε η εκκλησία του δήμου.

ΝΕ Πνύκα.

[αβέβ. ετυμ., προελληνική λ.].

ποδαπός, -ή, -ὸν ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

ερωτηματική

1. από ποια χώρα, και γενικότερα από πού: τίς καὶ ποδαπός; = ποιος είναι και από πού έρχεται;

2. τι είδους, τι λογής: ποδαπός; οἷος... = τι λογής άνθρωπος είναι; τέτοιος που...

[ερωτημ. μόριο *πο + -δαπὸς κατά το handἡμεδαπός].

ποδήρης, -ης, -ες ΕΠΙΘΕΤΟ

ένδυμα που φτάνει ως τις άκρες των ποδιών: χιτὼν ποδήρης. ποδήρης ἀσπίς = ασπίδα που κάλυπτε το σώμα και τα πόδια.

[*ποδ- (πούς, ποδός) + παρ. επίθ. -ήρης < ίσως -άρης < ἀρ-αρ-ίσκω].

ποθεινός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

επιθυμητός, ποθητός: ποθεινοτέρα τοῦ πλούτου ἡ τῶν ἐναντίων τιμωρία = πιο επιθυμητή από τα πλούτη είναι η τιμωρία των αντιπάλων.

[παράγ. λ. ποθέω + παρ. επίθ. -εινὸς κατά το αντώνυμο ἀλγεινός].

πόθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

ερωτηματικό

1. για τόπο από πού: ὦ φίλε, ποῖ δὴ καὶ πόθεν; = αγαπητέ μου, πού πας και από πού έρχεσαι; πόθεν οὖν ὁ πόρος τῶν χρημάτων; = από πού λοιπόν βρέθηκαν τόσα χρήματα;

2. ιδιωτισμός πόθεν; από πού και ως πού;

ΝΕ πόθεν στη φρ. πόθεν έσχες (με σημ. 1).

[ερωτημ. και αόρ. *πο- < *kwo + παρ. επίθ. -θεν].

ποῖ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

ερωτηματικό προς ποιο μέρος, προς τα πού.

[*πο- < *kwo + παλιό τοπικό επίθ. ].

ποιέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐποίουν
Μέλλ. ποιήσω
Αόρ. ἐποίησα
Παρακ. πεποίηκα
Μέσ. μέλλ. ποιήσομαι
Παθ. μέλλ. ποιηθήσομαι
Μέσ. & παθ. παρακ. πεποίημαι

1. κάνω, κατασκευάζω: ποιῶ ναὸν λίθου πωρίνου = κατασκευάζω (χτίζω) ένα ναό με πωρόλιθους.

2. παράγω, δημιουργώ: ποιῶ σίτου χιλίους μεδίμνους = παράγω χίλιους μεδίμνους σιτάρι.

  • μέση φωνή ποιοῦμαι γεννώ: ποιοῦμαι παῖδας.

3. προκαλώ κάτι: οἱ ἄνεμοι μὲν οὐχ ὁρῶνται, ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά = οι άνεμοι δεν είναι ορατοί, όσα όμως προκαλούν είναι ολοφάνερα.

4. δίνω, παρέχω: ποιῶ ἄδειάν τινι = δίνω αμνηστία σε κάποιον.

5. βάζω, τοποθετώ: τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς ποιῶ = τοποθετώ τα αδύνατα πλοία στο κέντρο.

6. μέση φωνή ποιοῦμαί τινα ἑταῖρον = κάνω κάποιον φίλο μου.

  • έκφραση περὶ πολλοῦ/περὶ ὀλίγου ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι σπουδαίο/ασήμαντο.

7. ως συνώνυμο του πράττω ενεργώ, κάνω, πράττω: εὖ ποιῶ τινα = ευεργετώ κάποιον. ἀγαθά/κακά ποιῶ τινα = κάνω καλό/κακό σε κάποιον. ποίει ὅπως βούλει.

familyπαράγ. ποίησις, ποιητής, ποιήτρια, ποίημα, ποιητός, σύνθ. λογοποιός, τραγῳδοποιός, ἀντιποιέω, ἐκποιέω.

[*ποιF- + παρ. επίθ. -έω > ποιέω].

ποίημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. έργο, κατασκεύασμα: ἀνέθηκεν (= αφιέρωσε) εἰς Δελφοὺς κρατῆρα, ποίημα Γλαύκου.

2. ποιητικό έργο, ποίημα.

ΝΕ ποίημα (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. ποιέω + παρ. επίθ. -μα].

ποίησις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κατασκευή ή παραγωγή: τειχῶν οἰκοδόμησις καὶ νεῶν (= καραβιών) ποίησις.

2. σύνθεση ποιημάτων, ποίηση.

ΝΕ ποίηση (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. ποιέω + παρ. επίθ. -σις].

ποιητής, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κατασκευαστής: ποιητὴς μηχανημάτων.

2. ποιητής (η εμφάνιση αυτής της σημασίας βασίστηκε στην αντίληψη ότι ο ποιητής ήταν κατασκευαστής στίχων, δηλ. τεχνίτης που συνέθετε στίχους με βάση κάποιους συνειδητοποιημένους κανόνες και με δική του προσπάθεια. Άλλοι θεωρούσαν τον ποιητή άτομο που απλώς ήταν το παθητικό φερέφωνο των Μουσών).

ΝΕ ποιητής (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. ποιέω + παρ. επίθ. -τής].

ποικίλος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ποικιλώτερος
Υπερθετικός ποικιλώτατος

1. αυτός που είναι πολύχρωμος ή που είναι διακοσμημένος με έγχρωμες παραστάσεις: ἡ Ποικίλη Στοά = στοά στην Αθήνα, διακοσμημένη με τοιχογραφίες του Πολυγνώτου.

2. αυτός που παίρνει διάφορες μορφές: ποικιλώτερος Πρωτέως = πιο πολύμορφος και από τον Πρωτέα (το θαλάσσιο θεό).

3. πολύπλοκος: ποικίλος νόμος.

ΝΕ ποικίλος.

[*πεικ- «χρωματίζω με ποικίλα χρώματα, κεντώ»].

ποιμαίνω ΡΗΜΑ

1. βόσκω: ποιμαίνω πρόβατα.

2. μεταφορικά φροντίζω για κάποιον ή για κάτι.

ΝΕ ποιμαίνω (στην εκκλησιαστική γλώσσα «φροντίζω για τη σωτηρία των πιστών»).

[παράγ. λ. ποιμήν + παρ. επίθ. -αίνω].

ποιμήν, -ένος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

βοσκός.

familyπαράγ. ποιμαίνω, ποίμνη «κοπάδι», ποίμνιον «μικρό κοπάδι», ποιμαντικός.

ΝΕ ποιμένας.

[*πωι- «βόσκω», πβ. ομηρικό πῶυ, τὸ «κοπάδι», πβ. αρχ. περσ. páyu «φύλακας»].

ποῖος, ποία, ποῖον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

ερωτηματική, συχνά με άρθρο

ποιου είδους, τι ποιότητας (είναι αυτός): λέγεις δὲ τὴν ποίαν κατάστασιν ὀλιγαρχίαν; = ποιο είδος πολιτεύματος χαρακτηρίζεις ολιγαρχία;

ΝΕ ποιος (που αντιστοιχεί στο αρχ. τίς).

[ερωτημ. μόριο *πο- + παρ. επίθ. -(ο)ῖος].

πολέμαρχος, -άρχου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

στην Αθήνα ένας από τους ἐννέα ἄρχοντας (handἄρχων).

πολέμιος, -ία, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που έχει σχέση με τον πόλεμο: τὰ πολέμια = οι πολεμικές επιχειρήσεις.

2. εχθρικός: ἡ πολεμία γῆ.

  • ως ουσιαστικό ὁ πολέμιος = ο εχθρός.

ΝΕ πολέμιος (λόγ., με σημ. 2).

[παράγ. λ. πόλεμος + παρ. επίθ. -ιος].

πόλις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. πόλη, αστικό κέντρο.

2. πολιτεία, κράτος, πόλη-κράτος (η πόλις δεν περιλάμβανε μονάχα ένα αστικό κέντρο αλλά επιπροσθέτως και τη γύρω ύπαιθρο· επιπλέον ήταν ανεξάρτητο κράτος): τὰ τῆς πόλεως = οι υποθέσεις της πολιτείας.

familyπαράγ. πολίζω «ιδρύω πόλη», πόλισμα, πολίτης, σύνθ. πολιοῦχος.

ΝΕ πόλη (με τη σημ. 1).

[*πελ- «φρούριο», λιθ. pilis «φρούριο»].

πολιτεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. τα πολιτικά δικαιώματα: πολιτείαν δίδωμί τινι.

2. ο καθημερινός τρόπος ζωής ενός πολίτη.

3. διακυβέρνηση, διοίκηση: ἔφη ἀρίστους εἶναι ἐν πολιτείᾳ τοὺς τὰ πολιτικὰ εὖ πράττοντας = είπε ότι στη διοίκηση είναι άριστοι εκείνοι που χειρίζονται σωστά τις πολιτικές υποθέσεις. ἄγω τὴν πολιτείαν = κατευθύνω (ασκώ) τη διακυβέρνηση.

4. πολιτικό σύστημα, πολίτευμα: χρώμεθα πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους = έχουμε πολίτευμα το οποίο δε μιμείται τους νόμους των γειτόνων μας.

ΝΕ πολιτεία (με τις σημ. 3, 4).

[παράγ. λ. πολίτης + παρ. επίθ. -εία].

πολιτεύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπολίτευον
Μέλλ. πολιτεύσω
Μέσ. μέλλ. πολιτεύσομαι
Μέσ. αόρ. ἐπολιτευσάμην
Παθ. αόρ. ἐπολιτεύθην
Παθ. παρακ. πεπολίτευμαι

1. ζω ως πολίτης σε ελεύθερη πολιτεία: ἐλευθέρως πολιτεύομεν = ζούμε ελεύθεροι.

2. κυβερνώ με ορισμένο τρόπο: κατ' ὀλιγαρχίαν πολιτεύουσι = κυβερνούν με ολιγαρχικό τρόπο.

3. μέση φωνή ως αποθετικό πολιτεύομαι α. ζω ως ελεύθερος πολίτης: πολιτεύομαι ἐν δημοκρατίᾳ/ἐν ἐλευθερίᾳ. = πολιτεύω. β. παίρνω μέρος στη διοίκηση της πόλης: οἱ ἰδιωτεύοντες καὶ οἱ πολιτευόμενοι = όσοι περιορίζονται στην ιδιωτική σφαίρα και όσοι αναμειγνύονται στην πολιτική.

ΝΕ πολιτεύομαι (με τις σημ. 3α, 3β).

[παράγ. λ. πολίτης + παρ. επίθ. -εύω].

πολίτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ελεύθερος άνθρωπος, που έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα στην πόλη όπου ζει. (Αντίθετα, στην Αθήνα λ.χ., οι γυναίκες, οι δούλοι, οι μέτοικοι και τα παιδιά είχαν περιορισμένα ή καθόλου πολιτικά δικαιώματα).

2. συμπολίτης: ἐμὸς πολίτης.

familyπαράγ. πολιτεύω, πολιτικός.

ΝΕ πολίτης (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. πόλις + παρ. επίθ. -ίτης].

πολλάκις ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. πολλές φορές: πολλάκις καὶ οὐχ ἅπαξ = πολλές και όχι μία φορά.

2. εἰ/ἐὰν πολλάκις = εάν κατά τύχη, εάν ίσως.

ΝΕ πολλάκις (λόγ., με τη σημ. 1).

[πολλά + -άκις κατά το δεκ-άκις].

πολλαχῇ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. πολλές φορές. = πολλάκις.

2. με πολλούς τρόπους: πολλαχῇ εἰκάζεται = (κάτι) συμπεραίνεται με πολλούς τρόπους.

[πολλά + παρ. επίθ. -αχ-ῆ].

πολλαχοῦ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

σε πολλά μέρη: ἐμοῦ πολλάκις ἀκηκόατε πολλαχοῦ λέγοντος = εμένα με έχετε ακούσει να μιλώ πολλές φορές και σε πολλά μέρη.

[πολλά + παρ. επίθ. -αχ-οῦ].

πολυπραγμονέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. ασχολούμαι με πολλά πράγματα.

2. ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: ἕκαστος τὰ ἑαυτοῦ δεῖ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν = ο καθένας πρέπει να ασχολείται με τη δουλειά του και να μην ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις.

[παράγ. λ. πολυπράγμων + παρ. επίθ. -έω].

πολυπράγμων, -ων, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

συνήθως ως αρνητικός χαρακτηρισμός αυτός που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, περίεργος.

ΝΕ πολυπράγμων.

[σύνθ. λ. πολύς + *πραγ- (πράττω, πρᾶγ-μα) + παρ. επίθ. -μων].

πολύς, πολλή, πολὺ ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός πλείων, πλείων, πλεῖον
ή πλέων, πλέων, πλέον
(handπλείων)
Υπερθετικός πλεῖστος

1. πολύς (σε αριθμό, πλήθος ή ποσότητα). ὀλίγος.

  • ως ουσιαστικό οἱ πολλοὶ ο απλός λαός, οι κοινοί θνητοί, η μάζα. οἱ μείζω κεκτημένοι «οι πλουσιότεροι», οἱ κομψότεροι «οι πιο καλλιεργημένοι».

2. αυτός που είναι μεγάλος, δυνατός ή έντονος: πολλὴ ἀλογία = μεγάλη απερισκεψία.

3. αυτός που έχει μεγάλη αξία: περὶ πολλοῦ ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι πολύ σημαντικό.

4. αυτός που έχει μεγάλη έκταση: πολλὴ ὁδός = μακρύς δρόμος. πολλὴ ἡ Σικελία = η Σικελία είναι μεγάλη.

5. αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια: ἐπὶ πολλῷ = για πολύ χρόνο. πρὸ πολλοῦ = πριν από πολύ χρόνο.

6. ως επίρρημα α. πολύ, τὸ πολύ, ὡς τὸ πολύ, τὰ πολλά, ὡς τὰ πολλὰ σε μεγάλο βαθμό, ποσότητα ή ένταση, πολύ, πολύ συχνά: τὰ πολλὰ τυραννίδες ἐν ταῖς πόλεσι καθίσταντο = πολύ συχνά στις πόλεις αναλάμβαναν τύραννοι την εξουσία. ὡς τὰ πολλὰ πολεμοῦσιν = πολύ συχνά κάνουν πόλεμο. β. με προθέσεις διὰ πολλοῦ = σε μεγάλη απόσταση. ἐκ πολλοῦ = από μεγάλη απόσταση. ἐπὶ πολύ = επί πολύ χρόνο ή σε μεγάλη έκταση. γ. με συγκριτικά πολὺ μᾶλλον = πολύ περισσότερο.

familyσύνθ. πολυμήχανος, πολλαπλάσιος, πολλοστός, πολλάκις, πολλαχοῦ.

ΝΕ πολύς (με τις σημ. 1, 2, 5) & πολύ (με σημ. «πολύ» του 6α) & επί πολύ (με σημ. 6β).

[πολ-ύς, πβ. αρχ. ινδ. purú «πολύς»].

πομπή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. αποστολή: ἡ τοῦ ἐνυπνίου (= του ονείρου) πομπὴ ὑπὸ Διὸς τῷ Ἀγαμέμνονι. πομπὴ ξύλων = αποστολή ξυλείας.

2. θρησκευτική πομπή.

familyπαράγ. πομπεύω, πομπεία.

ΝΕ πομπή (με τη σημ. 2, και «στρατιωτική πομπή»).

[παράγ. λ. πέμπω + παρ. επίθ. , τροπή ε σε ο].

πονέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπόνουν
Μέλλ. πονήσω
Αόρ. ἐπόνησα
Παρακ. πεπόνηκα
Υπερσ. ἐπεπονήκειν
Παθ. αόρ. ἐπονήθην
Παθ. παρακ. πεπόνημαι

1. στη μέση φωνή απόλ. πονοῦμαι κοπιάζω, μοχθώ, ασχολούμαι: περί τι πονοῦμαι = ασχολούμαι με κάτι.

2. με αιτ. κοπιάζω για κάτι: ἀνήνυτα πονῶ = κοπιάζω για κάτι που δεν έχει τελειωμό.

3. πόνον πονῶ υποβάλλομαι σε κόπους ή ταλαιπωρίες.

familyπαράγ. πόνημα.

ΝΕ πονώ «έχω πόνο, υποφέρω».

[παράγ. λ. πόνος + παρ. επίθ. -έω].

πονηρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κακή κατάσταση: πονηρία τοῦ σώματος.

2. κακία, πανουργία: πονηρία ψυχῆς.

ΝΕ πονηρία (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. πονηρός + παρ. επίθ. -ία].

πονηρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός πονηρότερος
Υπερθετικός πονηρότατος

1. που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, άχρηστος: πονηρὸν σῶμα = ασθενικό σώμα. πονηρὸν στράτευμα = άχρηστο στράτευμα.

2. με ηθική σημ. κακός, πανούργος: πονηρὸς καὶ ἐκ πονηρῶν = κακός και από κακούς γονείς.

familyπαράγ. πονηρία, πονηρεύομαι, πονηρῶς ή πονήρως.

ΝΕ πονηρός (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. πονέω + παρ. επίθ. -ηρός].

πόνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κόπος: μετὰ πολλοῦ πόνου = με πολύ κόπο.

2. πόνος: ὁ πόνος κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη = ο πόνος κατέβαινε (από το κεφάλι) στο στήθος.

ΝΕ πόνος (με τη σημ. 2).

[*πεν- «κοπιώ, εργάζομαι» (πέν-ομαι)].

πόντος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

θάλασσα: πνεῦμα (= άνεμος) ἐκ πόντου.

familyπαράγ. ποντίζω, πόντιος, ποντικός.

[πόντ-ος «γέφυρα που ενώνει τις δύο απέναντι ακτές (π.χ. Ελλήσποντος», ομόρρ. με λατ. pons, pontis «γέφυρα»].

πορθέω -ῶ ΡΗΜΑ

καταστρέφω, λεηλατώ: ἐπόρθουν ἐκ τῶν ἱερῶν τὰ ἀγάλματα = λεηλατούσαν από τους ναούς τα αγάλματα. ὅλη ἡ Ἑλλὰς πεπόρθηται = όλη η Ελλάδα ερημώθηκε.

familyπαράγ. πόρθησις, πορθητής.

[*περθ-, *πορθ- «καταστρέφω», άγνωστης αρχής].

πορίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπόριζον
Μέλλ. ποριῶ
Αόρ. ἐπόρισα
Παρακ. πεπόρικα
Μέσ. μέλλ. ποριοῦμαι
Παθ. μέλλ. πορισθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐπορισάμην
Παθ. αόρ. ἐπορίσθην
Παρακ. πεπόρισμαι
Παθ. υπερσ. ἐπεπορίσμην

1. δίνω, παρέχω: πορίζω τροφὴν τοῖς στρατιώταις.

2. α. μέση φωνή πορίζομαι εξασφαλίζω κάτι για τον εαυτό μου: πορίζομαι τὰ ἐπιτήδεια = προμηθεύομαι τα αναγκαία τρόφιμα. β. παθ. φωνή πορίζομαι εξασφαλίζομαι: ἤδη τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο = τα απαραίτητα εφόδια είχαν ήδη εξασφαλιστεί.

familyπαράγ. πορισμός.

ΝΕ πορίζομαι (με τη σημ. 2α).

[παράγ. λ. πόρος + παρ. επίθ. -ίζω].

πόρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. στενός θαλάσσιος δρόμος, πέρασμα.

2. τρόπος με τον οποίο εξασφαλίζει ή πετυχαίνει κανείς κάτι: οὐδεὶς πόρος ἐφαίνετο τῆς ἁλώσεως = δε φαινόταν να υπάρχει κανένας τρόπος για να πετύχουν την κατάκτηση. πόρος χρημάτων = τρόπος για να βρεθούν χρήματα.

familyπαράγ. πορίζω, πορευτός, πορεία, σύνθ. ἄπορος, εὔπορος, ἀπορέω, ἀπορία.

ΝΕ πόρος (με τη σημ. 1, και οι πόροι «τα χρηματικά μέσα»).

[*περ- «εισδύω, διαπερνώ»].

πόρρω ΕΠΙΡΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι πρόσω

Συγκριτικός πορρωτέρω
Υπερθετικός πορρωτάτω

1. μακριά: εἴτε ἐγγύς, εἴτε πόρρω. πόρρω που = κάπου μακριά. ἐγγύς, πλησίον.

2. με γενική α. τοπικά πιο πέρα, παραπέρα: πόρρω τοῦ ποταμοῦ προβαίνω (= προχωρώ). μακριά από: οὐ πόρρω τῶν βωμῶν. β. χρονικά σε προχωρημένο χρόνο: διελεγόμην πόρρω τῶν νυκτῶν = παρέτεινα τη συζήτηση ως αργά τη νύχτα.

familyπαράγ. πόρρωθεν.

ΝΕ στη φρ. πόρρω απέχει (με τη σημ. 1).

[*πρό-τjω (για το σχηματισμό πβ. εἴ-σω, ὀπίσω) > πρόσω και (με μετάθεση του ) πόρσω, αττ. πόρρω].

πόρρωθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

από μακριά.

[παράγ. λ. πόρρω + παρ. επίθ. -θεν].

Ποσιδηϊὼν & Ποσιδεών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο έκτος μήνας του αττικού έτους, από 15 Νοεμβρίου έως 15 Δεκεμβρίου.

[Ποσιδ- + επίθ. -ηϊών/-εών, πβ. Ποσειδῶν, -ῶνος].

πόσος, -η, -ον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

ερωτηματική

1. πόσος είναι ως προς τον αριθμό: πόσοι εἰσὶν οἱ Λακεδαιμόνιοι.

2. πόσο μακριά: ἐπήρετο πόση τις ὁδὸς εἴη = ρώτησε πόση είναι η απόσταση (που έπρεπε να διανύσει).

3. πόσο χρόνο: πόσου χρόνου = πότε.

4. πόση αξία: πόσου διδάσκει; = πόσα παίρνει για να διδάξει;

5. πόσο μεγάλος: πόσος πόθος; = πόση επιθυμία;

familyπαράγ. ποσάκις, πόσε «προς τα πού».

ΝΕ πόσος (με τη σημ. 1).

[*ποτι- (από ερωτηματ. *πο-) + παρ. επίθ. -ος].

ποτέ ΜΟΡΙΟ

εγκλιτικό κάποτε.
  • ποτὲ μέν… ποτὲ δέ… = άλλοτε… άλλοτε…

[αντων. ρίζα *πο- + παρ. επίθ. -τε, με τονισμό ποτέ ως αντώνυμο του πότε)].

πότερος, -τέρα, -τερον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

1. ερωτηματική ποιος από τους δύο: πότερος καλλίων ἐστί, ὁ πατὴρ ἢ ὁ πάππος;

2. ως επίρρημα πότερον & πότερα ποιο από τα δύο: ἡ μήτηρ διηρώτα τὸν Κῦρον πότερον βούλοιτο, μένειν ἢ ἀπιέναι = η μητέρα ρωτούσε επίμονα τον Κύρο τι από τα δύο θέλει, να μείνει ή να φύγει.

[αντων. ρίζα *πο- + παρ. επίθ. -τερος].

που ΕΠΙΡΡΗΜΑ

εγκλιτικό

1. κάπου: ὁρῶσιν ἱππέας που πέραν τοῦ ποταμοῦ = βλέπουν ιππείς κάπου πέρα από το ποτάμι.

2. κατά κάποιον τρόπο: εἰ που δέοι τι τῆς φάλαγγος = εάν έχει κατά κάποιον τρόπο ανάγκη η παράταξη.

[αντων. ρίζα *πο- + παρ. επίθ. -ου].

πούς, ποδός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πόδι.

familyπαράγ. πόδιον, ποδίζω, σύνθ. ἄπους, τρίπους, ἐμποδών, ἐμπόδιον, ὑποπόδιον.

ΝΕ πόδι.

[*πεδ- (πέδ-ον «έδαφος»), λατ. pes, pedis «πόδι», δωρ. ὁ πός, που οδηγεί στην υποψία ότι η διφθογγος -ου- (πούς) ίσως σχηματίστηκε κατά το ὀδούς].

πρᾶγμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κάτι που έχει πραχθεί, που έχει γίνει, το έργο ή η πράξη: γυναίου πρᾶγμα ἐποίει = έκανε ό,τι κάνουν οι γυναικούλες.

2. υπόθεση, πράγμα: τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη = το πράγμα κατέληξε να είναι για μένα φοβερό.

  • εκφράσεις πρᾶγμά ἐστί μοι = είναι ανάγκη (να κάνω κάτι). οὐδὲν πρᾶγμα = δε χρειάζεται (να γίνει κάτι), δεν πειράζει.

3. στον πληθυντικό πράγματα α. περιστάσεις ή υποθέσεις: ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐν ἀγαθοῖς πράγμασι αἱ πόλεις ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι = σε καιρό ειρήνης και σε ευνοϊκές περιστάσεις οι πολίτες κρίνουν καλύτερα (απ' ό,τι κρίνουν σε καιρό πολέμου). β. οι υποθέσεις της πολιτείας: τὰ κοινά/τὰ πολιτικὰ πράγματα. οἱ ἐν τοῖς πράγμασι =οι κυβερνώντες. γ. ενοχλητικές, δυσάρεστες καταστάσεις: πράγματα παρέχω τινί = προκαλώ ενοχλήσεις σε κάποιον.

familyπαράγ. πραγματεία, πραγματεύομαι.

ΝΕ πράγμα (με τις σημ. 1, 2) & πράγματα (με τη σημ. 3β).

[παράγ. λ. *πραγ- (πβ. πράττω) + παρ. επίθ. -μα].

πραγματεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. σοβαρή απασχόληση με κάτι, και γενικά ασχολία, δραστηριότητα: τοῦ πολιτικοῦ πᾶσα ἡ πραγματεία περὶ πόλιν ἐστί.

2. πραγμάτευση/μελέτη ενός θέματος.

ΝΕ πραγματεία (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. πραγματεύομαι + παρ. επίθ. -εία].

πρᾶξις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ενέργεια, πραγματοποίση, εκτέλεση: ἡ πρᾶξις τῶν ἔργων.

2. καλή ή κακή τύχη: ἀπέκλαιε τὴν ἑαυτοῦ πρᾶξιν = έκλαιγε για την κακή του τύχη.

ΝΕ πράξη (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. *πρακ-, *πραγ- (πράττω) + παρ. επίθ. -σις].

πράττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι πράσσω

Παρατ. ἔπραττον
Μέλλ. πράξω
Αόρ. ἔπραξα
Παρακ.
με μεταβ. & αμετάβ. σημ.
πέπραγα
& πέπραχα «έχω κάνει κάτι»
Υπερσ.
με μεταβ. & αμετάβ. σημ.
ἐπεπράχειν & ἐπεπράγειν
Μέσ. μέλλ. πράξομαι
Μέσ. αόρ. ἐπραξάμην
Παθ. μέλλ. πραχθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐπράχθην
Παρακ. πέπραγμαι

1. πραγματοποιώ, κατορθώνω, ενεργώ: ἔπραξε τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν = πραγματοποίησε (πέτυχε) την αποστασία των Κυπρίων. πράττω εἰρήνην/περὶ εἰρήνης = κατορθώνω να γίνει ειρήνη. ἔπρασσεν ὅπως πόλεμος γένηται.

2. ασχολούμαι με κάτι: ἕκαστος τὰ ἑαυτοῦ πράττει. οἱ τὰ κοινὰ πράττοντες = αυτοί που ασχολούνται με την πόλη.

3. ως αμετάβ. βρίσκομαι σε μια (καλή ή κακή) κατάσταση: εὖ/κακῶς πράττω = ευτυχώ/δυστυχώ ή ενεργώ καλά/άσχημα. Οἱ μὲν δὴ ἐν τῇ Πλαταίᾳ οὕτως ἐπεπράγεσαν = όσοι μπήκαν στην Πλάταια σε αυτήν την κατάσταση βρέθηκαν.

4. εισπράττω: πράττω τὰς εἰσφοράς.

  • στη μέση φωνή πράττομαι εισπράττω για τον εαυτό μου: τοῦτον χρήματα ἐπράξαντο = από αυτόν εισέπραξαν χρήματα.

familyπαράγ. πρᾶγμα, πρᾶξις, πρακτέος, πρακτικός, πραγματεύομαι, πραγματεία.

ΝΕ πράττω (με τη σημ. 1).

[*πρακ- (*πραγ-) + παρ. επίθ. -].

πρεσβεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. αξίωμα, αξιοπρέπεια: πρεσβείᾳ ὑπερέχει = υπερέχει κατά το αξίωμα.

2. αποστολή πρεσβείας, αντιπροσωπεία.

3. πρεσβευτές, αντιπρόσωποι.

ΝΕ η πρεσβεία «μεσολάβηση», τα πρεσβεία «η τιμή που απολαμβάνουν οι γεροντότεροι».

[παράγ. λ. πρεσβεύω + παρ. επίθ. -εία].

πρεσβεύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπρέσβευον
Μέλλ. πρεσβεύσω
Παρακ. πεπρέσβευκα
Μέσ. αόρ. ἐπρεσβευσάμην
Παθ. παρακ. πεπρέσβευμαι

1. είμαι μεγαλύτερος στην ηλικία (από άλλους): Ξέρξης ἐπρέσβευε τῶν ἄλλων τέκνων Δαρείου.

2. τιμώ, εκτιμώ: τὸ πρεσβύτερον τοῦ νεωτέρου ἐστὶ πρεσβευόμενον = ο γεροντότερος πρέπει να τιμάται περισσότερο από τον νεότερο.

3. πηγαίνω κάπου ως πρεσβευτής: πρὸς τὸν βασιλέα πρεσβεύων ᾤχετο = έφυγε για να πάει ως πρεσβευτής στο βασιλιά.

4. μέση φωνή πρεσβεύομαι στέλνω πρεσβευτές: Ἀθηναῖοι ἐς τὴν Πελοπόννησον ἐπρεσβεύοντο.

ΝΕ πρεσβεύω «έχω την άποψη, πιστεύω».

[παράγ. λ. πρέσβης + παρ. επιθ. -εύω].

πρεσβύτερος, -τέρα, -τερον ΕΠΙΘΕΤΟ

συγκριτικός βαθμός του επιθέτου πρέσβυς

1. γεροντότερος.

2. ανώτερος, σπουδαιότερος.

ΝΕ πρεσβύτερος (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. πρέσβυς + παρ. επίθ. -τερος].

πρεσβύτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ηλικιωμένος άνθρωπος, γέροντας.

[παράγ. λ. πρέσβυς + παρ. επίθ. -της].

πριάμενος, -μένη, -μενον ΕΠΙΘΕΤΟ

μετοχή αορ. β΄ του ὠνέομαι -οῦμαι «αγοράζω».

[μτχ. από ἐπριάμην, hand ὠνέομαι].

πρὸ ΠΡΟΘΕΣΗ

Α. με γενική δηλώνει

1. μπροστά σε: τεθαμμένοι εἰσὶ πρὸ τῶν πυλῶν = είναι θαμμένοι μπροστά στις πύλες.

  • με επέκταση στην πρώτη γραμμή για να υπερασπιστώ κάποιον ή κάτι: πρὸ τῆς Ἑλλάδος ἀποθνῄσκειν = το να πεθαίνεις για την Ελλάδα.

2. πριν από: πρὸ τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατον.

3. προτίμηση: αἱροῦμαι πρὸ δουλείας θάνατον = προτιμώ το θάνατο από τη δουλεία.

Β. ως α΄ συνθετικό δηλώνει α. μπροστά από κάτι, π.χ. προπύλαια, προβαίνω. β. πλησίον, κοντά, π.χ. πρόχειρος. γ. πριν από κάτι, π.χ. προλέγω.

ΝΕ προ (λόγ., με σημ. Α1, 2) & προ- (με σημ. Βα, γ).

[*περ- (πέραν, πείρω), λατ. pro, αρχ. σλαβ. pro, αρχ. ινδ. pra, πρωΐ από το μακρό θέμα].

προαγορεύω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἀγορεύω

1. προειδοποιώ για κάτι δημόσια: πολλάκις προηγορεύομεν ἃ ἐμέλλομεν ὑπὸ Ἀθηναίων βλάπτεσθαι = πολλές φορές προειδοποιούσαμε δημόσια για τη ζημιά που θα μας προξενούσαν οι Αθηναίοι.

2. προλέγω, προμαντεύω: οἱ μάντεις προαγορεύουσι τοῖς ἄλλοις τὸ μέλλον = οι μάντεις προλέγουν στους άλλους αυτά που θα τους συμβούν.

[σύνθ. λ. πρό + ἀγορεύω].

προάγω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἄγω

1. οδηγώ προς τα εμπρός ή συνοδεύω κάποιον: προήγαγον αὐτοὺς μέχρι Δήλου = τους συνόδευσαν ως τη Δήλο.

  • ως αμετάβ. πηγαίνω μπροστά: σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην = καθώς πήγαινες εσύ μπροστά, εγώ ακολούθησα.

2. φέρνω κάτι σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο, το εξελίσσω, το προάγω: προάγω τὰ πράγματα ἐπὶ τὸ βέλτιον = οδηγώ την κατάσταση σε ένα καλύτερο σημείο.

  • για πρόσωπα προβιβάζω, προάγω.

3. παρακινώ ή παρασύρω κάποιον: ἐγὼ προήγαγον ἡμᾶς ἄξια τῶν προγόνων φρονεῖν = εγώ σας παρακίνησα να έχετε σύνεση αντάξια των προγόνων σας. εἰς τοῦτο ὀργῆς προήχθησαν ὥστε... = παρασύρθηκαν σε τέτοιο σημείο οργής, ώστε να...

familyπαράγ. προαγωγός.

ΝΕ προάγω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. πρό + ἄγω].

προαίρεσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. προτίμηση, επιλογή: οὐκ ἀναγκαίως... ἀλλ' ἐκ προαιρέσεως καὶ βουλήσεως = (δεν το κάνετε αυτό) αναγκαστικά, αλλά με δική σας επιλογή και θέληση (προαιρετικά). παρὰ προαίρεσιν = παρά τη θέλησή μου.

2. σκοπός: προαίρεσις βίου = ο σκοπός της ζωής.

3. προαίρεσις πολιτείας σύστημα ή τρόπος διακυβέρνησης.

ΝΕ προαίρεση «ελεύθερη επιλογή και απόφαση».

[σύνθ. λ. πρό + αἵρεσις].

προαιρέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand αἱρέω -ῶ

1. βγάζω κάτι έξω: ἐντεῦθεν προαιροῦντες τὸν σῖτον ἐπώλουν = αφού έβγαζαν το σιτάρι από εκεί (από την αποθήκη), το πουλούσαν.

2. μέση φωνή προαιροῦμαι προτιμώ: δεῖ πρὸ του κεκινημένου τὸν σώφρονα προαιρεῖσθαι φίλον = αντί για έναν έξαλλο, πρέπει να προτιμήσει κανείς ένα μυαλωμένο φίλο.

familyπαράγ. προαίρεσις.

ΝΕ προαιρούμαι (λόγ., με τη σημ. 2, λ.χ. δώστε ό,τι προαιρείσθε).

[σύνθ. λ. πρό + αἱρέω].

προακούω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἀκούω

ακούω κάτι από πριν, ενημερώνομαι γι' αυτό: οἱ Ἐφέσιοι οὔτε προακηκοότες ὡς εἶχε περὶ τῶν Χίων... ἔκτεινον αὐτούς = οι Εφέσιοι, επειδή δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά με τους Χίους, τους σκότωναν.

[σύνθ. λ. πρό + ἀκούω].

προαποθνῄσκω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand θνῄσκω

1. πεθαίνω πριν από κάποιον άλλο.

2. πεθαίνω πρόωρα (για χάρη κάποιου): Κόδρος προαπέθανε ὑπὲρ τῆς βασιλείας τῶν παίδων = ο βασιλιάς Κόδρος δέχτηκε να πεθάνει πρόωρα για χάρη της βασιλείας των γιων του.

[σύνθ. λ. πρό + ἀποθνῄσκω].

προβαίνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand βαίνω

1. προχωρώ (hand προβιβάζω).

  • μεταφορικά προχωρώ, φτάνω στο σημείο: εἰς τοῦτο προβεβήκασιν ἔχθρας ὥστε... = έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο εχθρότητας, ώστε...

2. για χρόνο προχωρώ, περνώ: ἡ νὺξ προβαίνει. τοῦ χρόνου προβαίνοντος.

3. προοδεύω: προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον = προόδευε το έθνος αυξάνοντας την κυριαρχία του.

ΝΕ προβαίνω (λόγ.), με τη σημ. 1 (λ.χ. προβαίνω σε διάβημα).

[σύνθ. λ. πρό + βαίνω].

προβάλλω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand βάλλω

1. βάζω ή ρίχνω κάτι μπροστά: προβάλλουσι πυρούς = ρίχνουν σιτάρι (στα πουλιά). τὸ ὄνομα τὸ τῆς εἰρήνης ὑμῖν προβάλλει = ρίχνει μπροστά σας (ως δόλωμα) την ειρήνη.

2. προτείνω: χαλεπὴν προβέβληκας αἵρεσιν = μου προτείνεις να κάνω μια δύσκολη εκλογή.

3. μέση φωνή προβάλλομαι α. κρατώ μπροστά ή προτείνω κάτι για άμυνα ή για επίθεση: προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους = έχοντας μπροστά τους αυτούς που φορούσαν θώρακα. β. μεταφορικά προτάσσω, προβάλλω: δεῖ τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας ἐγχειρεῖν τὴν ἀγαθὴν προβαλλομένους ἐλπίδα = πρέπει οι γενναίοι άντρες να ενεργούν προτάσσοντας την καλή ελπίδα.

familyπαράγ. πρόβλημα.

ΝΕ προβάλλω (με τη σημ. 3β).

[σύνθ. λ. πρό + βάλλω].

προβιβάζω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand βιβάζω

ως μεταβατικό του προβαίνω κάνω κάποιον να προχωρήσει, να φτάσει κάπου: ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς; = μέχρι πού θα μας πας;

  • μεταφορικά προβιβάζω τινὰ εἰς ἀρετήν = φέρνω κάποιον κοντά στην αρετή.

ΝΕ προβιβάζω «προάγω, ανεβάζω υψηλότερα».

[σύνθ. λ. πρό + βιβάζω].

πρόβλημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κάτι που προβάλλεται, που προεξέχει ως μέσο άμυνας: προβλήματα ἵππων χαλκᾶ = ο χάλκινος οπλισμός των αλόγων.

2. πρόβλημα.

ΝΕ πρόβλημα (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. πρό + βλη- (< βάλλω) + παρ. επίθ. -μα].

προβουλεύω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand βουλεύω

1. φροντίζω εκ των προτέρων, προνοώ: προβουλεύει ὅπως μηδὲν δεήσει = προνοεί πώς δε θα λείψει τίποτε.

2. για τη Βουλή στην Αθήνα καταρτίζω προβούλευμα ή περνώ προβούλευμα (δηλ. προκαταρκτική απόφαση που έπρεπε στη συνέχεια να εγκριθεί από την εκκλησία του δήμου): ἔδοξε τὴν βουλὴν προβουλεύσασαν εἰσενεγκεῖν ὅτῳ τρόπῳ οἱ ἄνδρες κρίνοιντο = αποφασίστηκε η βουλή να καταρτίσει προβούλευμα και να εισηγηθεί με ποιον τρόπο θα δικάζονταν οι κατηγορούμενοι.

  • ως απρόσ. στην παθ. φωνή προβεβούλευται τῇ βουλῇ = η βουλή έχει καταρτίσει προβούλευμα.

[σύνθ. λ. πρό + βουλεύω].

προδίδωμι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handδίδωμι

1. δίνω από πριν, προπληρώνω: καὶ τόν τε προὐφειλόμενον μισθὸν ἀπέδωκε καὶ ἔτι μηνὸς προέδωκεν = και το μισθό που οφειλόταν πλήρωσε και προπλήρωσε ακόμη το μισθό ενός μήνα.

2. παραδίδω στον εχθρό, προδίδω.

familyπαράγ. προδοσία, προδότης, προδοτικός.

ΝΕ προδίδω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. πρό + δίδωμι].

πρόδρομος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που προηγείται, που τρέχει μπροστά: κήρυκας προδρόμους προέπεμψαν = έστειλαν προηγουμένως κήρυκες που πήγαιναν μπροστά.

ΝΕ πρόδρομος «που προηγήθηκε ενός άλλου».

[σύνθ. λ. πρό + *δραμ- (ἔ-δραμ-ον, πβ. δρόμος) + παρ. επίθ. -ος].

προεδρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. πρωτοκαθεδρία, το δικαίωμα που είχε ένας επίσημος ξένος ή ένας τιμώμενος πολίτης να κάθεται στις πρώτες θέσεις σε δημόσιους αγώνες, στο θέατρο κτλ.

2. το αξίωμα του προέδρου.

ΝΕ πρoεδρία (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. πρόεδρος + παρ. επίθ. -ία].

πρόειμι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand εἶμι

1. προχωρώ: ὀλίγα βήματα προϊόντες = αφού προχώρησαν μερικά βήματα.

  • για χρόνο προϊόντος τοῦ χρόνου = καθώς περνά ο καιρός. προϊούσης τῆς νυκτός = καθώς προχωρούσε η νύχτα.

2. προχωρώ μπροστά: ἐκέλευεν αὐτὸν προϊέναι = τον διέταξε να προχωρήσει μπροστά.

[σύνθ. λ. πρό + εἶμι].

προεῖπον ΡΗΜΑ

αόρ. β΄, με ενεστ. το πρόφημι ή το προαγορεύω

1. είπα κάτι προηγουμένως ή το είπα ως εισαγωγή: οὐδὲν οὐκ ἀληθὲς εἴρηκα ὧν προεῖπον = από όσα είπα προηγουμένως δεν είπα τίποτε που να μην είναι αληθινό.

2. προκήρυξα: ἐπὰν πόλεμον προείπωσι = όταν προκηρύξουν πόλεμο.

ΝΕ προείπα (με τη σημ. 1).

προέρχομαι ΡΗΜΑ

Παρακ. συνηρημένος προὐλήλυθα
Για τους χρόνους hand ἔρχομαι

1. προχωρώ: ἐς τὸ πλέον οὐκέτι προελθών = χωρίς να προχωρήσει περισσότερο (με το στρατό).

  • για χρόνο προελθόντος πολλοῦ χρόνου = αφού πέρασε πολύς καιρός.

2. προηγούμαι: ὁ νεανίας προελθών τοῦ λοχαγοῦ πρότερος ἐπορεύετο.

3. μεταφορικά φτάνω σε ένα σημείο (καλό ή κακό): εἰς πᾶν μοχθηρίας προεληλύθασιν = έχουν φτάσει στο έσχατο σημείο της μοχθηρίας.

ΝΕ προέρχομαι «έρχομαι / κατάγομαι από κτλ.».

[σύνθ. λ. πρό + ἔρχομαι].

προέχω ΡΗΜΑ

συνηρημ. ενεστ. προὔχω
συνηρημ. μέσ. αόρ. β΄ προὐσχόμην
Για τους χρόνους hand ἔχω

1. κρατώ κάτι μπροστά ως προστασία.

2. μεταφορικά στη μέση φωνή προέχομαι προβάλλω ως πρόφαση: ὅπερ μάλιστα προὔχονται = αυτό που κυρίως προβάλλουν ως πρόφαση.

3. ως αμετάβατο α. προεξέχω: ἀκτὴ προέχουσα εἰς τὸν πόντον = γλώσσα γης που προεξέχει μέσα στη θάλασσα. β. υπερέχω: πλήθει προὔχοντες καὶ ἐμπειρίᾳ πολεμικῇ = υπερέχοντες ως προς τον αριθμό και ως προς την πείρα την πολεμική.

familyπαράγ. πρόσχημα.

ΝΕ προέχει «έχει την πρώτη θέση/σημασία».

[σύνθ. λ. πρό + ἔχω].

προΐημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἵημι

1. στέλνω κάποιον ως προπομπό: πρόετε πρὸς αὐτοὺς τὴν τῶν ἱππέων τάξιν = να στείλετε (στον εχθρικό στρατό) πρώτα το τμήμα των στρατιωτών που είναι ιππείς.

2. παραδίδω: προεῖσαν αὐτῷ τὰς ναῦς = παρέδωσαν σ' αυτόν τα πλοία.

3. μέση φωνή προΐεμαι αφήνω, αμολάω, και ειδικότερα α. για ήχο, φωνή, κραυγή κτλ. βγάζω, εκστομίζω: μηδὲ φωνὴν προέσθαι δυνάμενος = χωρίς να μπορεί να βγάλει ούτε καν φωνή (δηλ. εντελώς σιωπηλός). β. παραδίδω στον εχθρό. γ. εγκαταλείπω: Ἀθηναῖοί φασι ἐν οὐδενὶ ὑμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους = οι Αθηναίοι λένε ότι σε καμιά περίπτωση δε σας εγκατέλειψαν να αδικείσθε. δ. παραχωρώ, χαρίζω κάτι: προΐεταί τι τῶν ἰδίων καὶ ποιεῖ πρᾶγμα φιλάνθρωπον καὶ φιλόδωρον = χαρίζει κάτι από αυτά που του ανήκουν και κάνει μια πράξη φιλανθρωπίας και γενναιοδωρίας.

[σύνθ. λ. πρό + ἵημι].

προῖκα ΕΠΙΡΡΗΜΑ

δωρεάν, χωρίς να πληρώσω ή να αμειφθώ: προῖκα ἐργάζομαι.

[αιτιατ. του προίξ, προικὸς ως επίρρ., πβ. δωρεάν].

προΐστημι ΡΗΜΑ

συνηρημένος αόρ. α΄ προὔστηκα
συνηρημένος αόρ. β΄ προὔστην
Για τους χρόνους handἵστημι

1. στήνω / βάζω κάτι μπροστά.

2. μέση φωνή προΐσταμαι α. βάζω κάτι μπροστά μου: προστησάμενος τὰ ἅρματα... = αφού έβαλε μπροστά τα άρματα... β. προβάλλω ως δικαιολογία: προΐσταται τὴν ἀτυχίαν τῆς κακουργίας = προβάλλει ως δικαιολογία της κακοήθειάς του την ατυχία.

3. παθ. φωνή προΐσταμαι α. είμαι επικεφαλής, είμαι ο ηγέτης, ο κυβερνήτης κτλ.: Περικλῆς προὔστη τῆς πόλεως (τῶν Ἀθηνῶν) = ο Περικλής ήταν ο αρχηγός της πόλης. οἱ προεστῶτες/οἱ προεστηκότες = οι αρχηγοί. β. προστατεύω: ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης = αυτός που προστατεύει την ειρήνη.

ΝΕ προΐσταμαι (με τη σημ. 3α και στη μτχ. προϊστάμενος).

[σύνθ. λ. πρό + ἵστημι].

προκαλέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand καλέω -ῶ

συνήθως στη μέση φωνή προκαλοῦμαι προσκαλώ: προκαλοῦμαι αὐτὸν εἰς τὸ συνδειπνεῖν = τον προσκαλώ σε δείπνο. προκαλούμεθα ὑμᾶς φίλους εἶναι = σας προσκαλούμε (σας προτείνουμε) να είμαστε φίλοι.

ΝΕ προκαλώ «προτρέπω» αλλά και «προκαλώ».

[σύνθ. λ. πρό + καλέω].

πρόκειμαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand κεῖμαι

1. βρίσκομαι μπροστά σε κάποιον: ὁ παῖς οὗτος ὑμῖν πρόκειται = αυτό το παιδί βρίσκεται μπροστά σας. παρὰ ἤπειρον νῆσος πρόκειται = μπροστά στην ηπειρωτική χώρα βρίσκεται ένα νησί.

  • χρονικά βρίσκομαι μπροστά σε κάποιον: ὁ προκείμενος ἡμῖν ἀγών = ο αγώνας που βρίσκεται (που έχουμε) μπροστά μας.

2. μεταφορικά προτείνομαι, συζητούμαι: γνῶμαι τρεῖς πρόκεινται = έχουν προταθεί τρεις γνώμες.

ΝΕ η μετοχ. προκείμενος (με τη σημ. 1 & τις φρ. προκειμένου να.., στο προκείμενο) & το απρόσ. ρ. πρόκειται.

[σύνθ. λ. πρό + κεῖμαι].

προκινδυνεύω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand κινδυνεύω

αγωνίζομαι, διακινδυνεύω για τη σωτηρία άλλων: οἱ Ἀθηναῖοι ἔλεγον τοιάδε «...φαμὲν γὰρ Μαραθῶνί τε μόνοι προκινδυνεῦσαι τῷ βαρβάρῳ» = οι Αθηναίοι έλεγαν τα εξής: «...λέμε δηλαδή ότι μόνοι εμείς αγωνιστήκαμε για τη σωτηρία της Ελλάδας εναντίον των βαρβάρων».

[σύνθ. λ. πρό + κινδυνεύω].

προκόπτω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handκόπτω

1. προοδεύω, σημειώνω πρόοδο: οὐδὲν προέκοπτον εἰς τὸ ἀπολέσαι ὑμᾶς = δε σημείωσαν καμιά πρόοδο στην προσπάθειά τους να σας καταστρέψουν.

2. για χρόνο προχωρώ: ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν = η νύχτα προχώρησε και η μέρα πλησίασε.

familyπαράγ. προκοπή.

ΝΕ προκόβω (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. πρό + κόπτω].

προκρίνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand κρίνω

προτιμώ, επιλέγω: προκρίνω τινὰς ἐκ πάντων = επιλέγω μερικούς από το σύνολο.

familyπαράγ. πρόκρισις, πρόκριτος «που έχει προεπιλεγεί».

ΝΕ προκρίνω.

[σύνθ. λ. πρό + κρίνω].

προλαμβάνω ΡΗΜΑ

συνηρημ. αόρ. β΄ προὔλαβον
Για τους χρόνους hand λαμβάνω

1. παίρνω κάτι προκαταβολικά: προλαμβάνω τρία τάλαντα παρά τινος.

2. προλαβαίνω.

familyπαράγ. πρόληψις, προληπτικός.

ΝΕ προλαμβάνω & προλαβαίνω (με σημ. 2).

[σύνθ. λ. πρό + λαμβάνω].

προμαχέω -ῶ ΡΗΜΑ

μάχομαι στην πρώτη γραμμή: Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι = οι Αθηναίοι πολεμώντας στο Μαραθώνα στην πρώτη γραμμή υπέρ των Ελλήνων (κατατρόπωσαν τους Μήδους).

familyπαράγ. πρόμαχος, προμαχέω.

[παράγ. λ. πρόμαχος + παρ. επίθ. -έω].

πρόμαχος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

συνήθως ως ουσιαστ. αυτός που πολεμά στην πρώτη γραμμή: Ἀθηνᾶ Πρόμαχος = η Αθηνά, η προστάτιδα της Αθήνας.

[σύνθ. λ. πρό + μάχομαι].

προμήθεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

προνοητικότητα, πρόνοια.

ΝΕ προμήθεια «εξασφάλιση», οι προμήθειες «τρόφιμα».

[παράγ. λ. προμηθής + παρ. επίθ. -εια].

πρόξενος, -ένου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

άτομο που αντιπροσώπευε τα συμφέροντα ενός ξένου κράτους στο δικό του κράτος. (Ο Αθηναίος Καλλίας, λ.χ., ήταν πρόξενος της Σπάρτης στην Αθήνα.)

familyπαράγ. προξενέω, προξενία.

ΝΕ πρόξενος (με παρόμοια σημ.).

[σύνθ. λ. πρό + ξένος].

προξενέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. προὐξένουν
Μέλλ. προξενήσω
Αόρ. προὐξένησα
Παρακ. προὐξένηκα

1. είμαι πρόξενος: βούλομαι σῶσαι ὑμᾶς... διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν = θέλω να σας σώσω... γιατί είμαι πρόξενος δικός σας.

2. προκαλώ, προξενώ: προξενῶ εὐδαιμονίαν / κίνδυνόν τινι = προκαλώ σε κάποιον ευτυχία/κίνδυνο.

3. συστήνω κάποιον ως κατάλληλο για κάποιο έργο: προξενῶ τινα διδάσκαλον = συστήνω κάποιον ως δάσκαλο.

ΝΕ προξενώ (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. πρόξενος + παρ. επίθ. -έω].

πρόοιδα ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand οἶδα

γνωρίζω εκ των προτέρων.

[σύνθ. λ. πρό + οἶδα].

προοράω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handὁράω -ῶ

1. βλέπω μπροστά μου: ἐπεὶ δὲ σκότος ἐγίγνετο... ἔπιπτον διὰ τὸ μὴ προορᾶν τὰ ἔμπροσθεν = όταν έπεφτε το σκοτάδι... έσκυβαν, γιατί δεν έβλεπαν τι ήταν μπροστά τους.

2. ενεργ. και μέση φωνή προορῶ / προορῶμαι προβλέπω: προορῶ τὸ μέλλον. ταῦτα προορώμενοι ἡμεῖς τότε καὶ δεδιότες ἐλέγομεν... = επειδή εμείς τότε τα είχαμε προβλέψει αυτά και φοβόμασταν, λέγαμε ότι...

3. ενεργ. και μέση φωνή προορῶ & προορῶμαι φροντίζω, προνοώ: προορῶ τοῦ σίτου = φροντίζω για τα τρόφιμα. πάντα ἃ προσήκει προορώμενοι = φροντίζοντας για όλα όσα πρέπει.

[σύνθ. λ. πρό + ὁράω].

προπετής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός προπετέστερος
Υπερθετικός προπετέστατος

1. αυτός που γέρνει προς τα εμπρός.

2. μεταφορικά αυτός που έχει την τάση για κάτι αρνητικό, επιρρεπής: προπετὴς ἦν ἐπὶ τὸ πολλοὺς ἀποκτείνειν = είχε την τάση να διαπράττει πολλούς φόνους.

3. α. για πράγματα ανεξέλεγκτος, ασυγκράτητος. β. για πρόσωπα αυτός που βιάζεται, ορμά ή σπεύδει να κάνει ή να πει κάτι χωρίς προηγουμένως να το σκεφτεί, απερίσκεπτος, απόκοτος, ασυλλόγιστα ορμητικός.

familyπαράγ. προπετῶς, προπέτεια.

ΝΕ προπετής (με σημ. 3β).

[σύνθ. λ. πρό + πετ- (πίπτω) + παρ. επίθ. -ής].

πρὸς ΠΡΟΘΕΣΗ

Α. με γενική δηλώνει

1. τη θέση που έχει κάτι σχετικά με κάτι άλλο, προς την πλευρά: τὸ τεῖχος εἶχε δύο περιβόλους, πρός τε Πλαταιῶν... = το τείχος είχε δύο περιβόλους, τον έναν προς την πλευρά των Πλαταιών...

2. από την πλευρά (με την έννοια της καταγωγής): πρόγονοι ἢ πρὸς ἀνδρῶν ἢ πρὸς γυναικῶν = πρόγονοι είτε από την πλευρά των ανδρών είτε των γυναικών.

3. μεταφορικά ενώπιον, στα μάτια κάποιου: δρῶμεν ἄδικον οὐδὲν οὔτε πρὸς θεῶν οὔτε πρὸς ἀνθρώπων = δε διαπράττουμε καμιά αδικία, ούτε στα μάτια των θεών ούτε των ανθρώπων.

  • σε όρκους στο όνομα του...: πρὸς Διός = στο όνομα του Δία. πρὸς θεῶν, τίς οὕτως εὐήθης ἐστί; = προς θεού, ποιος είναι τόσο ανόητος;

4. αυτό που ταιριάζει, αρμόζει σε...: οὐ γὰρ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου ἔχοντα μὴ ἀποδιδόναι = γιατί δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα του Κύρου να έχει χρήματα και να μην πληρώνει.

5. με παθητικά ρήματα από τον, υπό του: ὁμολογεῖται πρὸς πάντων = ομολογείται από όλους.

Β. με δοτική δηλώνει

1. κοντά σε: οἱ ποταμοὶ πρὸς ταῖς πηγαῖς οὐ μεγάλοι εἰσί = τα ποτάμια κοντά στις πηγές τους δεν είναι ορμητικά.

2. εκτός από, επιπλέον: πρὸς τούτοις μανθάνουσι καὶ τοξεύειν = εκτός από αυτά μαθαίνουν και να τοξεύουν.

Γ. με αιτιατική δηλώνει

1. κίνηση ή διεύθυνση προς, σε: πρὸς νότον ὁρᾷ = βλέπει προς το Νότο.

2. χρονικά περίπου, γύρω: πρὸς ἑσπέραν ἦν = ήταν περίπου βράδυ.

3. εναντίον κάποιου ή προς κάποιον: ὁ πρὸς ἡμᾶς πόλεμος = ο εναντίον μας πόλεμος. λέξατε πρός με = πείτε μου.

4. ως προς, σε σχέση με: ἔχουσι χώραν πρὸς τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν ἐλαχίστην = έχουν μια χώρα που σε σχέση με το μεγάλο αριθμό των πολιτών είναι πολύ μικρή.

5. σύμφωνα με: πρὸς τὴν δύναμιν τὴν αὑτῶν εὖ ποιοῦσι = σύμφωνα με τη δυνατότητα που έχουν, κάνουν το καλό.

Δ. ως α΄ συνθετικό δηλώνει

1. κίνηση προς ένα μέρος, π.χ. προσάγω.

2. πλησίον, κοντά, π.χ. πρόσκειμαι.

3. προσθήκη, επιπλέον, π.χ. προστίθημι.

[*πρετι-, *περ- (περί), παμφυλιακό περτί, κρητικό πρές, ομηρικό προτί, αρχ. ινδ. práti].

προσαγορεύω ΡΗΜΑ

Μέλλ. προσερῶ
Αόρ. προσεῖπον
Παρακ. προσείρηκα

1. απευθύνω χαιρετισμό σε κάποιον: εἴωθα ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς τοὺς φίλους προσαγορεύειν διὰ τοῦ «εὖ πράττειν» = συνηθίζω στις επιστολές να απευθύνω στους φίλους το χαιρετισμό «να είσαι καλά».

2. ονομάζω, αποκαλώ κάποιον: τὸν Ἀγαμέμνονα προσαγορεύουσι ποιμένα τῶν λαῶν = τον Αγαμέμνονα τον ονομάζουν αρχηγό των λαών.

ΝΕ προσαγορεύω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. πρός + ἀγορεύω].

προσάγω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἄγω

1. οδηγώ ή φέρνω κάτι κάπου: προσάγω δῶρά τινι = φέρνω δώρα σε κάποιον.

2. μεταφορικά φέρνω, προκαλώ: προσάγω φόβον.

3. μέση φωνή προσάγομαι φέρνω προς το μέρος μου: ἀπάτῃ προσάγονται τὸ πλῆθος = παίρνουν με το μέρος τους το λαό με εξαπάτηση (εξαπατώντας τον).

familyπαράγ. προσαγωγή, προσαγωγός.

ΝΕ προσάγω (λόγ., με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. πρός + ἄγω].

προσβάλλω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand βάλλω

επιτίθεμαι: προσβαλὼν αἱρεῖ τὴν πόλιν = αφού επιτέθηκε στην πόλη, την κυριεύει.

familyπαράγ. προσβολή.

ΝΕ προσβάλλω.

[σύνθ. λ. πρός + βάλλω].

προσβολή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

επίθεση: προσβολὴ ἐγένετο πρὸς τὸ τεῖχος = έγινε επίθεση στο τείχος.

ΝΕ προσβολή.

[παράγ. λ. προσβάλλω + παρ. επίθ. ].

προσγίγνομαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand γίγνομαι

πηγαίνω ως βοηθός ή ως σύμμαχος: οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ὁρῶντες στρατιάν τε ἄλλην προσγεγενημένην τοῖς Λακεδαιμονίοις προεῖπον ἔκπλουν = και οι Αθηναίοι, βλέποντας ότι είχε έρθει και άλλος στρατός για να συμμαχήσει με τους Λακεδαιμόνιους, διέταξαν την αναχώρηση από το λιμάνι.

[σύνθ. λ. πρός + γίγνομαι].

πρόσειμι (Α) ΡΗΜΑ

στην αττ. διάλεκτο ως μέλλ. του προσέρχομαι

Για τους χρόνους handεἶμι

1. πλησιάζω κάποιον: βραδέως προσῄεσαν = πλησίαζαν αργά αργά.

  • πλησιάζω κάποιον εχθρικά: πρόσειμι ἐπί τινα.

2. παρουσιάζομαι για να μιλήσω: πρόσειμι πρὸς βουλήν.

3. για χρόνο πλησιάζω: ἑσπέρα προσῄει = πλησίαζε βράδυ.

4. προσέρχομαι, εισπράττομαι: τὰ προσιόντα χρήματα = τα εισπραττόμενα χρήματα, τα εισοδήματα.

familyπαράγ. προσιτός.

[σύνθ. λ. πρός + εἶμι].

πρόσειμι (Β) ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand εἰμὶ

1. συνυπάρχω: τῇ βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι καὶ κίνδυνοι = με τη βία συνυπάρχουν οι εχθρότητες και οι κίνδυνοι.

2. είμαι παρών, υπάρχω: οὐδὲν ἄλλο προσῆν = δεν υπήρχε τίποτε άλλο.

[σύνθ. λ. πρός + εἰμί].

προσέρχομαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἔρχομαι

1. πηγαίνω σε κάποιον, προσέρχομαι: προσέρχομαι πρός τινα/προς τι.

2. παρουσιάζομαι για να μιλήσω: προσέρχομαι τῷ δήμῳ.

ΝΕ προσέρχομαι.

[σύνθ. λ. πρός + ἔρχομαι].

προσέχω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἔχω

1. πλησιάζω κάτι σε κάτι άλλο: προσέχω γῇ τὸ σῶμα = πλησιάζω το σώμα στη γη. προσέχω ναῦν = φέρνω το πλοίο στο λιμάνι. προσέχω εἰς τὴν Σάμον = προσεγγίζω στη Σάμο.

2. προσέχω τὸν νοῦν ή απλώς προσέχω (με παράλειψη του νοῦς) δίνω προσοχή σε κάτι, ενδιαφέρομαι για αυτό: προσέχω τῷ πολέμῳ. πρόσχωμεν = ας προσέξουμε.

familyπαράγ. προσεκτικός, προσεχής, προσοχή.

ΝΕ προσέχω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. πρός + ἔχω].

προσήκω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἥκω

1. φτάνω ως...: ὄχθαι προσήκουσαι ἐπὶ τὸν ποταμόν = τα υψώματα φτάνουν ως το ποτάμι.

2. έχω σχέση με κάποιον ή ταιριάζω σ' αυτόν: τῷ βασιλεῖ προσήκει οὐ ῥᾳδιουργία ἀλλὰ καλοκἀγαθία = σε ένα βασιλιά δεν ταιριάζει η επιπολαιότητα αλλά η καλοσύνη. τίνι προσήκει τόδε = ποιος έχει σχέση μ' αυτό (για να το φροντίσει);

3. ως απρόσ. με απαρέμφατο προσήκει ταιριάζει, πρέπει: τοὐναντίον δρῶν ἢ προσῆκεν αὐτῷ ποιεῖν = κάνοντας τα αντίθετα από ό,τι ταίριαζε (έπρεπε) να κάνει.

4. μετοχή προσήκων α. αυτός που ανήκει σε κάποιον: τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι = να αποδώσει κανείς στον καθένα ό,τι του ανήκει (οφείλεται). β. αυτός που αρμόζει, που είναι κατάλληλος για κάτι: τελευτήσας τιμαῖς αὐτὸν προσηκούσαις ὁ σύλλογος τιμάτω = όταν θα πεθάνει (ο άξιος πολίτης), να τον τιμήσει η συνέλευση του λαού με τις τιμές που του αρμόζουν. γ. αυτός που έχει σχέση συγγένειας με κάποιον: οἱ προσήκοντές τινος = οι συγγενείς κάποιου.

ΝΕ οι προσήκοντες (με τη σημ. 4γ) & προσήκων, -ουσα, -ον (με τη σημ. 4β).

[σύνθ. λ. πρός + ἥκω].

προσηλόω -ῶ ΡΗΜΑ

καρφώνω επάνω σε κάτι: προσηλῶ ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα.

ΝΕ προσηλώνω.

[σύνθ. λ. πρός + ἡλόω].

πρόσθεν ΠΡΟΘΕΣΗ & ΕΠΙΡΡΗΜΑ

Α. ως πρόθεση

1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι: ἐν τῷ πρόσθεν τοῦ στρατεύματος = μπροστά από το στρατό.

2. πριν από: οὐκ ἐλήξαμεν πρόσθεν ἑσπέρας = δεν τελειώσαμε πριν από το βράδυ.

Β. ως επίρρημα

1. τοπικά μπροστά. ὄπισθεν.

  • με άρθρο ὁ πρόσθεν = ο μπροστινός.

2. χρονικά προηγουμένως, πριν: ὃ οὐ πρόσθεν ἐπεποιήκεσαν = πράγμα που δεν το είχαν κάνει προηγουμένως. σμικρῷ πρόσθεν = λίγο πριν.

  • με άρθρο ὁ πρόσθεν ο προηγούμενος: ἡ πρόσθεν ἡμέρα. τὰ πρόσθεν = τα περασμένα.

familyπαράγ. πρόσθιος.

[παράγ. λ. πρός + παρ. επίθ. -θεν].

προσίημι ΡΗΜΑ

Για τους άλλους χρόνους handἵημι

1. στέλνω προς.

2. μέση φωνή προσίεμαι α. αφήνω κάποιον να πλησιάσει: προσίεμαι τοὺς βαρβάρους = αφήνω τους βαρβάρους να πλησιάσουν. β. παραδέχομαι, πιστεύω: ἀλλὰ τοῦτο οὐ προσίεμαι = αυτό όμως δεν το πιστεύω. γ. δέχομαι: προσίεμαι ξενικὰ νόμιμα = δέχομαι ξένες συνήθειες. δ. επιδοκιμάζω: ἐγὼ οὐδὲν κακὸν προσήσομαι = εγώ δε θα επιδοκιμάσω καμιά κακή πράξη. ε. τολμώ να: οὐ προσίεμαι τοιαύτας πράξεις πράττειν = δεν τολμώ να κάνω τέτοιες πράξεις.

[σύνθ. λ. πρός + ἵημι].

προσκαλέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand καλέω -ῶ

1. συνήθως στη μέση φωνή προσκαλοῦμαι προσκαλώ.

2. καταγγέλλω κάποιον στο δικαστήριο: προσκαλῶ τινα δίκην ἀσεβείας = καταγγέλλω κάποιον για ασέβεια.

familyπαράγ. πρόσκλησις.

ΝΕ προσκαλώ (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. πρός + καλέω].

πρόσκειμαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand κεῖμαι

χρησιμοποιείται ως παθ. του προστίθημι

1. βρίσκομαι κοντά σε κάτι: πρόσκειμαι τῇ θύρᾳ = είμαι κοντά στην πόρτα.

2. είμαι αφοσιωμένος σε κάτι: πρόσκειμαι τῷ δήμῳ = είμαι αφοσιωμένος στο λαό.

3. επιμένω παρακαλώντας: προσέκειντο αὐτῷ ἀξιοῦντες... = τον παρακαλούσαν ζητώντας...

4. επιμένω πιέζοντας τον εχθρό: ἡ ἵππος Μαρδονίου προσέκειτο καὶ ἐλύπει τοὺς Ἕλληνας = το ιππικό του Μαρδονίου πίεζε και παρενοχλούσε τους Έλληνες.

ΝΕ πρόσκειμαι (με τη σημ. 2, λ.χ. πρόσκειμαι στο τάδε κόμμα).

[σύνθ. λ. πρός + κεῖμαι].

προσκεφάλαιον, -αίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μαξιλάρι για το κεφάλι.

2. γενικότερα μαξιλάρι κάθε είδους: καθῆστο ἐπὶ προσκεφαλαίου τε καὶ δίφρου = καθόταν σ' ένα σκαμνί με μαξιλάρι.

προσκόπτω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand κόπτω

χτυπώ επάνω σε κάτι, σκοντάφτω: προσκόπτω πρὸς λίθον = σκοντάφτω σε πέτρα.

[σύνθ. λ. πρός + κόπτω].

προσκυνέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. προσεκύνουν
Μέλλ. προσκυνήσω
Αόρ. προσεκύνησα

γονατίζω σε ένδειξη σεβασμού και λατρεύω ένα θεό.

familyπαράγ. προσκύνησις, προσκυνητής.

ΝΕ προσκυνώ.

[σύνθ. λ. πρός + κυνέω].

προσλαμβάνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand λαμβάνω

1. παίρνω κάτι επιπλέον: ὄψον ἐσθίων ἄρτον προσέλαβε = τρώγοντας το φαγητό του πήρε και ψωμί.

2. παίρνω μαζί μου κάποιον: προσέλαβεν ἱππεῖς καὶ πελταστάς = πήρε (για βοήθεια) ιππείς και πελταστές.

familyπαράγ. πρόσληψις.

ΝΕ προσλαμβάνω (με παραπλήσια σημ. προς τη 2).

[σύνθ. λ. πρός + λαμβάνω].

πρόσοδος, -όδου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. προσέγγιση, πλησίασμα: πρόσοδοι χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον = δύσβατοι δρόμοι που οδηγούν στο χωριό.

2. επίθεση, έφοδος: αἱ πρὸς τοὺς πολεμίους πρόσοδοι = οι επιθέσεις εναντίον των εχθρών.

3. εισόδημα.

ΝΕ πρόσοδος (με τη σημ. 3).

[σύνθ. λ. πρός + ὁδός].

προσπίπτω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand πίπτω

1. πέφτω επάνω σε κάτι: διελόντες τοῦ τείχους, ᾗ προσέπιπτε τὸ χῶμα... = αφού χάλασαν ένα μέρος του τείχους, εκεί όπου έπεφτε το χώμα...

2. επιτίθεμαι: οἱ ἱππεῖς προσπίπτουσι τοῖς ὁπλίταις.

3. συμβαίνω ξαφνικά: μεγάλαι συμφοραὶ προσέπεσαν = συνέβησαν / τους έπεσαν μεγάλες συμφορές.

4. πέφτω στα πόδια κάποιου παρακαλώντας, προσπέφτω: ἱκέτης προσπίπτω.

ΝΕ προσπέφτω (με τη σημ. 4).

[σύνθ. λ. πρός + πίπτω].

προσποιέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ποιέω -ῶ

1. παραχωρώ: ἐβούλοντο Πλάταιαν τῆς Βοιωτίας Θηβαίοις προσποιῆσαι = ήθελαν να παραχωρήσουν στους Θηβαίους την Πλάταια της Βοιωτίας.

2. συνήθως στη μέση φωνή προσποιοῦμαι α. παίρνω κάποιον με το μέρος μου: οἱ δυνατώτεροι περιουσίας ἔχοντες προσεποιοῦντο ὑπηκόους τὰς ἐλάσσονας πόλεις = οι ισχυρότεροι που είχαν μεγαλύτερη δύναμη έπαιρναν με το μέρος τους, ως φόρου υποτελείς, τις μικρότερες πόλεις. β. χρησιμοποιώ ή παρουσιάζω κάτι ξένο ως δικό μου, το ιδιοποιούμαι: ἡ τῶν γεφυρῶν οὐ διάλυσις, ἣν ψευδῶς τότε δι' ἑαυτὸν προσεποιήσατο = η μη καταστροφή (η διάσωση) των γεφυρών, την οποία αναληθώς τότε παρουσίασε ως δικό του έργο. γ. προσποιούμαι.

familyπαράγ. προσποίησις.

ΝΕ προσποιούμαι (με τη σημ. 2γ).

[σύνθ. λ. πρός + ποιέω].

προστάτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αυτός που είναι υπεύθυνος για κάτι, ο επικεφαλής: Λακεδαιμόνιοι πάσης τῆς Ἑλλάδος προστάται εἰσίν.

familyπαράγ. προστατεύω, προστατέω.

ΝΕ προστάτης.

[σύνθ. λ. πρός + *στατ- (στατός < ἵσταμαι) + παρ. επίθ. -ης].

προστατέω -ῶ ΡΗΜΑ

είμαι επικεφαλής: προστατῶ τῆς πόλεως/τοῦ ἀγῶνος.

[παράγ. λ. προστάτης + παρ. επίθ. -έω].

προστάττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι προστάσσω

Για τους χρόνους handτάττω

1. παρατάσσω στρατιωτικές δυνάμεις.

2. εντάσσω ή προσαρτώ, συνενώνω: πρὸς τοῖς ἔθνεσι καὶ τοὺς πλησιοχώρους προσέταξεν = προσάρτησε στους λαούς (των σατραπειών) και όσους γειτόνευαν με αυτούς.

3. διορίζω: οἱ Λακεδαιμόνιοι προσέταξαν Γύλιππον ἄρχοντα τοῖς Συρακοσίοις = οι Λακεδαιμόνιοι διόρισαν το Γύλιππο διοικητή των Συρακουσίων.

4. διατάζω: τὰ προσταχθέντα = οι διαταγές που δόθηκαν.

ΝΕ προστάζω (με τη σημ. 4).

[σύνθ. λ. πρός + τάττω].

προστίθημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand τίθημι

1. τοποθετώ κάτι κοντά σε κάτι άλλο: κλίμακας τοῖς πύργοις προσθέντες = αφού τοποθέτησαν σκάλες στους πύργους των τειχών.

2. προσθέτω: προστίθημι τῷ νόμῳ = κάνω προσθήκη στο νόμο.

3. δίνω: προστίθημι χρήματα. επιβάλλω: ζημίαν προστίθημι = επιβάλλω τιμωρία.

4. μέση φωνή προστίθεμαι α. παίρνω κάποιον με το μέρος μου, τον κάνω φίλο ή σύμμαχο: προστίθεμαι φίλον. β. συμφωνώ: ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἔφη καὶ τοὺς ἄλλους προσθέσθαι = είπε ότι με αυτήν τη γνώμη συμφώνησαν και οι άλλοι.

familyπαράγ. πρόσθεσις, προσθήκη, πρόσθετος.

ΝΕ προσθέτω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. πρός + τίθημι].

προστυγχάνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand τυγχάνω

συναντώ τυχαία: ὁ προστυγχάνων / προστυχών = ο πρώτος άνθρωπος που συναντά τυχαία κάποιος.

[σύνθ. λ. πρός + τυγχάνω].

προσφέρω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handφέρω

1. τοποθετώ κάτι κοντά ή επάνω σε κάτι άλλο: μηχανὰς τῇ Ποτειδαίᾳ προσέφερον καὶ ἐπειρῶντο ἑλεῖν = τοποθέτησαν στην Ποτείδαια πολιορκητικές μηχανές και προσπαθούσαν να την κυριεύσουν.

2. προσφέρω: προσφέρω δῶρα/τροφήν.

3. παθ. φωνή προσφέρομαι α. πηγαίνω εναντίον κάποιου: προσενήνεκτο πρὸς τὴν φάλαγγα = είχε επιτεθεί εναντίον της φάλαγγας. β. χωρίς εχθρική διάθεση πηγαίνω προς κάποιον ή κάτι, πλησιάζω. γ. φέρομαι, αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με ένα συγκεκριμένο τρόπο: ἀπὸ τοῦ ἴσου προσφέρομαί τινι = αντιμετωπίζω κάποιον με ίσους όρους.

familyπαράγ. προσφορά, πρόσφορος.

ΝΕ προσφέρω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. πρός + φέρω].

πρόσω ΕΠΙΡΡΗΜΑ handπόρρω.

προτάττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι προτάσσω

Για τους χρόνους hand τάττω

1. τοποθετώ μπροστά, προτάσσω.

  • μέση φωνή προτάττομαι προτάσσω: προετάξατο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας = τοποθέτησε μπροστά από τη φάλαγγα τους ιππείς.

2. παθ. φωνή προτάττομαι βρίσκομαι μπροστά σε κάποιον για να τον υπερασπιστώ: προταχθέντες ὑπὲρ ἁπάντων = αφού στάθηκαν στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση όλων.

ΝΕ προτάσσω (με τη σημ. 1).

[συνθ. λ. πρό + τάττω].

προτεραῖος, -αία, -αῖον ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που είναι της προηγούμενης ημέρας: τῇ προτεραίᾳ (ἡμέρᾳ) = την προηγουμένη μέρα. τῇ ὑστεραίᾳ (ἡμέρᾳ) = την επόμενη μέρα.

[παράγ. λ. πρότερος + παρ. επίθ. -αῖος].

πρότερος, -τέρα, -τερον ΕΠΙΘΕΤΟ

προηγούμενος: τοὺς προτέρους στρατηγοὺς ἔπαυσαν, ἄλλους δὲ ἀνθείλοντο = απέλυσαν τους προηγούμενους στρατηγούς και εξέλεξαν άλλους στη θέση τους.

familyπαράγ. προτεραία (ἡμέρα).

ΝΕ στη φρ. εκ των προτέρων «από πριν».

[πρό + παρ. επίθ. -τερος].

προτίθημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand τίθημι

1. τοποθετώ κάτι μπροστά.

  • μέση φωνή προτίθεμαι βάζω κάτι μπροστά σε κάποιον: προτίθεμαι δεῖπνον = προσφέρω φαγητό.

2. ορίζω, προτείνω: προτίθημί τινι στέφανον τῶν ἀγώνων = ορίζω γι' αυτόν που αγωνίστηκε το στεφάνι του νικητή. προτίθημι θάνατον ζημίαν = ορίζω το θάνατο ως ποινή.

3. μέση φωνή προτίθεμαι προτείνω για συζήτηση: καὶ σύ, ὦ πρύτανι, γνώμας πρόθες αὖθις Ἀθηναίοις = και συ, πρύτανη, θέσε πάλι για συζήτηση στους Αθηναίους τις προτάσεις.

familyπαράγ. πρόθεσις.

ΝΕ προτίθεμαι «έχω την πρόθεση, σχεδιάζω».

[σύνθ. λ. πρό + τίθημι].

προτιμάω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand τιμάω -ῶ

1. δίνω, συγκριτικά, μεγαλύτερη αξία σε κάποιον/κάτι: ὁ πατὴρ τὸν υἱὸν ἀντὶ πάντων τῶν ἄλλων χρημάτων προτιμᾷ = ο πατέρας δίνει στο γιο του μεγαλύτερη σημασία από ό,τι σε οτιδήποτε άλλο.

2. προτιμώ: Αἰγύπτιοι προτιμῶσι καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι = οι Αιγύπτιοι προτιμούν να είναι καθαροί παρά να έχουν καλή εξωτερική εμφάνιση.

3. φροντίζω, ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι: εἰρήνη δ' ὅπως ἔσται προτιμῶσι οὐδόλως = δεν ενδιαφέρονται όμως καθόλου πώς θα γίνει ειρήνη.

familyπαράγ. προτίμησις.

ΝΕ προτιμώ (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. πρό + τιμάω].

προὔργου

ως ουδέτερο επίθετο ωφέλιμο, χρήσιμο: προὔργου ἐστὶν εἴς τι/πρός τι = κάτι είναι χρήσιμο για κάποιο σκοπό.

[σύνθ. λ. πρό + ἔργου].

προφέρω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand φέρω

1. προσφέρω: μάντεις σφάγια προέφερον τὰ νομιζόμενα = οι μάντεις πρόσφεραν σφαγμένα ζώα, όπως συνηθιζόταν.

2. λέω, αναφέρω κάτι: μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν = μην αναφέρετε την ομοσπονδία που είχαμε κάνει τότε.

3. υπερτερώ: ἡ Νάξος εὐδαιμονίᾳ τῶν νήσων προέφερε = η Νάξος υπερτερούσε ως προς τον πλούτο από τα άλλα νησιά.

familyπαράγ. προφορά.

ΝΕ προφέρω «εκφέρω λέξη, πρόταση κτλ.».

[σύνθ. λ. πρό + φέρω].

πρόχους, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κανάτα.

[διαλ. πρόχοος (< προχέω), στα αττ. συνηρημ. πρόχους].

προώλης, -ης, -ες ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που αξίζει να χαθεί πριν την ώρα του (hand ἐξώλης).

ΝΕ στη φρ. εξώλης και προώλης.

[σύνθ. λ. πρό + ὄλλυμι].

πρυτανεῖον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

δημόσιο οικοδόμημα όπου έδρευε ο ἄρχων (δηλ. ο επώνυμος άρχων).

[παράγ. λ. πρύτανις + παρ. επίθ. -εῖον].

πρυτανεύω ΡΗΜΑ

1. έχω το αξίωμα του πρυτάνεως: πρυτανεύουσα (φυλή) = η φυλή στην οποία ανήκαν οι 50 πρυτάνεις (hand πρύτανις).

2. διευθύνω: τὴν εἰρήνην ἐπρυτάνευε = διηύθυνε τις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.

ΝΕ πρυτανεύω «βρίσκομαι στην πρώτη θέση».

[παράγ. λ. πρύτανις + παρ. επίθ. -εύω].

πρύτανις, -εως, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

στον πληθ., στην Αθήνα οἱ πρυτάνεις οι 50 βουλευταὶ μιας φυλῆς στο χρονικό διάστημα που αυτοί αποτελούσαν τη διαρκή επιτροπή της Βουλῆς για τις τρέχουσες υποθέσεις του σώματος.

familyπαράγ. πρυτανεῖον, πρυτανεύω, πρυτανεία «η θητεία του πρυτάνεως».

ΝΕ πρύτανης «ο επικεφαλής πανεπιστημίου».

[αβέβ., πιθ. προελλ., πβ. ετρουσκικό puruthn «αρχηγός»].

πρῲ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι πρωῒ

Συγκριτικός πρῳαίτερον
Υπερθετικός πρῳαίτατα

1. το διάστημα από την ανατολή έως το μεσημέρι, πρωί.

2. νωρίς: πρῲ τῆς ὥρας.

ΝΕ πρωί (με τη σημ. 1).

[*πρω- (< πρό) + τοπικό επίθ. , πβ. πέρυσ-ι].

πρώην ΕΠΙΡΡΗΜΑ

προχθές: πρώην καὶ χθές.

ΝΕ ο πρώην «ο τέως, αυτός που δεν έχει πια την προηγούμενή του θέση, τίτλο κτλ.».

[αιτ. θηλ. αμάρτ. επιθέτου *πρώη ή *πρώ (εκτεταμένη μορφή της πρό, πβ. πρῴ) + επίθ. -ην κατά το ἄντην (ἀντί)].

πταίω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπταιον
Μέλλ. πταίσω
Αόρ. ἔπταισα
Παρακ. ἔπταικα

1. κάνω κάποιον να σκοντάψει.

  • ως αμετάβατο σκοντάφτω.

2. μεταφορικά κάνω σφάλμα: ὅταν πταίσωσί τι = όταν κάνουν κάποιο σφάλμα.

familyπαράγ. πταῖσμα.

ΝΕ πταίω (λόγ.) & φταίω (με τη σημ. 2).

[πετ- , πτ-αίω άγν. ετυμ.].

πτερόν, -οῦ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. φτερό.

2. φτερούγα.

3. σειρά από κολόνες που περιβάλλουν εξωτερικά ένα ναό.

familyπαράγ. πτερόεις, -εσσα, -εν (ἔπεα πτερόεντα «λόγια που πετούν, δε μένουν»), πτερωτός, πτερόω, πτέρυξ, σύνθ. ἄπτερος, ἀναπτερόω, ἀναπτέρωσις.

ΝΕ φτερό (με τη σημ. 1) & πτερό (με σημ. 3).

[*πετ- (πέτομαι «πετώ») + παρ. επίθ. -ρόν].

πτήσσω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπτησσον
Μέλλ. πτήξω
Αόρ. ἔπτηξα
Παρακ. ἔπτηχα

μαζεύομαι, ζαρώνω από το φόβο μου: δοκεῖ μοι τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι καὶ εὐτυχοῦντα ἐξυβρίσαι καὶ πταίσαντα πτῆξαι = νομίζω πως είναι χαρακτηριστικό του ίδιου ανθρώπου να είναι θρασύς, όταν όλα του πηγαίνουν καλά, και όταν πέσει σε κάποιο λάθος, να ζαρώνει από το φόβο του.

familyπαράγ. πτώξ, ὁ «δειλός» (για το λαγό), πτωχός, πτωχικός, πτωχεύω.

[*πτηκ- (*πτᾱκ-, *πτωκ- , πβ. πέ-πτω-κα < πίπτω, πέτ-ομαι) + παρ. επίθ. -jω > πτήσσω].

πτύσσω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔπτυσσον
Μέλλ. πτύξω
Αόρ. ἔπτυξα
Παθ. αόρ. ἐπτύχθην

διπλώνω. ἀναπτύσσω «ξεδιπλώνω».

familyπαράγ. πτυχή.

ΝΕ πτύσσω.

[*πτυχ- + παρ. επίθ. -jω].

πτωχεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

επαιτεία, ζητιανιά (hand πενία).

[παράγ. λ. πτωχός + παρ. επίθ. -εία].

Πυανοψιών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο τέταρτος μήνας του αττικού έτους, από 15 Σεπτεμβρίου έως 15 Οκτωβρίου.

[από τη φρ. πύανον ἕψειν «ψήνω κουκιά» + παρ. επίθ. -ιών, όπου πύανος, ὁ = κύαμος, ὁ «κουκί»· ίσως ο πρωτογενής τύπος είναι *πύαμος, αιτ. τὸν *πύαμον > τὸν πύανον (τροπή μ > ν), τὸν κύαμον (τροπή π σε κ στο σχήμα τ-π > τ-κ)].

Πύθια, -ίων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πανελλήνιος αθλητικός διαγωνισμός που τελούσαν κάθε τέσσερα χρόνια στους Δελφούς προς τιμήν του Πυθίου Απόλλωνα.

[Πύθια (ενν. ἱερά), παράγ. λ. Πυθώ, ἡ «παλιό όνομα των Δελφών» + παρ. επίθ. -ια].

Πυθία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η ιέρεια του Απόλλωνα στο μαντείο των Δελφών.

[παράγ. λ. Πυθώ + παρ. επίθ. -ία].

πυκνός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός πυκνότερος
Υπερθετικός πυκνότατος

1. πυκνός. ἀραιός.

2. συχνός, πολύς: οὗτοι δὲ πυκνοῖς ἐρωτήμασιν ἐχρῶντο = και αυτοί έκαναν πολλές ερωτήσεις.

3. για πρόσωπα έξυπνος ή συνετός.

familyπαράγ. πυκνότης, πυκνόω.

ΝΕ πυκνός (με τη σημ. 1).

[αρχικά *πυκ-ινός < επίρρ. πύκα «πάγια, στέρεα» άγνωστης αρχής) + παρ. επίθ. -ινός].

πύκτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πυγμάχος.

[παράγ. λ. *πυγ- (πβ. πύξ, πυγ-μάχος) + παρ. επίθ. -της].

πυνθάνομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐπυνθανόμην
Μέλλ. πεύσομαι
Αόρ. β΄ ἐπυθόμην
Παρακ. πέπυσμαι
Υπερσ. ἐπεπύσμην

ζητώ να μάθω, μαθαίνω, πληροφορούμαι: ὡς ἐπυνθάνοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης = όταν πληροφορήθηκαν ότι κατελήφθη η Πύλος. σὺ ἄρτι πέπυσαι; = εσύ τώρα το έμαθες;

familyπαράγ. ἡ πύστις.

[*πυνθ- (*πευθ-, κρητικό πεύθω «πληροφορώ», + παρ. επίθ. -αν-ομαι > πυνθάνομαι, για την ανάπτυξη -ν- στο πυ-ν-θ- πβ. λιθ. bu-n-dú «βρίσκομαι σε εγρήγορση», ΙΕ *bheudh-].

πὺξ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

στην πυγμαχία και γενικότερα με τις γροθιές: ἄλλον δὲ κωλύοντα ἡμᾶς πορεύεσθαι ἔπαισα πύξ = και έναν άλλο που μας εμπόδιζε να προχωρήσουμε τον χτύπησα με γροθιές (hand λάξ).

familyπαράγ. πυγμή, πυγμαῖος, πύκτης, πυγμάχος.

ΝΕ στην έκφραση πύξ λάξ «με μπουνιές και κλοτσιές».

[*πυγ- «κεντρίζω, μπήγω, κτυπώ» + των επιρρημάτων (π.χ. οὕτω-ς), ακριβές αντίστοιχο του λατ. pugna, pugnare].

πῦρ, πυρός, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φωτιά.

familyπαράγ. πυρά, πυρετός, πυρρός, πυρσός.

[*πυρ-, πβ. αρμ. hur = πῦρ, ουμβρικό pir (αιτιατ.)].

πυρά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φωτιά από συσσωρευμένα ξύλα: νεκρὸς ἐπὶ τῇ πυρᾷ κείμενος = νεκρός που είναι ξαπλωμένος επάνω στη φωτιά (για να καεί).

ΝΕ (λόγιο) πυρά.

[πῦρ + παρ. επίθ.].

πυρός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

σιτάρι.

[*πυρ- + παρ. επίθ. -ός, πβ. λιθ. pūras «κόκκος σιταριού»].

πυρρίχη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

είδος πολεμικού χορού, πυρρίχιος: ὀρχηστρὶς ὠρχήσατο πυρρίχην = μια χορεύτρια χόρεψε πυρρίχιο.

[ίσως από τον επινοητή του χορού, κύρ. όν. Πύρριχος, πβ. πύρριχος «κοκκινόξανθος»].

πυρρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

κοκκινωπός.

family σύνθ. πύρριχος, πυρρόχρους, διάπυρρος «ολοκόκκινος».

[ίσως *πυρσFός < *πυρσ- (πβ. πυρσ-ός) + παρ. επίθ. -Fός].

πυρφόρος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που εκτοξεύει φωτιά: ἐβάλλοντο πυρφόροις οἰστοῖς = δέχονταν χτυπήματα με εμπρηστικά βέλη.

[σύνθ. λ. πῦρ + φέρω].

πώγων, -ωνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

γενειάδα, γένια: πώγωνος ὑποπίμπλαται = έχει αρχίσει να γεμίζει γένια.

familyπαράγ. πωγώνιον, σύνθ. δασυπώγων.

ΝΕ πιγούνι.

[αβέβ. ετυμ.].

πῶλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πουλάρι.

[*πωλ- + παρ. επίθ. -ος > πῶλος, ακριβές αντίστοιχο με γερμ. Fohlen «πουλάρι», ίσως ομόρρ. με παῖς και λατ. puer].

πώποτε ΕΠΙΡΡΗΜΑ

κάποτε έως τώρα, κάποια φορά ως τώρα: ἤκουσας πώποτέ τινος τούτων λέγοντος...; = άκουσες ποτέ ως τώρα κανέναν από αυτούς να λέει...; ὅσοι ἐμοῦ πώποτε ἀκηκόατε διαλεγομένου = όσοι με έχετε ακούσει, κάποια φορά ως τώρα, να συζητώ.

[σύνθ. λ. εγκλιτ. πω + ποτέ].

πῶς ΕΠΙΡΡΗΜΑ

ερωτηματικό πώς.

ΝΕ πώς.

[ερωτηματική ρίζα *πω- (*πο-) + ληκτικό των επιρρημάτων, π.χ. οὕτω-ς].

πως ΕΠΙΡΡΗΜΑ

εγκλιτικό κάπως, κατά κάποιον τρόπο: ἀπώκνησάν πως τὸν κίνδυνον μέγαν ἡγησάμενοι = δείλιασαν κάπως, επειδή θεώρησαν μεγάλο τον κίνδυνο.