NN, ν, νῦ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ναὶ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. χρησιμοποιείται για να δηλώσει κατηγορηματική διαβεβαίωση, συχνό στους όρκους ναι, στ' αλήθεια: ναὶ τὸν Δία ή ναὶ μὰ τὸν Δία = στ' αλήθεια μα το Δία. ≠ οὐ μὰ Δία. 2. σε απάντηση ναι: ναί, ἀληθῆ γε λέγω = ναι, λέω την αλήθεια. ΝΕ ναι. [*νο-, συγγεν. με Ναϊάς, -άδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ Ναϊάς & Ναϊάδα. [*νάF-jω > νά-ω «ρέω» + -ιάς]. ναός, ὁ νάπη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[προελλ. ή αιγυπτ. λέξη]. ναυβάτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ. λ. ναῦς + βάτης (< βαίνω) + πβ. ἐπι-βάτης]. ναύκληρος, -ήρου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ναύκληρος «ο επικεφαλής του προσωπικού του καταστρώματος σε πλοίο». [ναῦς + *κρᾱρος (< *κρᾱσ-ρος < κραίνω «κυβερνώ», κάρᾱ, κρᾱνίον) > ναύκραρος και ναύκληρος με ανομοίωση του πρώτου ρ σε λ με παρετυμολογία προς το κλῆρος]. ναυκρατέω -ῶ ΡΗΜΑ [σύνθ. λ. ναῦς + κρατέω]. ναῦς, νεώς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[*νᾱυ-ς, πβ. αρχ. ινδ. návam (αιτιατ.), περσ. nāv]. ναυτικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. α. αυτός που έχει σχέση με τα πλοία και με τη ναυτιλία. β. ως ουσιαστικό τὸ ναυτικὸν ο στόλος. 2. αυτός που είναι έμπειρος στη ναυτική τέχνη: οἱ Ἀθηναῖοι ἐς τὰς ναῦς εἰσβάντες ναυτικοὶ ἐγένοντο = οι Αθηναίοι μπήκαν στα πλοία και έγιναν έμπειροι ναυτικοί.
ΝΕ ναυτικός (με τη σημ. 1α) και το ναυτικό (ως ουσιαστ. με τη σημ. 1β). [παράγ. λ. ναύτης (< ναῦς) + παρ. επίθ. -ικός]. νεανίας, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. νεαρός άντρας. ≠ γέρων, πρεσβύτης. 2. ως επίθετο αρσεν. γένους νεανικός: νεανίας τὴν ὄψιν = με νεανική εμφάνιση.
ΝΕ νεανίας (με τη σημ. 1). [*νεανός, ὁ (< νέος, πβ. νεᾶνις, ἡ) + παρ. επίθ. -ίας]. νεανιεύομαι ΡΗΜΑ
συμπεριφέρομαι σαν νέος, και κατ' επέκταση φέρομαι με απερισκεψία ή με αναίδεια, κομπάζω: νεανιεύεται ἐν τοῖς λόγοις = μιλάει με νεανικό κομπασμό. [παράγ. λ. νεανίας + παρ. επίθ. -εύομαι]. νεανικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
για πρόσωπα αυτός που έχει τις ιδιότητες του νέου. α. ζωηρός, ορμητικός: νεανικοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας = άνθρωποι ορμητικοί και αρχοντικοί στο φρόνημα. β. θρασύς ή απερίσκεπτος: τὸ νεανικὸν τοῦ σοῦ λόγου = η απερισκεψία των λόγων σου. ΝΕ νεανικός. [παράγ. λ. νεανίας + παρ. επίθ. -ικός]. νεανίσκος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. νεανίας + παρ. επίθ. -ίσκος]. νέκταρ, -αρος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [αβέβ. ετυμ., ίσως νέκυς + *-ταρ (< τείρω «συντρίβω»), πβ. αρχ. ινδ. tárati «διαπερνώ»]. νέμεσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ νέμεση (λόγ.). [νέμω + παρ. επίθ. -εσις > νέμεσις «απονομή της νόμιμης μοίρας»]. Νέμεσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ Νέμεση. Νέμεα, -έων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ κύριο όνομα. πανελλήνιος αθλητικός διαγωνισμός που τελούσαν προς τιμήν του Δία κάθε δύο χρόνια στη Νεμέα. [ουδ. πληθ. του επιθέτου Νέμεος (ενν. ἱερά)]. νέμω ΡΗΜΑ
Α. 1. μοιράζω, διανέμω: ἔνειμαν τρίτον μέρος σκύλων τοῖς Ἀθηναίοις = μοίρασαν το ένα τρίτο από τα λάφυρα στους Αθηναίους. 2. μέση φωνή νέμομαι έχω μερίδιο σε κάτι ή κατέχω κάτι: ἐνέμοντο τὰ μέταλλα = είχαν και εκμεταλλεύονταν τα μεταλλεία. 3. στην ενεργ. και τη μέση φωνή νέμω, νέμομαι κατοικώ: οἱ περὶ τὴν λίμνην νέμοντες = όσοι κατοικούν κοντά στη λίμνη. οὗτοι νέμονται τὸ πρὸς βορρᾶν... = αυτοί κατοικούν το τμήμα της χώρας προς το Bορρά. Β. 1. οδηγώ τα ζώα στη βοσκή: ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμουσιν = οι βοσκοί οδηγούν τα ζώα στη βοσκή χτυπώντας τα. 2. για ζώα, μέση φωνή νέμομαι βόσκω.
ΝΕ νέμομαι «έχω στην κατοχή μου» και στασύνθ. διανέμω, κατανέμω, απονέμω κτλ. [*νεμ-, πβ. γοτθ. niman «παίρνω νομίμως», γερμ. nehmen]. νεογνός, -ός, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ (ουσ.) το νεογνό «βρέφος». [νέος + *γν- < *γεν- (ἐ-γεν-όμην < γίγνομαι) + παρ. επίθ. -ος, πβ. ὁμό-γν-ητος = ὁμο-γεν-ής]. νεοδαμώδης, -ης, -ες ΕΠΙΘΕΤΟ [σύνθ. λ. νέον «πρόσφατα» + δωρ. δᾶμος (δῆμος) + παρ. επίθ. -ώδης]. νέος, -α, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. για άνθρωπο νέος: μέχρι πόσων ἐτῶν δεῖ νομίζειν νέους εἶναι τοὺς ἀνθρώπους; = μέχρι πόσων χρόνων πρέπει να θεωρούμε νέους τους ανθρώπους; ≠ γέρων.
2. νεανικός: νέοι καὶ νέαις διανοίαις χρώμενοι = νέοι και με νεανική σκέψη. 3. πρόσφατος, καινούριος: νέος οἶνος = καινούριο κρασί.
4. για γεγονότα απροσδόκητος, παράξενος, βίαιος: οὐδὲν ἀπ' αὐτοῦ νεώτερον ἐγένετο = δεν προέκυψε καμιά βίαιη πράξη από αυτό.
ΝΕ νέος (με τις σημ. 1, 3). [*νεFος, λατ. novus, λιθ. navas]. νευρά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ νευρά (λόγ.). [ νεῦρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. νεύρο: ξύγκειται τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων = το σώμα αποτελείται από οστά και νεύρα. 2. στον πληθυντικό νεῦρα μεταφορικά δύναμη, ζωντάνια: ἐκτέμνω τὰ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς = αποκόβω τη ζωντάνια από την ψυχή. 3. χορδή τόξου. ΝΕ το νεύρο (με τη σημ. 1), τα νεύρα «νευρική υπερένταση». [*σνεF- «πλέκω», πβ. λατ. nervus, αρχ. ινδ. snávan- «νεύρο»]. νεύω ΡΗΜΑ
1. κάνω νεύμα, γνέφω: ἔνευσε τῷ παιδὶ πλησίον ἑστῶτι = έκανε νεύμα στο δούλο, που στεκόταν κοντά του. 2. κλίνω, έχω κλίση προς κάποια κατεύθυνση: νεύω πρὸς μεσημβρίαν = έχω κατεύθυνση προς το Νότο.
ΝΕ νεύω (με τη σημ. 1). [*νευσ- «κινώ», πβ. λατ. abnuo «κάνω αρνητικό νεύμα» < ab + *newō]. νέφος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ νέφος (λόγ.). [*νεφ-, λατ. nebula, αρχ. ινδ. nábhas «νέφος», ΙΕ *nebhos]. νέω (Α) ΡΗΜΑ
κολυμπώ: ἄν τέ τις ἐς κολυμβήθραν μικρὰν ἐμπέσῃ ἄν τε εἰς τὸ μέγιστον πέλαγος μέσον, ὅμως γε νεῖ οὐδὲν ἧττον = είτε σε μια μικρή δεξαμενή πέσει κανείς είτε στο ανοιχτό πέλαγος, κολυμπάει εξίσου καλά. [*νέFω, πβ. δωρ. νοά· πηγή]. νέω (Β) & νήθω ΡΗΜΑ
γνέθω.
ΝΕ γνέθω. [*σνη-, συγγεν. με νεῦρον, πβ. αρχ. ινδ. snāyati «ενδύω»]. νεωκόρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ νεωκόρος. διαλ. νᾱοκόρος και νᾱκόρος, [σύνθ. λ. ναός, αττ. νεώς + β΄ συνθετ. -κόρος (< κορέω «φροντίζω, καθαρίζω»), πβ. δωρ. δᾱμοκόρος «που φροντίζει για το δήμο»]. νεώς, -ώ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ναός. 2. το εσώτατο δωμάτιο του ναού, ο σηκός, όπου βρισκόταν το άγαλμα της θεότητας. [*νασFός (< ναίω «κατοικώ») «κατοικία του θεού»]. νεώσοικος, -οίκου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ νεώσοικος. [σύνθ. λ. νεώς (γεν. του ναῦς) + οἶκος]. νεωστὶ ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ νεωστί (λόγ.). [παράγ. λ. *νέως (= νέον «πρόσφατα») + -τι]. νεωτερίζω ΡΗΜΑ 1. κάνω αλλαγές ή καινοτομώ: νεωτερίζω περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν = εισάγω καινοτομίες στη γυμναστική και τη μουσική. 2. λαμβάνω βίαια μέτρα: ἔπεμψαν πρέσβεις, εἴ πως πείσειαν (τοὺς Ἀθηναίους) μὴ σφῶν πέρι νεωτερίζειν μηδέν = έστειλαν απεσταλμένους, μήπως πείσουν τους Αθηναίους να μη λάβουν κανένα βίαιο μέτρο εναντίον τους. 3. επιχειρώ πολιτικές αλλαγές, επιχειρώ επανάσταση: ξύμμαχοι νεωτερίζοντες = σύμμαχοι που επιχειρούν να επαναστατήσουν.
ΝΕ νεωτερίζω (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. νεώτερος, -ον + παρ. επίθ. -ίζω]. νη ΜΟΡΙΟ [*νε-ε > νη, φωνηεντισμός σε ε του στερητικού μορίου ἀν-, ἀ- < ΙΕ *no, λατ. ně]. νὴ ΜΟΡΙΟ 1. εκφράζει κατηγορηματική διαβεβαίωση και συντάσσεται με αιτιατική της θεότητας την οποία επικαλείται κανείς: νὴ Δία / νὴ τὴν Ἥραν = μα το Δία / μα την Ήρα. 2. το νὴ (τὸν) Δία χρησιμοποιείται επίσης α. σε καταφατικές απαντήσεις: –Δίδως μοι, ὦ πάππε, πάντα ταῦτα...; –Νὴ Δία, ὦ παῖ, ἔγωγέ σοι... = –Παππού, μου τα δίνεις όλ' αυτά...; –Μα το Δία, παιδί μου, βέβαια σου τα δίνω. β. σε προτάσεις που δηλώνουν αντίρρηση: ἀλλά, νὴ Δία, ὁ κατήγορος ἔφη, ὑπερορᾶν ἐποίει τῶν καθεστώτων νόμων τοὺς συνόντας = αλλά, μα το Δία, μας είπε ο κατήγορος, έκανε τους μαθητές του να περιφρονούν τους κειμένους νόμους. [ομόρρ. με το νηποινεὶ & νηποινὶ ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. νήποινος + παρ. επίθ. -εὶ ή -ί]. Νηρηίς, -ίδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ Νηρηίδα. [Νηρ-ηίς < Νηρ-εύς «ἅλιος γέρων» (= ο γέρος της θάλασσας) < *νηρ- «βυθίζομαι στο νερό», πβ. λιθ. nerti «βυθίζομαι»]. νήφω ΡΗΜΑ
1. δεν είμαι μεθυσμένος. ≠ μεθύω. 2. μεταφορικά είμαι συγκρατημένος και προσεκτικός:
[δωρ. νάφω, πβ. αρμ. nawt῾i «ξεμέθυστος»]. νικάω -ῶ ΡΗΜΑ 1. υπερισχύω σ' ένα διαγωνισμό, σε μια μάχη, νικώ: νίκην νικᾶν = κατακτώ τη νίκη. 2. γενικά επικρατώ, υπερτερώ: ἦν Περικλέους γνώμη νενικηκυῖα = είχε επικρατήσει η απόφαση του Περικλή.
3. παθ. φωνή νικῶμαι αποκάμνω, κουράζομαι: ἐξέκαμον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ νικώμενοι = εξαντλήθηκαν, μην αντέχοντας τη μεγάλη συμφορά. = ἡττῶμαι.
ΝΕ νικώ (με τις σημ. 1, 2). [παράγ. λ. νίκη + παρ. επίθ. -άω]. νίκη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ νίκη. [αβέβ. ετυμ., καθώς η συσχέτιση του νίκη με το νεῖκος είναι ατεκμηρίωτη]. νίφω & νείφω ΡΗΜΑ
1. χιονίζω.
2. παθ. φωνή νίφομαι καλύπτομαι από χιόνι.
[(τήν) νίφα, αιτιατ. του «νίψ, ἡ «χιόνι»]. νοέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. αντιλαμβάνομαι με το νου: τὰς ἰδέας φαμὲν νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ' οὐ = υποστηρίζουμε ότι οι ιδέες γίνονται αντιληπτές με το νου, αλλά δε γίνονται ορατές. 2. σκέπτομαι να κάνω κάτι, μηχανεύομαι κάτι: πάντα κακὰ νοοῦσιν τῷ τυράννῳ = προορίζουν κάθε είδος κακού εναντίον του τυράννου. 3. σημαίνω, φέρω μια σημασία, εννοώ: πυθοίμεθ' ἂν τὸν χρησμὸν ὅ τι νοεῖ = να ρωτήσουμε για να μάθουμε τι σημαίνει ο χρησμός.
ΝΕ νοώ (στα σύνθετα εννοώ, κατανοώ, επινοώ κτλ.). [*νοος, αβέβ. ετυμ.]. νόθος, -η & -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. παιδί που δεν προέρχεται από νόμιμο γάμο. ≠ γνήσιος.
2. πλαστός, ψεύτικος. = κίβδηλος.
ΝΕ νόθος (με τη σημ. 1). [αβέβ. ετυμ.]. νομεύς, -έως, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κτηνοτρόφος: βουκόλοι, ποιμένες καὶ οἱ ἄλλοι νομεῖς = οι αγελαδάρηδες, οι βοσκοί και οι άλλοι κτηνοτρόφοι. 2. αυτός που μοιράζει, που διανέμει κάτι: νομεὺς ἀγαθῶν.
ΝΕ νομέας «που έχει τη νομή, την εκμετάλλευση». [παράγ. λ. νέμ-ω + παρ. επίθ. -εύς, με τροπή του ε σε ο]. νομή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ Α. 1. βοσκότοπος: ποιμνίων νομαί. 2. τροφή από βοσκότοπο: νομὴ μελιττῶν τὸ θύμον = η τροφή των μελισσών είναι το θυμάρι. Β. διανομή: ἡ νομὴ τῶν πατρῴων = η διανομή της πατρικής κληρονομιάς. ΝΕ νομή «εκμετάλλευση χωραφιού, περιουσίας κτλ.». [νέμω, με τροπή του ε σε ο]. νομίζω ΡΗΜΑ
1. καθιερώνω κάτι: τοῦτο Κῦρος ἐνόμισεν = ο Κύρος το καθιέρωσε αυτό. νομίζεται = είναι καθιερωμένο. τὰ νομιζόμενα / τὰ νενομισμένα = τα καθιερωμένα. 2. με δοτική κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι: ἀγῶσι καὶ θυσίαις νομίζω = κάνω χρήση διαγωνισμών και θυσιών. 3. θεωρώ, νομίζω: τοὺς κακοὺς χρηστοὺς νομίζω = θεωρώ τους κακούς καλούς.
ΝΕ νομίζω (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. νόμ-ος + παρ. επίθ. -ίζω]. νόμιμος, -ίμη & -ιμος, -ιμον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που είναι σύμφωνος με τους νόμους ή με τις πατροπαράδοτες συνήθειες: οἱ νόμιμοι θεοί = οι θεοί στους οποίους πιστεύει η πόλη.
2. ως ουσιαστικό τὰ νόμιμα συνήθειες, θεσμοί: νόμιμα τὰ Χαλκιδικὰ ἐκράτησεν = ως θεσμοί επικράτησαν οι χαλκιδικοί. ΝΕ (με τις σημ. 1, 2). [παράγ. λ. νόμος + παρ. επίθ. -ιμος]. νόμισμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ νόμισμα. [παράγ. λ. νομίζ-ω + παρ. επίθ. -μα]. νόμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. πατροπαράδοτη συνήθεια που γίνεται νόμος: κατὰ νόμον = σύμφωνα με τη συνήθεια ή με το νόμο. παρὰ νόμον = αντίθετα με το νόμο.
2. μουσικός ρυθμός, ήχος: νόμοι κιθαρῳδικοί = ήχοι κιθάρας.
ΝΕ νόμος (με τη σημ. 1). [νέμω, με τροπή του ε σε ο]. νοσέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. είμαι άρρωστος, υποφέρω από κάποια πάθηση: νοσῶ ὀφθαλμούς = υποφέρω από πάθηση των ματιών. ≠ ὑγιαίνω. 2. γενικά υποφέρω: Μίλητος ἐνόσησε στάσει = η Μίλητος υπέφερε από εσωτερικές πολιτικές αναταραχές.
ΝΕ νοσώ (με τις σημ. 1, 2). [παράγ. λ. νόσ-ος + παρ. επίθ. -έω]. νόσος, -ου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ νόσος. [αβέβ. ετυμ.]. νουθετέω -ῶ ΡΗΜΑ ΝΕ νουθετώ. [παράγ./σύνθ. νοῦς + *θετ- (πβ. θετ-ός < τίθη- μι) + παρ. επίθ. -έω]. νουμηνία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ./σύνθ. νεο-μηνία < νέος + μήνη «σελήνη» + παρ. επίθ. -ία]. νοῦς, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. οι λειτουργίες του ανθρώπου που είναι υπεύθυνες για την αισθητηριακή αντίληψη και τη σκέψη, νους.
2. νοῦν ἔχω α. είμαι συνετός, β. έχω το νου μου σε κάτι, προσέχω.
ΝΕ νους (με τις σημ. 1, 2). [αβέβ. ετυμ.]. νῦν ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. τώρα, αυτήν την ώρα, αυτήν τη στιγμή: νῦν καὶ ἀεί = τώρα και πάντοτε.
2. ως εγκλιτικό νυν λοιπόν: φέρε νυν/ ἄγε νυν = έλα λοιπόν! ΝΕ (μόνο στη λόγ. έκφραση) νυν και αεί. [*νυ-, ίσως συγγεν. με το νέ-ος]. νυνὶ ΕΠΙΡΡΗΜΑ [*νυ-, ίσως ομόρρ. με το νέος]. νύξ, νυκτός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ νύκτα. [*νοκτ- < ΙΕ *nokwt, λατ. nox, noctis, λιθ. naktis, γοτθ. nahts]. |