Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Ζ Θ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Η

Η, η, ἦτα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) οι αρχαίοι Έλληνες το πρόφεραν ως μακρό ανοικτό [ē], δηλ. ως «εε».
  • ως αριθμητικό σύμβολο: η΄ = 8, αλλά ͵η = 8.000.

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

1. διαζευκτικός, που χρησιμοποιείται όπως και στη νέα ελληνική ἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας; = άκουσες ή δεν άκουσες;

2. συγκριτικός σύνδεσμος που χρησιμοποιείται έπειτα από επίθετο συγκριτικού βαθμού ή θετικού το οποίο όμως εμπεριέχει την ιδέα της σύγκρισης. Εμφανίζεται επίσης έπειτα από επιρρήματα ή επιρρηματικές εκφράσεις παρά: θάττων ἢ σοφώτερος = πιο γρήγορος παρά πιο σοφός. πάντα τὰ ἐναντία πράττομεν ἢ ἃ δεῖ = όλα τα κάνουμε αντίθετα από αυτό που πρέπει. ἐλπίζω μηδαμοῦ ἄλλοθι φρονήσει ἐντεύξεσθαι ἢ ἐν ᾍδου = ελπίζω ότι πουθενά αλλού δε θα συναντήσω τη φρόνηση παρά μόνο στον Άδη.

[*ἠFε < βεβαιωτ. ἦ + Fε].

ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. βεβαιωτικό, συνήθως συνδυάζεται και με άλλα μόρια ἦ ἄρα, ἦ δή, ἦ μήν = ασφαλώς, πράγματι: ἐγγυᾶται ἦ μὴν παραμενεῖν = δίνει την εγγύηση ότι ασφαλώς δε θα φύγει.

2. ερωτηματικό α. μήπως: τίς σοι διηγεῖτο; ἦ αὐτὸς Σωκράτης; = ποιος σου έκανε τη διήγηση; μήπως ο ίδιος ο Σωκράτης; β. ἦ γάρ; έτσι δεν είναι; ἦ γάρ, ὦ Σώκρατες; = έτσι δεν είναι, Σωκράτη;

[ίσως *ἦ-Fε].

ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. τοπικό όπου: τῇδε… ᾗ… = εκεί… όπου…

2. τροπικό όπως: ᾗ θέμις ἐστί = όπως είναι το σωστό και το δίκαιο.

3. με επίρρημα υπερθετικού βαθμού όσο το δυνατόν: ᾗ τάχιστα = όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

[*σᾱι, πβ. ἥ < *sā].

ΡΗΜΑ

γ΄ εν. παρατ. του ἠμὶ είπε (handἠμί).

ἡβάω -ῶ ΡΗΜΑ

Μέλλ. ἡβήσω
Αόρ. ἥβησα
Παρακ. ἥβηκα

μπαίνω στην αντρική ηλικία, ενηλικιώνομαι: ἐπειδὰν ἡβήσωσιν = όταν ενηλικιωθούν.

familyπαράγ. ἡβάσκω «αρχίζω να ενηλικιώνομαι, μπαίνω στην περίοδο της εφηβείας».

[παράγ. λ. ἥβᾱ (δωρ.) + παρ. επίθ. -άω].

ἥβη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η νεότητα, η αντρική ηλικία, η ενηλικίωση: μέχρι ἥβης τρέφω τινά = ανατρέφω κάποιον ώσπου να γίνει ενήλικας.

familyπαράγ. ἡβηδόν, ἡβητήρ, ἡβητικός.

ΝΕ ήβη (με τη σημ. 1).

[*jηβ-, πβ. λιθ. jegà «βία»].

ἡγεμονεύω ΡΗΜΑ

1. οδηγώ τους στρατιώτες στον πόλεμο, είμαι αρχηγός: Ἀρτεμισία ἡγεμόνευεν Ἁλικαρνασσέων = η Αρτεμισία ήταν αρχηγός των Αλικαρνασσέων. = ἡγοῦμαι.

2. γενικά κυβερνώ. = ἄρχω.

[παράγ. λ. ἡγεμον- (ἡγεμών) + παρ. επίθ. -εύω].

ἡγεμονία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. το να πηγαίνει κάποιος μπροστά ως οδηγός.

2. διοίκηση: τὰς ἡγεμονίας τῶν στρατοπέδων ἐπίστανται = ξέρουν τον τρόπο διοίκησης των στρατιωτικών δυνάμεων.

3. η ανώτατη πολιτική εξουσία, η πολιτική αρχηγία: ἡ ἡγεμονία τῆς Ἑλλάδος = η πολιτική αρχηγία στην Ελλάδα. = ἀρχή.

ΝΕ ηγεμονία.

[ἡγεμον- (ἡγεμών) + παρ. επίθ. -ία].

ἡγεμών, -όνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. οδηγός: γίγνομαί τινι ἡγεμὼν τῆς ὁδοῦ = δείχνω σε κάποιον το δρόμο.

2. αρχηγός, ηγήτορας: ἔχοντες ἡγεμόνας τῶν πάνυ τῶν ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ = έχοντας ως αρχηγούς τους μερικούς από τους πιο σημαντικούς ολιγαρχικούς.

familyπαράγ. ἡγεμονία, ἡγεμονικός.

ΝΕ ηγεμόνας (με τη σημ. 1 και άλλες σημ.).

[ἡγέ-(ομαι -οῦμαι) + παρ. επίθ. -μών, πβ. νοήμων, ἐλεή-μων].

ἡγέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἡγούμην
Μέλλ. ἡγήσομαι
Αόρ. ἡγησάμην
Παρακ. ἥγημαι

1. προπορεύομαι.

2. διοικώ, κυβερνώ: ἡγεῖτο τῆς συμμαχίας. = ἄρχω.

  • μεταφορικά ἡγοῦμαι τῶν ἡδονῶν, ἀλλ' οὐκ ἄγομαι ὑπ' αὐτῶν = κυβερνώ τις ηδονές, αλλά δεν οδηγούμαι από αυτές.

3. νομίζω, θεωρώ: περὶ πολλοῦ ἡγοῦμαί τι = θεωρώ κάτι πολύ σημαντικό. ἡγοῦμαι θεούς (ενν. εἶναι) = πιστεύω στους θεούς (έκφραση συνώνυμη της νομίζω θεούς). = δοκῶ, δοξάζω, νομίζω, οἴομαι.

familyπαράγ. ἡγεμών, ἡγέτης, ἡγεμονεύω, σύνθ. κυνηγέτης, ἐξηγέομαι, περιηγέομαι.

ΝΕ ηγούμαι (με τη σημ. 1).

[(δωρ.) *σᾱγ- > *ἁγ- + παρ. επίθ. -έ-ομαι, πβ. λατ. sāgiō].

ἤδη ΕΠΙΡΡΗΜΑ

χρονικό πλέον, τώρα πλέον: χειμῶνος ἤδη = ενώ ήταν πλέον χειμώνας.

ΝΕ ήδη.

[ἦ + δή].

ἥδομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἡδόμην
Μέλλ. με μέση σημ. ἡσθήσομαι
Αόρ. με μέση σημ. ἥσθην

ευχαριστούμαι, χαίρομαι: ἥσθη ἀκούσας = χάρηκε που το άκουσε. ἡ πόλις βραχέα ἡσθεῖσα, μεγάλα ζημιώσεται = η πόλη, αν και για λίγο θα χαρεί, θα πάθει μεγάλη ζημιά. = εὐφραίνομαι, χαίρω.

familyπαράγ. ἡδονή.

[*ἥδ- (< ἡδ-ύς) + -ομαι].

ἡδονή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ευχαρίστηση, απόλαυση: αἱ τοῦ σώματος ἡδοναί = οι σαρκικές απολαύσεις. πρὸς ἡδονήν τι λέγω = λέω κάτι, για να ευχαριστήσω τους ακροατές μου (σε αντιδιαστολή προς το ἀληθῆ λέγω).

ΝΕ ηδονή.

[ἥδο-(μαι) + παρ. επίθ. -νή, πβ. ἀγχο-νή < ἄγχω].

ἡδύνω ΡΗΜΑ

Αόρ. ἥδυνα
Παθ. αόρ. ἡδύνθην
Παθ. παρακ. ἥδυσμαι

1. κάνω κάτι γλυκό ή νόστιμο: τὸ κρόμμυον οὐ μόνον σῖτον, ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει = το κρεμμύδι δε νοστιμίζει μόνο το φαγητό αλλά και το ποτό.

2. μεταφορικά ἡδύνω τὸν λόγον = χρησιμοποιώ διάφορα μέσα για να ακούγεται ο λόγος ευχάριστα. ἡδυσμένῳ λόγῳ = (η τραγωδία μιμείται, αναπαριστά, τα γεγονότα της ζωής) με ηδυσμένο λόγο» (δηλαδή με φραστικά στολίδια, όπως μουσική κτλ.).

familyπαράγ. ἥδυσμα.

[παράγ. λ. ἡδύ-ς + παρ. επίθ. -νω].

ἡδύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ἡδίων
Υπερθετικός ἥδιστος

1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση, και γενικά αυτός που είναι ευχάριστος στις αισθήσεις: ἡδεῖα ὀσμή = γλυκιά μυρωδιά. = γλυκύς. πικρός.

  • μεταφορικά αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση: ἡδὺς ὕπνος = γλυκός ύπνος. ἡδὺς ἀκοῦσαι λόγος = λόγια που σε ευχαριστεί να τα ακούς.

2. στην προσφώνηση προσώπων αυτός που είναι συμπαθητικός και ευχάριστος: ὦ ἥδιστε = αγαπητέ μου. ἡδὺς γὰρ εἶ, ἔφη = γιατί γλύκα είσαι, είπε (συχνά ειρωνικά, αντί χαζός που είσαι!).

3. επίρρημα ἡδέως ευχαρίστως: ἡδέως ἂν ἐροίμην = ευχαρίστως θα ρωτούσα.

[*Fἡδ- (ἥδομαι), *ἡδέ- + παρ. επίθ. -ως].

familyπαράγ. ἡδύνω, σύνθ. ἀηδής, ἀηδία, ἡδυπαθής.

[Fᾱδύς < *σFᾱδ-, πβ. λατ. suāvis «γλυκύς», αρχ. ινδ. svādate «γεύομαι γλυκιά γεύση»].

ἦθος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. πληθυντικός τὰ ἤθη = οι συνήθειες, τα έθιμα, οι τρόποι συμπεριφοράς των ανθρώπων.

2. ο χαρακτήρας, το ήθος: πρᾶος τὸ ἦθος = με πράο χαρακτήρα.

familyπαράγ. ἠθικός, σύνθ. ἠθοποιός.

ΝΕ τα ήθη και το ήθος (με τις ίδιες σημ.).

[ΙΕ *swedh- > ἦθ-ος (και με βραχύ θέμα ἔθ-ος)].

ἥκιστος, -ίστη, -ιστον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. υπερθετικός βαθμός των ὀλίγος, μικρός, κακός. ελάχιστος. = ἐλάχιστος. μέγιστος.

2. κυρίως ως επίρρημα ἥκιστα α. ελάχιστα. β. σε απαντήσεις καθόλου, με κανέναν τρόπο. γ. οὐχ ἥκιστα προ πάντων, προ παντός: οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι = και οι άλλοι άνθρωποι και προ πάντων οι Αθηναίοι.

[επίρρ. ἧκα «γλυκά, ελαφρά, λίγο», πβ. λατ. sēg-nis (*sēc-nis) «ήπιος»].

ἥκω ΡΗΜΑ

Ενεστ. με σημ. παρακ. ἥκω «έχω έρθει»
Παρατ. με σημ. υπερσ. ἧκον «είχα έρθει»
Μέλλ. με σημ.συντ. μέλλ. ἥξω «θα έχω έρθει»

έχω έρθει: ἥκω πρός σε = έχω έρθει σε σένα, σπίτι σου. ἥξεις ἀφήξεις οὐ… = «θα πας, θα γυρίσεις, δεν...» ή «θα πας, δε θα γυρίσεις...» ανάλογα με το αν το κόμμα τοποθετηθεί πριν ή μετά το οὐ (χρησμός του Μαντείου των Δελφών). = ἀφικνέομαι -οῦμαι.

  • έχω φτάσει στο σημείο…: ἐγὼ δὲ εἰς τοσοῦτον ἀμαθείας ἥκω, ὥστε καὶ τοῦτ' ἀγνοῶ = και εγώ έχω φτάσει σε αυτό το σημείο της άγνοιας, ώστε να μη γνωρίζω ούτε αυτό.

[*σηκ- < ΙΕ sēq-, πβ. λατ. sequor].

ἠλακάτη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η ρόκα: ἡ ἠλακάτη τοῦ ἀτράκτου = η ρόκα του αδραχτιού.

[δάν., ξένη λέξη].

ἡλικία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. τα χρόνια της ζωής, η ηλικία: ἡλικίᾳ ἔτι τότε ἦν νέος = ήταν τότε νέος ακόμα στην ηλικία.

2. νεανική ηλικία.

  • οἱ ἐν ἡλικίᾳ ὄντες = άντρες σε στρατεύσιμη ηλικία.

3. χρονική περίοδος μιας γενιάς: ἐπὶ τῆς νῦν ἡλικίας = στη σημερινή γενιά.

4. ανάστημα, ύψος: οὐ πολύ τι τὴν ἡλικίαν διαφέρει Κριτοβούλου = δε διαφέρει πολύ στο ύψος από τον Κριτόβουλο.

familyπαράγ. ἡλικιώτης «συνομήλικος», ἡλικιῶτις.

ΝΕ ηλικία (με τη σημ. 1).

[*ἡλικ- (ἧλιξ, -ικος) + παρ. επίθ. -ία, δωρ. *F-αλικ-, πβ. «βαλικιώτης συνέφηβος»].

ἡλίκος, -η, -ον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

1. αναφορική αντωνυμία, συσχετική με την ερωτηματική πηλίκος «πόσο μεγάλος;» και τις δεικτικές τηλικόσδε και τηλικοῦτος που σημαίνουν «τόσο μεγάλος» όσος στην ηλικία ή στο μέγεθος, όσο μεγάλος: τηλικοῦτοι, ἡλίκοι ἡμεῖς ἐσμεν = τόσο μεγάλοι, όσο είμαστε εμείς.

2. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση πόσο μεγάλος στο μέγεθος, στη δύναμη κτλ.: ὁρᾷς ἡλίκος ἐστὶν ὁ Φίλιππος; = βλέπεις πόσο μεγάλος είναι ο Φίλιππος;

[*ᾱλι- (πβ. λατ. talis, qualis) + παρ. επίθ. -κος < πιθ. -ικός].

ἥλιος, -ίου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ήλιος.

2. στον πληθυντικό οἱ ἥλιοι ζεστές, με καυτό ήλιο, μέρες: οἵ τε ἥλιοι καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐπνίγει αὐτούς = οι μέρες με ήλιο και η αποπνικτική ζέστη τούς βασάνιζαν.

familyπαράγ. ἡλιόομαι, σύνθ. ἡλιοτρόπιον.

ΝΕ ήλιος (με τη σημ. 1).

[*σαFέλιος, ΙΕ *sāwelios, hand και σέλας].

ἧλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

καρφί: ἧλοι σιδηροῖ καὶ ξύλινοι = σιδερένια και ξύλινα καρφιά. ἐὰν μὴ βάλω τὸν δάκτυλόν μου ἐπὶ τὸν τύπον τῶν ἥλων… = αν δε βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά (δε θα πιστέψω, είπε ο Θωμάς).

[*Fᾱλ, δωρ. ἇλος, αιολ. Fάλλος, λατ. vallus, ΙΕ *wal-nos].

ἡμαρτημένως ΕΠΙΡΡΗΜΑ

λανθασμένα, λάθος: ἡμαρτημένως ἔχει τι = κάτι είναι λάθος.

[ἡμάρτημ-(αι) (παρακ. του ἁμαρτάνω) + παρ. επίθ. -ως, handἁμαρτάνω].

ἡμεδαπός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που προέρχεται από τη χώρα μας, ο ντόπιος: ἡμεδαπὸν νόμισμα = δική μας συνήθεια. = ἐγχώριος. ἀλλοδαπός.

ΝΕ ημεδαπός.

[σύνθ. λ. *ἡμεδ- + -απός, αρχ. ινδ. asmad «δικός μας», πβ. ἀλλοδ-απός].

ἡμεῖς ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

προσωπική, πληθυντικός του ἐγὼ

εμείς.

[*ἁσμε + παρ. επίθ. πληθ. -ες > ἡμέ-ες > ἡμεῖς].

ἡμέρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ημέρα: ἡ σήμερον ἡμέρα = η σημερινή μέρα, σήμερα. τῆς ἡμέρας ὀψέ = αργά, προς το τέλος της ημέρας. καθ' ἡμέραν = καθημερινά. νὺξ «νύκτα».

familyπαράγ. ἡμερεύω, ἡμερίς, ἡμερινός, ἡμερήσιος, σύνθ. μεσημβρία, αὐθημερόν, ἐφημερίς.

ΝΕ ημέρα και μέρα.

[ἦμαρ > ἡμέρα (πβ. λοκρ. ἀμάρα) με δασεία κατά το ἕως «αυγή»].

ἡμερεύω ΡΗΜΑ

περνώ τη μέρα μου κάπου: ἐν ἀγορᾷ ἡμερεύω = περνώ τη μέρα μου στην αγορά.

ΝΕ τα σύνθ. διημερεύω και εφημερεύω.

[παράγ. λ. ἡμέρα + παρ. επίθ. -εύω].

ἡμερήσιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που διαρκεί μία ημέρα, της μιας μέρας: ἡμερησία ὁδός = πορεία μιας ημέρας.

ΝΕ ημερήσιος.

[παράγ. λ. ἡμέρα + παρ. επίθ. -ήσιος, πβ. ἐτ-ή-σιος].

ἥμερος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ἡμερώτερος
Υπερθετικός ἡμερώτατος

1. για ζώο εξημερωμένος. ἄγριος.

2. για φυτό καλλιεργημένος. χέρσος, ἀκαλλιέργητος.

3. για άνθρωπο πράος, ήρεμος: ἄνδρες ἥμεροι καὶ φιλάνθρωποι = άνδρες πράοι και ευγενικοί.

familyπαράγ. ἡμερόω, ἡμερότης.

ΝΕ ήμερος (με όλες τις σημ.).

[πιθ. ἡμέρα + -ος > ἥμερος με μετάθεση τόνου, όπου η ημέρα (ηρεμία) αντιτίθεται με τη νύχτα (αγριότητα)].

ἡμερόω -ῶ ΡΗΜΑ

1. εξημερώνω άγρια ζώα. = δαμάζω.

2. ημερεύω, καταπραΰνω, έναν άνθρωπο: ἁρμονίᾳ τε καὶ ῥυθμῷ ἡμεροῦται ἡ ψυχή = η ψυχή ημερεύει (καλλιεργείται) με την αρμονία και το ρυθμό.

familyπαράγ. ἡμέρωμα, ἡμερωτής, ἡμέρωσις.

ΝΕ ημερώνω (και με τις δύο σημ.).

[σύνθ. λ. ἥμερος + παρ. επίθ. -όω].

ἡμέτερος, -έρα, -ον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

κτητική δικός μας: ἡ ἡμετέρα χώρα = η χώρα μας. οἱ ἡμέτεροι καὶ οἱ ὑμέτεροι = οι δικοί μας και οι δικοί σας.

ΝΕ οι ημέτεροι.

[σύνθ. λ. ἡμε- (πβ. ἡμέ-ες > ἡμεῖς) + παρ. επίθ. -τερος].

ἠμὶ ΡΗΜΑ

Παρατ. α΄ εν./γ΄ εν. ἦν / ἦ

χρησιμοποιείται μόνο στο α΄ και γ΄ εν. παρατ.

λέγω: ἦν δ' ἐγώ = είπα εγώ. ἦ δ' ὅς = είπε αυτός. ἦ δ' ἥ = είπε αυτή. = λέγω, φημί.

[το γ΄ εν. παρατ. ίσως από *ἦκ-τ < *eg-t, πβ. λατ. aio «μιλώ», για την κλίση πβ. *φᾱμι- < *φᾱ- «λέγω»].

ἡμι- ΜΟΡΙΟ

αχώριστο, που χρησιμοποιείται ως α΄ συνθετικό

μισο-: ἡμιθανής = μισοπεθαμένος. ἡμίθεος = μισός θεός (μισός άνθρωπος). ἡμίονος = μισό γαϊδούρι (μισό άλογο). ἡμιτελής = μισοτελειωμένος.

familyπαράγ. ἥμισυς, σύνθ. ἡμιτελής, ἡμίγυμνος, ἡμιθανής.

[*σεμ-, πβ. λατ. sēmi].

ἥμισυ, -εος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το μισό: τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ.
  • γνωμικό ἀρχὴ ἥμισυ τοῦ παντός = όταν κάτι αρχίσει (καλά), είναι σαν να έγινε ήδη το μισό.

ΝΕ μισό.

[ουδ. του handἥμισυς].

ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ ΕΠΙΘΕΤΟ

μισός: ὁ ἥμισυς λόγος = η μισή διήγηση. αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν = τα μισά πλοία. τὸ ἥμισυ τοῦ τείχους ἐτελέσθη = χτίστηκε το μισό τείχος. ὅλος «ολόκληρος».

ΝΕ μισός.

[ἡμι- (*σεμ-, πβ. λατ. sēmi) + παρ. επίθ. -συς < *-τυς].

ἢν ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

υποθ. σύνδεσμος, συνηρ. τύπος του ἐὰν

αν, εάν: ἢν ἐγγὺς ἔλθῃ θάνατος, οὐδεὶς βούλεται θνῄσκειν = αν πλησιάσει ο θάνατος, κανείς δε θέλει να πεθάνει.

[ἐὰν με κράση].

ἡνία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

χαλινάρι, ηνίο: εἰς τὸ ὀπίσω σύρω τὰς ἡνίας = τραβώ προς τα πίσω τα ηνία.
  • μεταφορικά χαλάω τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις = χαλαρώνω τα χαλινάρια στα λόγια μου (αναπτύσσω κάτι με περισσότερα λόγια απ' όσο συνηθίζεται).

family σύνθ. ἡνίοχος, ἡνιοχέω.

[αβέβ. ετυμ., ίσως *ανσιᾱ, λατ. ansa].

ἡνίκα ΕΠΙΡΡΗΜΑ

χρονικό επίρρημα

1. όταν: πέμπει τινὰς τῶν ἑαυτοῦ ἑταίρων… ἡνίκα συνεσκόταζε = όταν σκοτείνιασε… στέλνει μερικούς από τους συντρόφους του.

2. ἡνίκ' ἂν + υποτακτική, για να δηλώσει μελλοντικό χρόνο ή αόριστη επανάληψη στο παρόν. Στην πρώτη περίπτωση μεταφράζεται «όταν», στη δεύτερη «κάθε φορά που».

3. ἡνίκα + ευκτική: έτσι χρησιμοποιείται στον πλάγιο λόγο ή για να δηλώσει αόριστη επανάληψη στο παρελθόν.

[άγν. ετυμ., ίσως *jα-νι-κα, πβ. αὐτί-κα, αρκ. ὁ-νί = ὅδε].

ἡνίοχος, -όχου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αυτός που κρατάει τα ηνία και οδηγεί το ιππήλατο άρμα.

familyπαράγ. ἡνιοχέω -ῶ, σύνθ. ἡνιοστροφέω -ῶ, ἡνιοστρόφος.

ΝΕ ηνίοχος.

[σύνθ. λ. ἡνία + ἔχω + παρ. επίθ. -ος].

ἧπαρ, ἥπατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μεταπλαστό

συκώτι.

  • ἧπαρ συκωτόν = το συκώτι ζώου που έχει τραφεί με σύκα και έχει παχύνει πολύ.

ΝΕ ήπαρ (λόγ.).

[*jεπρ-, λατ. jecur, αρχ. ινδ. yákrot, ΙΕ *yēkwro].

ἤπειρος, -είρου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. η ηπειρωτική χώρα (σε αντίθεση με τα νησιά): τῶν βαρβάρων οἱ ἐν τῇ ἠπείρῳ παραθαλάσσιοι = από τους βαρβάρους όσοι κατοικούσαν στο παράλιο τμήμα της ηπειρωτικής χώρας.

2. ήπειρος.

ΝΕ ήπειρος (με τη σημ. 2).

[*ἄπερ-jος, πβ. γερμ. Ufer «όχθη, ακτή»].

ᾗπερ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

τροπικό ακριβώς όπως (hand): ᾗπερ ὑμῖν δοκεῖ = ακριβώς όπως σας φαίνεται καλό.

[ᾗ + περ].

Ἡραῖον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ναός της Ήρας.

[Ἥρα + παρ. επίθ. -ιον, * Ἡρά-ὶον > Ἡραῑον, πβ. ἥρ-ως].

Ἡρακλέης -ῆς, -έους, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ημίθεος, γιος του Δία και της Αλκμήνης.
  • Ἡρακλέους στῆλαι = το στενό του Γιβραλτάρ.

familyπαράγ. Ἡράκλειος.

[Ἥρα + παρ. επίθ. -κλέης < κλέος].

ἠρέμα ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. ήσυχα: ἔχε ἠρέμα = στάσου ήσυχα.

2. λίγο, ελαφρά: ἠρέμα θερμός = λίγο ζεστός.

3. αργά: ἠρέμα περιφέρομαι = περιστρέφομαι με αργό ρυθμό.

familyπαράγ. ἠρεμαῖος «ήσυχος».

[*ἠρεμ- ΙΕ αρχής, πβ. αρχ. ινδ. rámate «ησυχάζω»].

ἠρεμέω -ῶ ΡΗΜΑ

μένω ακίνητος, σταθερός: διαμένω ἠρεμῶν ἐν τοῖς νόμοις = παραμένω ακίνητος στην τήρηση των νόμων. κινέομαι.

familyπαράγ. ἠρέμησις, ἠρεμίζω, σύνθ. ἀνηρέμητος.

ΝΕ ηρεμώ, με άλλη σημ.

[παράγ. λ. ἠρέμα + παρ. επίθ. -έω].

ἡσυχάζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἡσύχαζον
Μέλλ. ἡσυχάσω
Αόρ. ἡσύχασα

σταματώ κάθε κίνηση και δραστηριότητα, μένω αδρανής: οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον = οι εχθροί αναπαύονταν. ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν = ενώ τα πλοία παρέμεναν ακίνητα.

family σύνθ. ἐφησυχάζω.

ΝΕ ησυχάζω.

[παράγ. λ. ἥσυχ-ος + παρ. επίθ. -άζω < -*άδjω].

ἡσυχῇ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. ήσυχα, ήρεμα.

2. κρυφά: οἱ ξυνωμότες ἡσυχῇ περιέμενον = οι συνωμότες περίμεναν κρυμμένοι.

[παράγ. λ. ἥσυχος + παρ. επίθ. -ῃ].

ἡσυχία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ησυχία, ανάπαυση: ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡσυχία = οι ήσυχες συνθήκες που φέρνει η ειρήνη. ἡσυχία τῆς ἡδονῆς = το καταλάγιασμα της ηδονής.

2. με προθέσεις ἐν τῇ ἡσυχίᾳ σε καιρό ειρήνης. καθ' ἡσυχίαν με την ησυχία μου, με ηρεμία, όχι βιαστικά: καθ' ἡσυχίαν καθῖσαν τὸ στράτευμα ἐς χωρίον ἐπιτήδειον = με την ησυχία τους τοποθέτησαν το στράτευμα σε κατάλληλη θέση.

3. με ρήματα ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω ή ζω ειρηνικά.

family σύνθ. ἀνησυχία.

ΝΕ ησυχία.

[παράγ. λ. ἥσυχ-ος + παρ. επίθ. -ία].

ἥσυχος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ἡσυχαίτερος & ἡσυχώτερος
Υπερθετικός ἡσυχαίτατος & ἡσυχώτατος

ήσυχος.

familyπαράγ. ἡσυχία, ἡσυχαῖος, ἡσύχιος, ἡσυχάζω, ἡσυχῇ.

ΝΕ ήσυχος.

[ἥσυ-χος όπου επίθ. -χος, αβέβ. βάση και ετυμ.].

ἧττα, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αποτυχία σε έναν αγώνα, ήττα: ἧττα πολέμου καὶ δικῶν = ήττα στον πόλεμο και στα δικαστήρια. νίκη.
  • μεταφορικά υποχώρηση, παράδοση: ἧττα ἐπιθυμιῶν = το να νικιέσαι από τις επιθυμίες σου, παράδοση στις επιθυμίες σου.

ΝΕ ήττα.

[πιθ. επίρρ. ἧκα «με υποχώρηση, λίγο», ἥκ-ι-στος, ιων. ἑσσόομαι, συγγεν. του ἥττων/ἥσσων «κατώτερος»].

ἡττάομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἡττώμην
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. ἡττήσομαι
Παθ. μέλλ. ἡττηθήσομαι
Παθ. αόρ. ἡττήθην
Παθ. παρακ. ἥττημαι
Παθ. υπερσ. ἡττήμην

1. νικιέμαι, ηττώμαι: πολλάκις ἥττηνται ὑπὸ Λακεδαιμονίων = πολλές φορές έχουν νικηθεί από τους Λακεδαιμονίους. νικάω.

  • ἡττῶμαι ἐν τῷ δικαστηρίῳ = χάνω τη δίκη.

2. είμαι κατώτερος, υποδεέστερος, από κάποιον άλλο: ἡττᾶτο τῇ γνώμῃ Περικλέους = ήταν υποδεέστερος του Περικλή ως προς τη σύνεση.

familyπαράγ. ἡττητέος.

ΝΕ ηττώμαι (με σημ. 1).

[παράγ. λ. ἧττα + παρ. επίθ. -ά-ομαι].

ἥττων, ἥττων, ἧττον ΕΠΙΘΕΤΟ

ο κοινός τύπος είναι ἥσσων: συγκριτικός βαθμός των ὀλίγος, μικρός, κακὸς

1. κατώτερος, υποδεέστερος, ιδίως στη δύναμη, ασθενέστερος: Μῆδοι δὲ ἦσαν πλῆθος μὲν οὐκ ἐλάσσονες τῶν Περσῶν, ρώμῃ δὲ ἥσσονες = οι Μήδοι δεν ήταν λιγότεροι στον αριθμό από τους Πέρσες, όμως ως προς τη δύναμη ήταν ασθενέστεροι. τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιῶ = κάνω το (αντικειμενικά) ασθενέστερο επιχείρημα να είναι ισχυρότερο, δηλ. παρουσιάζω το άδικο σαν δίκαιο, το ψεύδος σαν αλήθεια.

2. με γενική πράγματος αυτός που δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό ενός πράγματος, που υποκύπτει στο πράγμα αυτό: τῶν ἡδονῶν ἥττων = αυτός που παραδίδεται στις ηδονές.

3. το ουδ. ως επίρρημα ἧττον & ἧσσον λιγότερο: ταῖς ξυμφοραῖς ἧσσον ἑτέρων εἴκομεν = μπροστά στις συμφορές υποχωρούμε λιγότερο από τους άλλους. μᾶλλον.

  • σε σχήμα λιτότητας οὐχ ἧττον / oὐχ ἧσσον λιγότερο δεν.., εξίσου: οὐχ ἧσσον λῃσταὶ ἦσαν οἱ νησιῶται = λιγότερο πειρατές δεν ήταν οι νησιώτες.

ΝΕ στις λόγ. φρ. κατά το μάλλον ή ήττον και η αρχή της ήσσονος προσπαθείας.

[παράγ. λ. ἧκ-α + επίθ. συγκρ. -jων, handἧττα].