Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Μ Ξ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

N

N, ν, νῦ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
  • ως αριθμητικό σύμβολο: ν΄ = 50, αλλά ͵ν = 50.000.

ναὶ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. χρησιμοποιείται για να δηλώσει κατηγορηματική διαβεβαίωση, συχνό στους όρκους ναι, στ' αλήθεια: ναὶ τὸν Δία ή ναὶ μὰ τὸν Δία = στ' αλήθεια μα το Δία. οὐ μὰ Δία.

2. σε απάντηση ναι: ναί, ἀληθῆ γε λέγω = ναι, λέω την αλήθεια.

ΝΕ ναι.

[*νο-, συγγεν. με handνή, δεικτική ρίζα *νο-, *νε-, πβ. ἐ-κεῖ-νο-ς].

Ναϊάς, -άδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

καθεμία από τις Νύμφες των πηγών ή των ποταμών.

ΝΕ Ναϊάς & Ναϊάδα.

[*νάF-jω > νά-ω «ρέω» + -ιάς].

ναός, handνεώς.

νάπη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

δασώδης κοιλάδα, φαράγγι, χαράδρα: ἄπορος νάπη = αδιαπέραστη χαράδρα.

familyπαράγ. ναπαῖος, ναπώδης.

[προελλ. ή αιγυπτ. λέξη].

ναυβάτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

επιβάτης πλοίου, ναυτικός, αυτός που υπηρετεί σε στόλο. = ναύτης.

[σύνθ. λ. ναῦς + βάτης (< βαίνω) + πβ. ἐπι-βάτης].

ναύκληρος, -ήρου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ιδιοκτήτης πλοίου και έμπορος.

ΝΕ ναύκληρος «ο επικεφαλής του προσωπικού του καταστρώματος σε πλοίο».

[ναῦς + *κρᾱρος (< *κρᾱσ-ρος < κραίνω «κυβερνώ», κάρᾱ, κρᾱνίον) > ναύκραρος και ναύκληρος με ανομοίωση του πρώτου ρ σε λ με παρετυμολογία προς το κλῆρος].

ναυκρατέω -ῶ ΡΗΜΑ

κυριαρχώ στη θάλασσα: τὰ ἐπιτήδεια οὔτε αὐτίκα οὔτε τὸ λοιπὸν μέλλουσιν ἕξειν, εἰ μὴ ναυκρατήσουσιν = δε θα έχουν τα απαραίτητα εφόδια ούτε τώρα ούτε στο μέλλον, αν δεν κυριαρχήσουν στη θάλασσα.

[σύνθ. λ. ναῦς + κρατέω].

ναῦς, νεώς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πλοίο.

familyπαράγ. ναῦλον, ναύτης, ναυτία, σύνθ. ναυαγός, ναυλοχέω, ναύκληρος, ναυμαχέω, ναυπηγός, ναυβάτης.

[*νᾱυ-ς, πβ. αρχ. ινδ. návam (αιτιατ.), περσ. nāv].

ναυτικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

1. α. αυτός που έχει σχέση με τα πλοία και με τη ναυτιλία. β. ως ουσιαστικό τὸ ναυτικὸν ο στόλος.

2. αυτός που είναι έμπειρος στη ναυτική τέχνη: οἱ Ἀθηναῖοι ἐς τὰς ναῦς εἰσβάντες ναυτικοὶ ἐγένοντο = οι Αθηναίοι μπήκαν στα πλοία και έγιναν έμπειροι ναυτικοί.

familyπαράγ. ναυτικόν, ναυτική (τέχνη), ναυτία, ναυτιάω, σύνθ. ναυτοδίκης.

ΝΕ ναυτικός (με τη σημ. 1α) και το ναυτικό (ως ουσιαστ. με τη σημ. 1β).

[παράγ. λ. ναύτης (< ναῦς) + παρ. επίθ. -ικός].

νεανίας, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. νεαρός άντρας. γέρων, πρεσβύτης.

2. ως επίθετο αρσεν. γένους νεανικός: νεανίας τὴν ὄψιν = με νεανική εμφάνιση.

familyπαράγ. νεανίσκος, νεᾶνις, νεανιεύομαι, νεανικός.

ΝΕ νεανίας (με τη σημ. 1).

[*νεανός, ὁ (< νέος, πβ. νεᾶνις, ἡ) + παρ. επίθ. -ίας].

νεανιεύομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐνεανιευόμην
Μέλλ. νεανιεύσομαι
Αόρ. ἐνεανιευσάμην

συμπεριφέρομαι σαν νέος, και κατ' επέκταση φέρομαι με απερισκεψία ή με αναίδεια, κομπάζω: νεανιεύεται ἐν τοῖς λόγοις = μιλάει με νεανικό κομπασμό.

[παράγ. λ. νεανίας + παρ. επίθ. -εύομαι].

νεανικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός νεανικώτερος
Υπερθετικός νεανικώτατος

για πρόσωπα αυτός που έχει τις ιδιότητες του νέου. α. ζωηρός, ορμητικός: νεανικοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας = άνθρωποι ορμητικοί και αρχοντικοί στο φρόνημα. β. θρασύς ή απερίσκεπτος: τὸ νεανικὸν τοῦ σοῦ λόγου = η απερισκεψία των λόγων σου.

ΝΕ νεανικός.

[παράγ. λ. νεανίας + παρ. επίθ. -ικός].

νεανίσκος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

νεαρό αγόρι: ἔν τε παισὶ καὶ νεανίσκοις καὶ ἐν ἀνδράσι βασανίζεται = υποβάλλεται σε δοκιμασίες και ως παιδί και ως νέος και ως άνδρας.

[παράγ. λ. νεανίας + παρ. επίθ. -ίσκος].

νέκταρ, -αρος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το ποτό που έπιναν οι θεοί: τὸ νέκταρ καὶ ἡ ἀμβροσία = το ποτό και το φαγητό των θεών.

[αβέβ. ετυμ., ίσως νέκυς + *-ταρ (< τείρω «συντρίβω»), πβ. αρχ. ινδ. tárati «διαπερνώ»].

νέμεσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αγανάκτηση που νιώθει κανείς, όταν κάποιος άλλος, χωρίς καθόλου να το αξίζει, ευτυχεί, ευημερεί και επιτυγχάνει.

ΝΕ νέμεση (λόγ.).

[νέμω + παρ. επίθ. -εσις > νέμεσις «απονομή της νόμιμης μοίρας»].

Νέμεσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η θεά που τιμωρεί τους αλαζόνες.

ΝΕ Νέμεση.

Νέμεα, -έων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κύριο όνομα.

πανελλήνιος αθλητικός διαγωνισμός που τελούσαν προς τιμήν του Δία κάθε δύο χρόνια στη Νεμέα.

[ουδ. πληθ. του επιθέτου Νέμεος (ενν. ἱερά)].

νέμω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔνεμον
Μέλλ. νεμῶ
Αόρ. ἔνειμα
Παρακ. νενέμηκα
Μέσ. μέλλ. νεμοῦμαι
Μέσ. αόρ. ἐνειμάμην
Παθ. αόρ. ἐνεμήθην
Παθ. & μέσ. παρακ. νενέμημαι
«έχω μοιραστεί» ή «έχω μοιράσει»
Παθ. υπερσ. ἐνενεμήμην

Α.

1. μοιράζω, διανέμω: ἔνειμαν τρίτον μέρος σκύλων τοῖς Ἀθηναίοις = μοίρασαν το ένα τρίτο από τα λάφυρα στους Αθηναίους.

2. μέση φωνή νέμομαι έχω μερίδιο σε κάτι ή κατέχω κάτι: ἐνέμοντο τὰ μέταλλα = είχαν και εκμεταλλεύονταν τα μεταλλεία.

3. στην ενεργ. και τη μέση φωνή νέμω, νέμομαι κατοικώ: οἱ περὶ τὴν λίμνην νέμοντες = όσοι κατοικούν κοντά στη λίμνη. οὗτοι νέμονται τὸ πρὸς βορρᾶν... = αυτοί κατοικούν το τμήμα της χώρας προς το Bορρά.

Β.

1. οδηγώ τα ζώα στη βοσκή: ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμουσιν = οι βοσκοί οδηγούν τα ζώα στη βοσκή χτυπώντας τα.

2. για ζώα, μέση φωνή νέμομαι βόσκω.

familyπαράγ. νομή, νομάς, νομεύς, νομός, νόμος, νομίζω, νέμεσις, σύνθ. διανέμω, ἀπονέμω.

ΝΕ νέμομαι «έχω στην κατοχή μου» και στασύνθ. διανέμω, κατανέμω, απονέμω κτλ.

[*νεμ-, πβ. γοτθ. niman «παίρνω νομίμως», γερμ. nehmen].

νεογνός, -ός, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

νεογέννητος: νεογνοὶ νεβροί = νεογέννητα ελαφάκια.

ΝΕ (ουσ.) το νεογνό «βρέφος».

[νέος + *γν- < *γεν- (ἐ-γεν-όμην < γίγνομαι) + παρ. επίθ. -ος, πβ. ὁμό-γν-ητος = ὁμο-γεν-ής].

νεοδαμώδης, -ης, -ες ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που έγινε πρόσφατα μέλος του σπαρτιατικού δάμου (= δήμου), που απέκτησε πρόσφατα τα δικαιώματα του Σπαρτιάτη πολίτη (ενώ προηγουμένως ήταν εἵλως).

[σύνθ. λ. νέον «πρόσφατα» + δωρ. δᾶμος (δῆμος) + παρ. επίθ. -ώδης].

νέος, -α, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός νεώτερος
Υπερθετικός νεώτατος

1. για άνθρωπο νέος: μέχρι πόσων ἐτῶν δεῖ νομίζειν νέους εἶναι τοὺς ἀνθρώπους; = μέχρι πόσων χρόνων πρέπει να θεωρούμε νέους τους ανθρώπους; γέρων.

  • ως ουσιαστικό τὸ νέον = η νεότητα.

2. νεανικός: νέοι καὶ νέαις διανοίαις χρώμενοι = νέοι και με νεανική σκέψη.

3. πρόσφατος, καινούριος: νέος οἶνος = καινούριο κρασί.

  • ἕνη καὶ νέα (ἡμέρα) = η παλιά και η νέα ημέρα του μήνα, δηλαδή η τελευταία.

4. για γεγονότα απροσδόκητος, παράξενος, βίαιος: οὐδὲν ἀπ' αὐτοῦ νεώτερον ἐγένετο = δεν προέκυψε καμιά βίαιη πράξη από αυτό.

familyπαράγ. νεανίας, νεαρός, νεωτερικός, νεωτερίζω, νεοσσός, νεότης, σύνθ. νεογνός, νεοδαμώδης, νεόδμητος, νεότευκτος.

ΝΕ νέος (με τις σημ. 1, 3).

[*νεFος, λατ. novus, λιθ. navas].

νευρά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

χορδή τόξου: εἷλκον τὰς νευράς, ὁπότε τοξεύοιεν... = κάθε φορά που τόξευαν, τραβούσαν τις χορδές...

ΝΕ νευρά (λόγ.).

[handνεῦρον].

νεῦρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. νεύρο: ξύγκειται τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων = το σώμα αποτελείται από οστά και νεύρα.

2. στον πληθυντικό νεῦρα μεταφορικά δύναμη, ζωντάνια: ἐκτέμνω τὰ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς = αποκόβω τη ζωντάνια από την ψυχή.

3. χορδή τόξου.

ΝΕ το νεύρο (με τη σημ. 1), τα νεύρα «νευρική υπερένταση».

[*σνεF- «πλέκω», πβ. λατ. nervus, αρχ. ινδ. snávan- «νεύρο»].

νεύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔνευον
Μέλλ. νεύσω
& στα σύνθετα -νεύσομαι
Αόρ. ἔνευσα
Παρακ. νένευκα

1. κάνω νεύμα, γνέφω: ἔνευσε τῷ παιδὶ πλησίον ἑστῶτι = έκανε νεύμα στο δούλο, που στεκόταν κοντά του.

2. κλίνω, έχω κλίση προς κάποια κατεύθυνση: νεύω πρὸς μεσημβρίαν = έχω κατεύθυνση προς το Νότο.

familyπαράγ. νεῦμα, νεῦσις, σύνθ. κατανεύω, ἀπονεύω.

ΝΕ νεύω (με τη σημ. 1).

[*νευσ- «κινώ», πβ. λατ. abnuo «κάνω αρνητικό νεύμα» < ab + *newō].

νέφος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

σύννεφο: ὁ περιστὰς κίνδυνος παρῆλθεν ὥσπερ νέφος = ο κίνδυνος που μας περικύκλωσε απομακρύνθηκε σαν σύννεφο.

ΝΕ νέφος (λόγ.).

[*νεφ-, λατ. nebula, αρχ. ινδ. nábhas «νέφος», ΙΕ *nebhos].

νέω (Α) ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔνεον
Μέλλ. νεύσομαι
Αόρ. ἔνευσα
Παρακ. νένευκα

κολυμπώ: ἄν τέ τις ἐς κολυμβήθραν μικρὰν ἐμπέσῃ ἄν τε εἰς τὸ μέγιστον πέλαγος μέσον, ὅμως γε νεῖ οὐδὲν ἧττον = είτε σε μια μικρή δεξαμενή πέσει κανείς είτε στο ανοιχτό πέλαγος, κολυμπάει εξίσου καλά.

[*νέFω, πβ. δωρ. νοά· πηγή].

νέω (Β) & νήθω ΡΗΜΑ

Μέλλ. νήσω
Αόρ. ἔνησα
Παθ. αόρ. ἐνήθην
Παθ. παρακ. νένησμαι

γνέθω.

familyπαράγ. νῆμα.

ΝΕ γνέθω.

[*σνη-, συγγεν. με νεῦρον, πβ. αρχ. ινδ. snāyati «ενδύω»].

νεωκόρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αυτός που φροντίζει για την καθαριότητα του ναού, νεωκόρος: ὁ τῆς Ἀρτέμιδος νεωκόρος.

familyπαράγ. νεωκορέω -ῶ.

ΝΕ νεωκόρος. διαλ. νᾱοκόρος και νᾱκόρος,

[σύνθ. λ. ναός, αττ. νεώς + β΄ συνθετ. -κόρος (< κορέω «φροντίζω, καθαρίζω»), πβ. δωρ. δᾱμοκόρος «που φροντίζει για το δήμο»].

νεώς, -ώ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο κοινός τύπος είναι ναός, -οῦ

1. ναός.

2. το εσώτατο δωμάτιο του ναού, ο σηκός, όπου βρισκόταν το άγαλμα της θεότητας.

[*νασFός (< ναίω «κατοικώ») «κατοικία του θεού»].

νεώσοικος, -οίκου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

υπόστεγος χώρος σε λιμάνι, όπου φυλάσσονταν τα πλοία το χειμώνα.

ΝΕ νεώσοικος.

[σύνθ. λ. νεώς (γεν. του ναῦς) + οἶκος].

νεωστὶ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

πριν από λίγο, πρόσφατα.

ΝΕ νεωστί (λόγ.).

[παράγ. λ. *νέως (= νέον «πρόσφατα») + -τι].

νεωτερίζω ΡΗΜΑ

1. κάνω αλλαγές ή καινοτομώ: νεωτερίζω περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν = εισάγω καινοτομίες στη γυμναστική και τη μουσική.

2. λαμβάνω βίαια μέτρα: ἔπεμψαν πρέσβεις, εἴ πως πείσειαν (τοὺς Ἀθηναίους) μὴ σφῶν πέρι νεωτερίζειν μηδέν = έστειλαν απεσταλμένους, μήπως πείσουν τους Αθηναίους να μη λάβουν κανένα βίαιο μέτρο εναντίον τους.

3. επιχειρώ πολιτικές αλλαγές, επιχειρώ επανάσταση: ξύμμαχοι νεωτερίζοντες = σύμμαχοι που επιχειρούν να επαναστατήσουν.

familyπαράγ. νεωτερισμός.

ΝΕ νεωτερίζω (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. νεώτερος, -ον + παρ. επίθ. -ίζω].

νη ΜΟΡΙΟ

αχώριστο μόριο που χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό ποιητικών λέξεων που σημαίνουν απαλλαγή ή στέρηση, π.χ. νηπενθής = αυτός που δεν πενθεί, νηποινεί = χωρίς ποινή, χωρίς τιμωρία.

[*νε-ε > νη, φωνηεντισμός σε ε του στερητικού μορίου ἀν-, ἀ- < ΙΕ *no, λατ. ně].

νὴ ΜΟΡΙΟ

1. εκφράζει κατηγορηματική διαβεβαίωση και συντάσσεται με αιτιατική της θεότητας την οποία επικαλείται κανείς: νὴ Δία / νὴ τὴν Ἥραν = μα το Δία / μα την Ήρα.

2. το νὴ (τὸν) Δία χρησιμοποιείται επίσης α. σε καταφατικές απαντήσεις: –Δίδως μοι, ὦ πάππε, πάντα ταῦτα...; –Νὴ Δία, ὦ παῖ, ἔγωγέ σοι... = –Παππού, μου τα δίνεις όλ' αυτά...; –Μα το Δία, παιδί μου, βέβαια σου τα δίνω. β. σε προτάσεις που δηλώνουν αντίρρηση: ἀλλά, νὴ Δία, ὁ κατήγορος ἔφη, ὑπερορᾶν ἐποίει τῶν καθεστώτων νόμων τοὺς συνόντας = αλλά, μα το Δία, μας είπε ο κατήγορος, έκανε τους μαθητές του να περιφρονούν τους κειμένους νόμους.

[ομόρρ. με το handναί].

νηποινεὶ & νηποινὶ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

χωρίς τιμωρία.

[παράγ. λ. νήποινος + παρ. επίθ. -εὶ ή ].

Νηρηίς, -ίδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

καθεμία από τις νύμφες της θάλασσας, κόρες του Νηρέα.

ΝΕ Νηρηίδα.

[Νηρ-ηίς < Νηρ-εύς «ἅλιος γέρων» (= ο γέρος της θάλασσας) < *νηρ- «βυθίζομαι στο νερό», πβ. λιθ. nerti «βυθίζομαι»].

νήφω ΡΗΜΑ

Αόρ. ἔνηψα

1. δεν είμαι μεθυσμένος. μεθύω.

2. μεταφορικά είμαι συγκρατημένος και προσεκτικός:

  • έκφραση νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν (= νῆφε καὶ μέμνησο ἀπιστεῖν) = να είσαι νηφάλιος και να θυμάσαι ότι πρέπει να είσαι δύσπιστος.

familyπαράγ. νηφάλιος «μη μεθυσμένος», νῆψις «η κατάσταση μη μέθης, νηφαλιότητα».

[δωρ. νάφω, πβ. αρμ. nawt῾i «ξεμέθυστος»].

νικάω -ῶ ΡΗΜΑ

1. υπερισχύω σ' ένα διαγωνισμό, σε μια μάχη, νικώ: νίκην νικᾶν = κατακτώ τη νίκη.

2. γενικά επικρατώ, υπερτερώ: ἦν Περικλέους γνώμη νενικηκυῖα = είχε επικρατήσει η απόφαση του Περικλή.

  • είμαι ανώτερος, καλύτερος: νικᾷ ἐν λόγοις πάντας ἀνθρώπους = είναι καλύτερος απ' όλους στους λόγους (στην ανάπτυξη ενός θέματος).

3. παθ. φωνή νικῶμαι αποκάμνω, κουράζομαι: ἐξέκαμον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ νικώμενοι = εξαντλήθηκαν, μην αντέχοντας τη μεγάλη συμφορά. = ἡττῶμαι.

familyπαράγ. νικητής, νίκημα, σύνθ. κατανικάω, ὑπερνικάω.

ΝΕ νικώ (με τις σημ. 1, 2).

[παράγ. λ. νίκη + παρ. επίθ. -άω].

νίκη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

υπερίσχυση σε μια μάχη και γενικότερα σε ένα διαγωνισμό. ἧττα.
  • γενικά κυριαρχία, επικράτηση: οἱ ἐγκρατεῖς τῆς νίκης τῶν ἡδονῶν ζῶσιν εὐδαιμόνως = όσοι έχουν τη δύναμη να έχουν κυριαρχία πάνω στις ηδονές ζουν ευτυχισμένοι.

ΝΕ νίκη.

[αβέβ. ετυμ., καθώς η συσχέτιση του νίκη με το νεῖκος είναι ατεκμηρίωτη].

νίφω & νείφω ΡΗΜΑ

Μέλλ. νίψω, νείψω
Αόρ. ἔνιψα, ἔνειψα

1. χιονίζω.

  • κυρίως απρόσωπο: νίφει = χιονίζει.

2. παθ. φωνή νίφομαι καλύπτομαι από χιόνι.

familyπαράγ. νιφὰς «νιφάδα», νιφετὸς «χιονοθύελλα».

[(τήν) νίφα, αιτιατ. του «νίψ, ἡ «χιόνι»].

νοέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐνόουν
Μέλλ. νοήσω
Αόρ. ἐνόησα
Παρακ. νενόηκα
Παθ. μέλλ. με μέση σημ. νοηθήσομαι
Παθ. αόρ. με μέση σημ. ἐνοήθην
Παθ. παρακ. με μέση σημ. νενόημαι

1. αντιλαμβάνομαι με το νου: τὰς ἰδέας φαμὲν νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ' οὐ = υποστηρίζουμε ότι οι ιδέες γίνονται αντιληπτές με το νου, αλλά δε γίνονται ορατές.

2. σκέπτομαι να κάνω κάτι, μηχανεύομαι κάτι: πάντα κακὰ νοοῦσιν τῷ τυράννῳ = προορίζουν κάθε είδος κακού εναντίον του τυράννου.

3. σημαίνω, φέρω μια σημασία, εννοώ: πυθοίμεθ' ἂν τὸν χρησμὸν ὅ τι νοεῖ = να ρωτήσουμε για να μάθουμε τι σημαίνει ο χρησμός.

familyπαράγ. νόημα, νόησις, νοητικός, νοητός, σύνθ. ἐννοέω (ἔννοια), διανοέω (διάνοια), προνοέω (πρόνοια), κατανοέω, ἐπινοέω (ἐπίνοια), ὑπονοέω (ὑπόνοια).

ΝΕ νοώ (στα σύνθετα εννοώ, κατανοώ, επινοώ κτλ.).

[*νοος, αβέβ. ετυμ.].

νόθος,& -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. παιδί που δεν προέρχεται από νόμιμο γάμο. γνήσιος.

  • στην Αθήνα παιδί του οποίου ο πατέρας ήταν Αθηναίος πολίτης αλλά η μητέρα όχι.

2. πλαστός, ψεύτικος. = κίβδηλος.

familyπαράγ. νοθεύω, νοθεία.

ΝΕ νόθος (με τη σημ. 1).

[αβέβ. ετυμ.].

νομεύς, -έως, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κτηνοτρόφος: βουκόλοι, ποιμένες καὶ οἱ ἄλλοι νομεῖς = οι αγελαδάρηδες, οι βοσκοί και οι άλλοι κτηνοτρόφοι.

2. αυτός που μοιράζει, που διανέμει κάτι: νομεὺς ἀγαθῶν.

familyπαράγ. νομεύω «οδηγώ ζώα στη βοσκή».

ΝΕ νομέας «που έχει τη νομή, την εκμετάλλευση».

[παράγ. λ. νέμ-ω + παρ. επίθ. -εύς, με τροπή του ε σε ο].

νομή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

Α.

1. βοσκότοπος: ποιμνίων νομαί.

2. τροφή από βοσκότοπο: νομὴ μελιττῶν τὸ θύμον = η τροφή των μελισσών είναι το θυμάρι.

Β. διανομή: ἡ νομὴ τῶν πατρῴων = η διανομή της πατρικής κληρονομιάς.

ΝΕ νομή «εκμετάλλευση χωραφιού, περιουσίας κτλ.».

[νέμω, με τροπή του ε σε ο].

νομίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐνόμιζον
Μέλλ. νομιῶ
Παρακ. νενόμικα
Παθ. μέλλ. νομισθήσομαι
Παθ. παρακ. νενόμισμαι

1. καθιερώνω κάτι: τοῦτο Κῦρος ἐνόμισεν = ο Κύρος το καθιέρωσε αυτό. νομίζεται = είναι καθιερωμένο. τὰ νομιζόμενα / τὰ νενομισμένα = τα καθιερωμένα.

2. με δοτική κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι: ἀγῶσι καὶ θυσίαις νομίζω = κάνω χρήση διαγωνισμών και θυσιών.

3. θεωρώ, νομίζω: τοὺς κακοὺς χρηστοὺς νομίζω = θεωρώ τους κακούς καλούς.

  • νομίζω θεούς = πιστεύω ότι υπάρχουν θεοί.

familyπαράγ. νόμισις, νόμισμα, σύνθ. νομισματοπώλης.

ΝΕ νομίζω (με τη σημ. 3).

[παράγ. λ. νόμ-ος + παρ. επίθ. -ίζω].

νόμιμος, -ίμη & -ιμος, -ιμον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που είναι σύμφωνος με τους νόμους ή με τις πατροπαράδοτες συνήθειες: οἱ νόμιμοι θεοί = οι θεοί στους οποίους πιστεύει η πόλη.

  • απρόσ. νόμιμόν ἐστι συνηθίζεται: νόμιμον ἦν αὐτοῖς μήτε πτύειν μήτε ἀπομύττεσθαι = συνήθιζαν να μη φτύνουν ούτε να φυσούν τη μύτη τους.

2. ως ουσιαστικό τὰ νόμιμα συνήθειες, θεσμοί: νόμιμα τὰ Χαλκιδικὰ ἐκράτησεν = ως θεσμοί επικράτησαν οι χαλκιδικοί.

ΝΕ (με τις σημ. 1, 2).

[παράγ. λ. νόμος + παρ. επίθ. -ιμος].

νόμισμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

καθιερωμένο μέσο συναλλαγής, νόμισμα.

ΝΕ νόμισμα.

[παράγ. λ. νομίζ-ω + παρ. επίθ. -μα].

νόμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. πατροπαράδοτη συνήθεια που γίνεται νόμος: κατὰ νόμον = σύμφωνα με τη συνήθεια ή με το νόμο. παρὰ νόμον = αντίθετα με το νόμο.

  • οἱ νόμοι = οι νόμοι του Σόλωνα.

2. μουσικός ρυθμός, ήχος: νόμοι κιθαρῳδικοί = ήχοι κιθάρας.

familyπαράγ. νομικός, νόμιμος.

ΝΕ νόμος (με τη σημ. 1).

[νέμω, με τροπή του ε σε ο].

νοσέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. είμαι άρρωστος, υποφέρω από κάποια πάθηση: νοσῶ ὀφθαλμούς = υποφέρω από πάθηση των ματιών. ὑγιαίνω.

2. γενικά υποφέρω: Μίλητος ἐνόσησε στάσει = η Μίλητος υπέφερε από εσωτερικές πολιτικές αναταραχές.

familyπαράγ. νόσημα, νοσηρός.

ΝΕ νοσώ (με τις σημ. 1, 2).

[παράγ. λ. νόσ-ος + παρ. επίθ. -έω].

νόσος, -ου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ασθένεια, αρρώστια: νόσος ἐμπέπτωκε τοῖς κτήνεσι = έχει πέσει αρρώστια στα ζώα.

ΝΕ νόσος.

[αβέβ. ετυμ.].

νουθετέω -ῶ ΡΗΜΑ

συμβουλεύω.

ΝΕ νουθετώ.

[παράγ./σύνθ. νοῦς + *θετ- (πβ. θετ-ός < τίθη- μι) + παρ. επίθ. -έω].

νουμηνία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η αρχή του σεληνιακού μήνα, η πρώτη του μήνα. ἕνη καὶ νέα (ενν. ἡμέρα = η παλιά και η καινούρια ημέρα, δηλ. η τελευταία ημέρα του μήνα).

[παράγ./σύνθ. νεο-μηνία < νέος + μήνη «σελήνη» + παρ. επίθ. -ία].

νοῦς, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. οι λειτουργίες του ανθρώπου που είναι υπεύθυνες για την αισθητηριακή αντίληψη και τη σκέψη, νους.

  • σὺν νῷ συνετά, με σύνεση: οὐδενὶ ξὺν νῷ = χωρίς καμιά σύνεση.

2. νοῦν ἔχω α. είμαι συνετός, β. έχω το νου μου σε κάτι, προσέχω.

familyπαράγ. νοερός, νοέω.

ΝΕ νους (με τις σημ. 1, 2).

[αβέβ. ετυμ.].

νῦν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. τώρα, αυτήν την ώρα, αυτήν τη στιγμή: νῦν καὶ ἀεί = τώρα και πάντοτε.

  • με άρθρο ἡ νῦν ἡμέρα = η σημερινή ημέρα. οἱ νῦν ἄνθρωποι = οι σημερινοί άνθρωποι. τὸ νῦν = το παρόν.

2. ως εγκλιτικό νυν λοιπόν: φέρε νυν/ ἄγε νυν = έλα λοιπόν!

ΝΕ (μόνο στη λόγ. έκφραση) νυν και αεί.

[*νυ-, ίσως συγγεν. με το νέ-ος].

νυνὶ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

τώρα δα.

[*νυ-, ίσως ομόρρ. με το νέος].

νύξ, νυκτός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

νύκτα: νύκτας τε καὶ ἡμέρας = μέρα και νύκτα, συνεχώς. μέσας νύκτας ἐγένετο = πήγε μεσάνυχτα. ἡμέρα.
  • ως επίρρημα νύκτα κατά τη διάρκεια της νύκτας.

familyπαράγ. νυκτερίς, νυκτερινός, νύκτωρ «τη νύχτα», νυκτερεύω, σύνθ. νυκτοφύλαξ, νυκτομαχία, νυκτοπορία, διανυκτερεύω, ὁλονύκτιος, παννυχίς.

ΝΕ νύκτα.

[*νοκτ- < ΙΕ *nokwt, λατ. nox, noctis, λιθ. naktis, γοτθ. nahts].